Σ Υ Μ Φ Ι Λ Ι Ω Σ Η


Εσχάτως έχω γίνει νυχτοπούλι.

Αφήνω τον παλιό μου εαυτό

στην πολυθρόνα

και ρίχνομαι στα κύματα της πόλης.

Συχνάζω σε υπαίθρια κελιά

σε θέατρα του πόθου και της θλίψης

και στις πλατείες που ρεμβάζουν τα φαντάσματα

απόκληρες σημαίες τυλιγμένα.

Μεσάνυχτα βουλιάζω σ’ ένα μπαρ.

Ανώνυμο με ύποπτα ποτά

και στίχους ακατάληπτους στους τοίχους.

Φοβάμαι μόνο τον παλιό μου εαυτό

όταν γυρίζω ξημερώματα στο σπίτι.

Εκείνο τον μονόλογο της άρνησης

τις ξύλινες ατάκες με τα «πρέπει».

Σαν να τον βλέπω κιόλας στον καθρέφτη

πίσω από σήματα καπνού και μουσικές

να κατεβαίνει σκυθρωπός τα σκαλοπάτια

να διασχίζει τη βουή, να με ζυγώνει …


Δεν ξέρω αν πιστεύετε στα θαύματα.

Με κέρασε ένα διπλό -σε χαμηλό- με πάγο.