Print this page
Σάββατο, 28 Μαϊος 2011 09:28

Θρηνωδούσα Πόλις - Σωτηρία Κυρμανίδου

Written by
2940

ΘΡΗΝΩΔΟΥΣΑ ΠΟΛΙΣ

(Β΄ Βραβείο Διηγήματος Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών 2009)


Η σιωπή κάθισε μεγαλόπρεπα στο θρονί της .Ο ήλιος έγειρε και άρχισε να συλλογάται. Τ αστέρια άρχισαν το μοιρολόι. Τα πουλιά πέταξαν σε σχηματισμούς τρομαγμένα. Ο αγέρας τρύπωνε από τα παραθυρόφυλλα στις καρδιές των νέων .Τα πιτσιρίκια τρέξανε κάτω από τα φουστάνια των μητέρων τους. Η αγάπη ξεστράτισε σε μοναχικούς ατραπούς…

Έκλεινε τα είκοσί του χρόνια σήμερα ο Μωάμεθ ο Β’ και στο παλάτι στήσανε γιορτή. Τα τραπέζια ξεχείλιζαν λιχουδιές, οι ναργιλέδες άναψαν και οι χορεύτριες σαγήνευαν τους πάντες. Στο κέντρο ο νέος με τη λαμπρή στολή και το στέμμα στο κεφάλι. αναλάμβανε το θρόνο και οι ετοιμασίες είχαν αρχίσει μήνες πριν. Το κρασί έρεε ,η μουσική και οι χορεύτριες σαγήνευαν το πλήθος των ανθρώπων που είχαν κατακλύσει το παλάτι. Ο ίδιος όμως ταξίδευε…Ο νους του φυγάς ,ξεστράτισε και πάλι στο μεγαλόπνοο όραμά του .Απομακρύνθηκε από το πλήθος, κάθισε στο σοφά του και κατέστρωσε το σχέδιό του. Νύχτα και μέρα ξυπνώντας ή πηγαίνοντας να κοιμηθεί μέσα στο παλάτι ,σκεφτόταν με τι μέσα και με ποια στρατιωτική δράση θα κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη. Μαζεύει λοιπόν όλους τους καλούς τεχνίτες από τη γύρω περιοχή και χτίζουν το φρούριο Ρούμελη Χισάρ, με πύργους και κανόνια, στραμμένα στην Πόλη .

Όλη αυτή η έντονη προετοιμασία του Μωάμεθ έγινε αντιληπτή στους άρχοντες και το λαό της Κωνσταντινούπολης. Η απελπισία άρχισε να χτυπά τις πόρτες μικρών και μεγάλων. Η Ανθή αναστέναξε, άφησε το κέντημά της και κοίταξε από το παράθυρό της λυπημένη.

-Που να είναι ο καλός της ; Έχει δυο μέρες να τον δει, έστω και από μακριά. Συνήθως περνούσε κάτω από το παράθυρό της τραγουδώντας και χαρίζοντάς της το πιο γλυκό του χαμόγελο. «Ξύπνα γλυκό μου όνειρο και έλα στο μπαλκόνι για να σε δουν τα μάτια μου, να μου διαβούν οι πόνοι».
Ο Κων/νος Παλαιολόγος, ανήσυχος, συγκεντρώνει τους συμβούλους του για να αποφασίσουν, πώς θα αντιμετωπίσουν τις κατακτητικές διαθέσεις του Σουλτάνου. Εφοδιάζει την Πόλη με τρόφιμα και όπλα, επισκευάζει τα τείχη ,οργανώνει πυροβολικό ,ζητά στρατιώτες ,χρήματα από τους πλουσίους που αυτοί αρνούνται. Ο Μωάμεθ προστάζει στον Κωνσταντίνο να φύγει από την Πόλη .Με μια ψυχή με μια φωνή, βροντοφωνάζουν ως άλλος Λεωνίδας: « Δεν παραδίνουμε την Πόλη ,τη ζωή μας».

