ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΑΛΛΟΣ


Η λάμπα της ζωής τρεμόσβηνε

Σε κάθε φύσημα των λόγων του

Χρόνια ατελείωτα, στιγμές ατέρμονες

Απ’ τη μισάνοικτη καρδιά του χύνονταν

Πότε καθάριες αρτηρίες δωρεάς

Πότε οι μαυρισμένες φλέβες μίας στασιμότητας

Κι όταν ο λόγος ο σκληρός σηκώθηκε

Χέρι βαρύ επάνω από τον τρόμο της

Οπισθοχώρησε , σε μια συνήθεια σκόνταψε

Έγειρε μες στο φόβο με ζωή αναμαλλιασμένη

Kρατώντας στην αγκάλη της ψυχής της ένα όνειρο

Λεμονανθούς γεμάτο κι έφηβες κλωστές υμέναιου