Πυρομαχικό η αγάπη μας.
Τη σκάσαμε για παιχνίδι.
Σα χαρτί την κάψαμε.
Πριν μας μαγκώσει ο βρικόλακας πόνος.
Και διπλωθούμε στα γόνατα.
Πάλλευκοι σαν το πανί.
Μαχαιρωμένοι σαν ακίνητη ομίχλη.
.
Αλυσοδεθήκαμε.
Με ηλεκτροφόρα καλώδια.
Για να τιναχτούμε σα βέλος.
Σα μάτι αλαφιασμένο σε ευθεία λοξή.
.
Δεν αντεχόταν τόσο παραμύθι. Στ’ αλήθεια δεν αντεχόταν.
.
Ήταν θέμα χρόνου ν’ ανοίξει το ρήγμα.
Να στενέψει ο δρόμος.
Να γεμίσει κλειστές στροφές και γκρεμούς.
.
-Και τότε θα ’βλεπες πώς παχαίνουν οι τεντωμένες φλόγες των κεριών
και πώς διά μιας σε τυλίγουν και σ’ αφήνουν από πάνω ως κάτω αποκαρωμένο-
.
Μπαφιάσαμε. Και δραπετεύσαμε. Να δώσουμε ένα τέλος.
Στα μάγια της αγάπης. Στα δεσμά της αιχμαλωσίας μας.
.
Από ρεζέρβα περιέργεια σπρωγμένοι.
Κι από μια άσβεστη δίψα που κοάζει.
.
Στασιάσαμε.
Μήπως και πλαστογραφήσουμε λίγη απ’ τη χαμένη μας λευτεριά.
.
Και νιώσουμε, επιτέλους, πώς είναι να μας χτυπά ένας καινούργιος αέρας στο πρόσωπο.
(«Ποιητική Ανθολογία ΙΙΙ», Εκδόσεις «Πνοές Λόγου και Τέχνης», 2013)