Βαριά τα σύννεφα πάνω στον ουρανό της Βασιλεύουσας. Μαύρα πουλιά κράζουν απεγνωσμένα και κάνουν τις κόρες να θρηνούν και να σταυροκοπιούνται.

-Κακό μαντάτο θαρρείς να’ναι τούτο, λέει η Ανθή στη φίλη της.

-Μα φέτος ούτε τα δέντρα δεν ανθίσανε.

-Άκαρπα λες και μείναν.

-Και τα χελιδόνια ,δεν τα είδαμε ,μήτε να χτίζουν τις φωλιές τους .

-Και οι δικές μας οι «φωλιές»ως πότε θα’ναι δικές μας; σιγοθρηνεί η γερόντισσα στην άκρη της αυλής.

Οι ήχοι της καμπάνας την ανασηκώνουν λες και είναι παιδούλα. Σταυροκοπιέται και δυο δάκρυα αυλακώνουν το ταλαιπωρημένο από το χρόνο πρόσωπό της.

-Να δώσει ο Θεός όσα μπορεί ο άνθρωπος ν’ αντέξει…λέει και ξανασταυροκοπιέται.

-Μπα σε καλό σου κυρούλα. Τι έπαθες ; Δεν ξέρω καλή μου κόρη. Έχω πολύ κακό προαίσθημα .Κοίτα σκοτείνιασε . Αστράφτει, βροντά ,Μάιος είναι ή χειμωνιάς;

Τώρα οι καμπάνες της Αγια- Σοφιάς χτυπάνε δαιμονισμένα .Οι πολιορκημένοι σπεύδουν όλοι στο καταφύγιό τους, στη Δέσποινα ,Κυρία και Μητέρα τους.

Ο Κωνσταντίνος είναι ήδη εκεί και προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια. Μιλά στο λαό του ,τους προτρέπει ν’ αντισταθούν και να πολεμήσουν γενναία .Ζητούν συγχώρεση και κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων.

Εκείνη τη βραδιά της 28ης Μαϊου 1453, η ιερή ακολουθία ,η τελευταία Χριστιανική ακολουθία, ήταν μια επιθανάτια λειτουργία. Δάκρυα και θρήνος παντού. Και ένας ξύλινος ή πέτρινος, ή σιδερένιος άνθρωπος θα έκλαιγε.

Ξημέρωσε 29η Μαίου 1453.Οι Τούρκοι επιτίθενται. Μια δυο φορές και οι γενναίοι πολιορκημένοι αντιστέκονται σθεναρά. Όμως ένα βόλι βαρύ, θανατηφόρο βρίσκει το γενναίο στρατηγό Ιουστιάνη,ο οποίος ήταν αρχηγός της άμυνας και μαζί με την ψυχή του που εγκαταλείπει τα παρόντα, θρηνεί και η ελευθερία τη λατρεμένη Πόλη.

Εισβάλουν οι Γενίτσαροι από τα γκρεμισμένα τείχη και άλλοι Τούρκοι βρίσκουν μια μικρή πύλη ,την Κερκόπορτα και οι υπερασπιστές καταρρέουν. Μια σπαρακτική φωνή σκίζει τ’ουράνια που είναι κατάμαυρα. «‘Εάλω η Πόλις»(Η Πόλις έπεσε).

Ο αυτοκράτορας παλεύει ακόμη όρθιος. Μάχεται ηρωικά, αλλά είναι μόνος, ανυπεράσπιστος και η σπάθα του κατακτητή μαζί με την σπαρακτική φωνή που σκίζει τους ουρανούς ,συμπληρώνει τον αριθμό των ηρώων.

Έτσι οι Τούρκοι κατακτητές ορμούν στην Πόλη κι αρχίζουν να σκοτώνουν ,να λεηλατούν και να καταστρέφουν τους θησαυρούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Κάποιοι κατευθύνονται στο Ναό της Αγιάς –Σοφιάς. Σαν τ’ άγρια θηρία πεινασμένοι, ορμούν με τσεκούρια ,σπάζουν τις πόρτες της εκκλησιάς και σφάζουν τους πάντες. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες, η άλλοτε ολάνθιστη χιλιοτραγουδισμένη Πόλη ,έγινε θρηνωδούσα ,κλαίουσα γοερά.

