Κρήτη των δακρύων, των ύμνων, της λύρας                                        

 

Τση Κρήτης η κραυγή


Μάης ∙ σιμώνει είκοσι . Θέτω, και στ’ ονειρό μου

στη χώρα, λέει, βρέθηκα ∙ κοντά ’τον το χωριό μου.

Τη μάχη αναθιβάναμεν οψάργας σ’ ένα δείπνο ∙

δεκάδες χρόνους γιάειρα οπίσω, μες στον ύπνο.


Ήτονε λέει, άνοιξη. Μ’αθούς και με λουλούδια.

Μα δεν εγροίκουνε ποθές χαρμόσυνα τραγούδια.

Θωρώ το χάρο, να μιλεί σε Κρητικό, που κλαίει.

Μ’ αυτός αναγελά τονε, ξανοίγει τον και λέει:


Δε σε φοβούμαι, Χάροντα. Στο νου μου λαμπυρίζει

η Άγια Φλόγα τ’ Αρκαδιού. Από τουδά, βγορίζει;

Αν τη θωρείς, κατέχεις το ∙ θάνατος δε με σκιάζει.

Το χώμα απου με γέννησε πάντα θα με σκεπάζει.

Την Κρήτη έχω για μάνα μου ∙ στα πέλαγά τζη πλέω.

Για τσι δικές τση τσι πληγές, όϊ τσι δικές μου, κλαίω.


Κι’ απής… εγιάειρεν ξανά, και πάει να πολεμήσει.

Σαφί ουρανοκατέβατους η γης έχει γεμίσει.


Πώς να τσ’ αφήσω, μάνα μου, πάνω σου να πατούνε;

Να περπατούνε, να γλακούν και να σ’ αναγελούνε;

Κι’ ήντα ν’ αξίζει η ζωή σαν είσαι σκλαβωμένος,

δεμένος χεροπόδαρα και κακαποδομένος;


Κρήτη, στάσου, κι’ ετούτουσές, που πέφτου σαν τσ’ ακρίδες

απόσεισέ τσι ∙ από παλιά, πολλούς οχτρούς εσύ ’δες.


Κι’ ούλοι, απού λογιάζανε πως ήτανε κομμάθια

τση Κρήτης, στ’ Άγια χώματα πως άνοιξαν τα μάθια,

άντρες, κοπέλια, κοπελιές, ανήμποροι και γράδες,

γεροί και γέροι, επέσανε απάνω στσι φονιάδες ∙

Μ’ ό,τι στα χέρια είχεν καθείς ∙ δρακόνια, ξύλα, γκράδες.

Θωρώ Κρήτη και Λευτεριά. Και δάφνες…με τσ’ οκάδες.


Μα εκειά που πήγα να χαρώ, δακρύζει ομπρός μου η Κρήτη.

Πέντε φορές την κεφαλή κουνεί, κι’ απόκειας σκύφτει.

Σιμώνει, αναταράσσει με, και νόημα μου κάνει

να ξαναϊδώ το δάφνινο τση λευτεριάς στεφάνι.


Ένα ρολόϊ εκράθειενε, κι’ είδα τηνε… με πόνο

- ομπρός εδά – να το γυρνά ∙ στο σημερνό το χρόνο.


Κι’ αντίκρισα τση λευτεριάς την κεφαλή μ’ αγκάθια,

κι’ ας εμοσκομυρίζανε του Μάη ούλα τ’ άνθια.

Εξάνοιγά τσι και τσι δυό, με λύπηση μεγάλη.

Κι’ ήτον’ η μια πολλά σκυφτή, και ματωμέν’ η άλλη.


Σαν είδενε πως δε μιλώ, κι’ ούλο εχαμοθώρουν

το’ νοιωσενε – σα μάνα μου – πως άλλο δεν εμπόρουν.

Κι’ εμίλησέ μου στα στερνά, κι’ είπε μου: «Δε θωρείτε;

Ετσά που πάτε… σάϊκα απ’ το χάρτη θα σβυστείτε.

Κι’ εγώ … ήντα φταίω; Μάνα σας πως είμαι, θυμηθείτε.

Μονοπαντήξετε, μωρέ ∙ ούλοι γροθιά γενείτε.

Μόνο ενωμένοι οι Έλληνες, μπορείτε να σωθείτε ».