Τα δικά μου χρόνια


Τρέφομαι με σκιές, καρφώνω την καρδιά μου στο αλεξικέραυνο ενός κεραυνοβόλου έρωτα.

Τρέφομαι με το ιοβόλο ρύγχος συριγγών ενδοφλεβίων για ένα τέλος πιο φτηνό,

πιο γρήγορο από αυτό που χρεώνουν τα ρολόγια ∙

εισπνέω μαρμαρυγές ,στίχους σπινθηροβόλους, φωτοκόπιες από χαρτόσημα αστραπών

που κλέβω από τα χαρτοφυλάκια της καταιγίδας

με -βραδείας αποδέσμευσης ιαματικά σκοτάδια - παραγάδια.

Στης ποίησής μου τις ιγμόρειες στροφές, η τρέλα έβαψε θαλασσιά τα βλέφαρα των λέξεων

κι’ εγώ ν’ ακροβατώ στο συρματόπλεγμα των βλεφαρίδων τους

μαζί με τα ξεφτίδια των πεφταστεριών, προκαλώντας τους μαστιγωτές του τέλειου

ν’ αποτολμήσουν μια ασέλγεια στις χίμαιρες των κόσμων.

Κι’ όπως θα τραγουδούν κάτω από τις ερπύστριες της νύχτας του αποφλοιωμένου αχανούς

οι πόνοι, με δυναμίτιδα θα χτενίσω τις πετρωμένες καστανές σου μπούκλες,

κοριτσάκι του χειμώνα.

Τρέφομαι με σκιές, με φαγωμένα νύχια σκίζω τα περιτυλίγματα της αστέρινης σιωπής,

ένα τίποτα ν’ αλέθουνε οι λεπτοδείχτες

κι’ η βρύση του λουτρού να στάζει τη μονότονη βρισιά της ερημιάς.

Να διαχέονται στα διάστιχα ετούτης της ανοησίας τα μαθηματικά της φρίκης,

κάτι από το βάθος και το πλάτος των ανοιγμένων λάκκων

για να θαφτούνε ζωντανά τα αναφιλητά, νεκρός να κλαις σήψη και τριαντάφυλλα.

Κι’ όταν τα μάτια γίνουνε νεφελώματα πυρπολημένα σε ροδιού απαύγασμα

κι’ οι ερωμένοι των κατόπτρων ξεχαστούν μες στης αοριστίας το ανέγγιχτο

θ’ ανάψω ένα τσιγάρο και θα θυμηθώ πως το συναίσθημα αμβλύνεται

και πως εγώ, ο αιώνιος της άμπωτης αγαπημένος γιός, μάζευα όστρακα και πεταλίδες

για να θυμάμαι πάντα πως όλα φεύγουν κι’ έρχονται

σαν το παιχνίδι του φωτός με τη μαυρίλα.

Έχω χαθεί στη χώρα πέρα από τους ωκεανούς

όπου όταν ονειρεύεσαι την ομορφιά και την αγάπη

ξεσπά μια νεροποντή που φοράει το καλό σου το κοστούμι

κι’ όπως θα μπαίνουν τα σαξόφωνα και οι τρομπέτες στην ορχήστρα

θα παίξει ένα μπλούζ που θα μιλάει για τα χρόνια της φωτιάς ∙ για τα δικά μου χρόνια.

 

 

*Β' Βραβείο ΚΣΤ΄ Ποιητικών Αγώνων Δελφών

Της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών