Τετάρτη, 24 Δεκεμβρίου 2014 16:42

Ο Αλέξανδρος Ακριτίδης σχολιάζει το μυθιστόρημα της Ντιάνας Νασιοπούλου - Παπαγεωργίου, "Κάνοντας τον κροκόδειλο να γελάσει" (Εκδόσεις Πολύτροπον)

Ο Αλέξανδρος Ακριτίδης σχολιάζει το μυθιστόρημα της Ντιάνας Νασιοπούλου - Παπαγεωργίου, "Κάνοντας τον κροκόδειλο να γελάσει" (Εκδόσεις Πολύτροπον)

 Μυθιστόρημα - Εκδόσεις Πολύτροπον

«Κάνοντας τον κροκόδειλο να γελάσει» ονομάζεται το μυθιστόρημα της Ντιάνας Νασιοπούλου – Παπαγεωργίου και παρόλο που ο τίτλος ακούγεται αρκετά ευχάριστος, το περιεχόμενό του αφήνει μια γεύση θλίψης και της τραγικότητας. 

Ελλάδα, μεσοπόλεμος, χρόνια σκληρά και απάνθρωπα. Χρόνια που δεν λογαριάζουν ηλικίες, συνειδήσεις, προσωπικά θέλω και όνειρα. Για την ηρωίδα Μαρία, τα όνειρά της δεν έχουν καμία ελπίδα για πραγματοποίηση. Σαν προϊόν θα την "πουλήσει" εμμέσως ο πατέρας της σε μια ευκατάστατη οικογένεια της Αθήνας για να απαλλαγεί από το βάρος ενός ακόμα στόματος της πολυμελούς οικογένειάς του. Πράγματι, η Μαρία ήταν ακόμη ένα εννιάχρονο παιδί του νησιού της. Έπαιζε με κούκλες, πήγαινε σχολείο και αγαπούσε τα γράμματα. Μα γρήγορα γνώρισε το αδυσώπητο πρόσωπο της παιδικής εκμετάλλευσης και της τότε αριστοκρατικής αστικής κοινωνίας. Σαφώς και δεν ήταν η μοναδική περίπτωση. Σαφώς και η τακτική να «ξεφορτώνονταν» τα κορίτσια με κάθε δυνατό τρόπο ήταν δεδομένη εκείνα τα χρόνια. Μα είναι αλήθεια πως ακόμα και στην εποχή μας αυτά συμβαίνουν κατά κόρον σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. 

Η συγγραφέας χαρίζει στον αναγνώστη ολοζώντανες και δυνατές εικόνες από την ζωή της Μαρίας, προσπαθώντας να περιγράψει με απόλυτο ρεαλισμό τα λάθη μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μήπως δεν είναι ένοχη η κοινωνία όταν ένα παιδί μπαίνει μόνο του σε ένα καράβι έχοντας δεμένες στους ώμους του δυο κολοκύθες; Μήπως δεν είναι ένοχη η κοινωνία όταν στέλνει τόσα παιδιά στην παιδική εργασία, χωρίς κανείς να τα διαβεβαιώσει τουλάχιστον αν οι κόποι τους θα έχουν το ελάχιστο οικονομικό αντίκρισμα; Υπάρχουν σκηνές στο εσωτερικό του αθηναϊκού διαμερίσματος που σοκάρουν. Μόλις λίγες δεκαετίες μετά την «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη» ξανακούς μια γιαγιά να ξεστομίζει : «ευλογημένα χέρια και καταραμένα στόματα» εννοώντας σαφώς την άποψη που υπήρχε για τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδιά. 

Η Μαρία δε θα καταφέρει να ξεφύγει από την λάθος μοίρα που την έριξαν. Ακόμα και η ενήλικη ζωή της θα είναι γεμάτη πίκρες και βάσανα. Οι κακουχίες, τα όσα τραγικά έζησε από παιδί αλλά και οι δικές της επιλογές δεν θα της επιτρέψουν να βιώσει την ηρεμία ακόμη και όταν θα κάνει τη δική της οικογένεια. Η ψυχική ασθένεια θα της χτυπήσει την πόρτα. 

Η Ντιάνα Νασιοπούλου – Παπαγεωργίου, θίγει ένα σκληρό παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει πόρτες στο σήμερα. Εκτός από την στηλίτευση της παιδικής εργασίας που προαναφέρθηκε, δίνει έμφαση στους τρόπους αντιμετώπισης ανθρώπων με ψυχικά προβλήματα και στο πως μπορούν να επανενταχθούν στην κοινωνία. Στην δύναμη της αγάπης και της μόρφωσης. Στο να προσπαθούμε να δίνουμε χείρα βοήθειας σε όποιον γύρω μας αντιληφθούμε πως έχει την ανάγκη μας. Μαρίες υπάρχουν πολλές. Σε κάθε πόλη, σε κάθε χώρα, σε κάθε διπλανή πόρτα… Μα η ζωή μας είναι μια και μοναδική και αξίζει να την ζούμε με αξιοπρέπεια. 

Το συγγραφικό ταξίδι του «Κροκόδειλου» ήταν γεμάτο θλίψη μα και γεμάτο ουσία. Ήταν σοβαρό και απόλυτα αληθινό. Η συγγραφέας, με τον προσεγμένο και ιδιαίτερο τρόπο γραφής της κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία λέξη, ενώ τα συναισθήματα εναλλάσσονται διαρκώς. Συγκίνηση, οργή, θλίψη, συμπόνια. Θα κλείσω με ένα απόσπασμα του βιβλίου που το θεωρώ από τα σπουδαιότερα. Εσείς απλά διεισδύστε στην ομορφιά και την βαρύτητα των λέξεών του… 

Σκέφτομαι κι εγώ να πεθάνω -αν μπορέσω- αμέσως μόλις φτάσω στην Αθήνα. Ή καλύτερα πιο πριν. Ίσως μέσα στο βαπόρι, που θα με πηγαίνει στον ξένο τόπο. Θα με ρίξουν τότε οι ναύτες στη θάλασσα και μια μέρα, τ’ αρμυρά της κύματα θα με γυρίσουν πίσω στο νησί μου. Θα με αποθέσουν στον γιαλό κι εκεί θα ‘ρθει να με βρει ο Νικόλας ο συμμαθητής μου, που λέει πως μ’ αγαπά και μια μέρα θα με παντρευτεί. 

«Καημένο Μαριώ, που θα πήγαινες στην τρίτη…» θα πει και θα κλάψει. Μετά, θα πάρει από την άψυχη αγκαλιά μου τα μουσκεμένα απ’ τη θάλασσα τετράδιά μου με τα μισοξεβαμμένα τους γράμματα και τα “δεκάρια” τους, θα πάρει και το ενδεικτικό μου που θα ‘χει ξεβάψει πια εντελώς και θα τα πάει στο σπίτι μας. Θα τα ρίξει τότε στα πόδια του πατέρα μου και θα του πει: «Να τι απέμεινε απ’ το Μαριώ σας… Γιατί της το κάνατε αυτό;…» 

 

Αλέξανδρος Ακριτίδης 

Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

 

 

 

 

 

Στο παρακάτω link μπορείτε να διαβάσετε την συνέντευξη που παραχώρησε για το Αποστακτήριο η συγγραφέας.

 

http://apostaktirio.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3306:2014-07-06-19-24-27&catid=60:2012-05-30-09-36-48&Itemid=70

 

 

 

 

 

 

Read 2183 times

Latest from Αλέξανδρος Ακριτίδης – Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών, Συγγραφέας