Τόλμησες


Σκότωνε  φεγγαριάτικες σιωπές,

ο αέρινος  λυγμός  του νυχτολούλουδου που μύρωνε τα πεφταστέρια.

Τους ερωδιούς του ερέβους βλέπω στα κοιτάγματα σου.

Ένα κατοικίδιο σκοτάδι σου χόρτασε πίνοντας στο πιατάκι του

την πικρή του γάλακτος χλομάδα των χεριών σου.

Τα βλέμματα τρυπούσαν το ταβάνι, μίας αϋπνίας τα πετροχελίδονα

που τσιμπολογούσαν τη σπορά της νύχτας.

Τόλμησες.

Τη ληστεμένη μου καρδιά να μεταμοσχεύσεις στις βροχές.

Να αρνηθείς του έρωτα το λάθος.

Να εξομολογηθείς στα ασχημόπαπα τι κοίταζαν οι νάρκισσοι μέσα στους λασπερούς χειμάρρους.

Τόλμησες.

Να προσποιηθείς την Ευρυδίκη για να δεις πως δάκρυσαν οι ασφόδελοι του Άδη.

Στα βράγχια των καταπατητών της Ατλαντίς να κρύψεις τα γαλάζια καλοκαίρια

Στο είχε πει οι φυρονεριά του κοντομάνικου πουκάμισου σου

να μη δείχνεις τις ουλές σου στους κοινούς θνητούς.

Όμως εσύ τόλμησες.

Να αφεθείς σε μύθους και αθανασίες.

Ν' αφήσεις τις ηλιαχτίδες να σε πείσουν

ότι οι ρυτίδες είναι των κατόπτρων τα κουτσομπολιά.

Τόλμησες.

Παρ' όλα αυτά να συνεχίζεις να φτεροκοπάς στα χάη

πάνω από της αγάπης τον απέραντο ωκεανό

εκεί που τα μαλλιά της λούζει η γαλήνη.