Η γερόντισσα με το κακό προαίσθημα ήταν έξω από το Ναό ,δεν πρόλαβε να μπει μέσα και έβλεπε και άκουγε το θρήνο. Δεν άντεχε η δόλια της καρδιά τόσο πόνο και προσευχήθηκε θερμά στην Παναγιά να την πάρει πριν του Τούρκου το μαχαίρι την εύρει. 

Δίπλα κρυμμένη στον κόρφο της ,η Ανθή σιγόκλαιε για όλα όσα αντιλαμβανόταν.

-Που να είναι άραγε ο καλός της. Ζει. Τον σκότωσαν οι Τούρκοι .Και αν ζει που και πότε θα τον βρεί. Αν δεν υπάρχει ,τι νόημα έχει η δική της ζωή;


Σε πήρε της θάλασσας το κύμα,

τ’ ανέμου η πνοή,

της βροχής το δάκρυ,

των αστεριών το φως,

του ήλιου το ταξίδι,

των λουλουδιών το χάδι.

Ερήμωσα…

Ζωή χωρίς αγάπη ,ζωή δίχως ζωή…


Πλημμυρισμένη από τις σκέψεις της και με ζωγραφισμένη την απελπισία στο πρόσωπό της και με το φόβο φωλιασμένο στην καρδιά της ,είδε τη γερόντισσα να γέρνει μέσα σε μια λίμνη αίματος και να σβήνει με μιας. Και ευθύς υψώθη κρίνος. Και αμέσως οι κρουνοί του ουρανού άνοιξαν …Έβρεξε ,έβρεξε λες και ήθελε να ξεπλύνει το αίμα, το θρήνο, να διώξει τη σκλαβιά.

Η Ανθή έμεινε απορημένη. Έτρεμε σαν κιτρινισμένο φύλλο του φθινοπώρου. Προσπάθησε να σύρει την κυρούλα στην άκρη να μην την ποδοπατήσει το πλήθος που έτρεχε χωρίς προσανατολισμό ,οι Χριστιανοί να βρούν κάπου να τρυπώσουν και οι Τούρκοι λυσσασμένοι να σκορπούν το θάνατο.

Σκόνη, αίμα, θρήνος όλα έγιναν ένα κουβάρι που τύλιγε την ψυχή της Ανθής σφιχτά, τόσο σφιχτά που νόμιζε ότι θα άφηνε και αυτή την τελευταία της πνοή, εκεί, δίπλα στην πεθαμένη κυρούλα και κάτω από το ποδοβολητό των αλόγων.

Όμως η μορφή του αγαπημένου της ,έντονα πρόβαλλε εντός της.

-Ανθή μου, σήκω ,τρέξε να κρυφθείς ,νόμισε ότι άκουσε να της λέει.

Άνοιξε τα φτερά της ψυχής της ,δυναμωμένη ,νόμισε ότι χαμογέλασε και ο ήλιος που πριν είχε κρυφθεί και άρχισε να τρέχει , να τρέχει προς τη θάλασσα. Ούτε κατάλαβε πότε έφθασε στην ακτή. Κάποιος καλόκαρδος βαρκάρης της πέρασε απέναντι.

Ο Μωάμεθ χάιδεψε το γένι του ικανοποιημένος. Τ’ όνειρό του πραγματοποιήθηκε. Κατέκτησε την Κωνσταντινούπολη, Ισταμπούλ σήμερα που σημαίνει Στην Πόλη. Γέμισαν τα τείχη κόκκινες σημαίες. Ακόμη κυματίζουν…

Οι μέρες περνούσαν βασανιστικές .Η Ανθή κατάφερε να επιζήσει, βρίσκοντας κάποιους συγγενείς στην Πρίγκιπο. Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ για να απασχολεί το μυαλό της ,να μην γίνεται βάρος στους δικούς της ,αλλά η σκέψη του αγαπημένου της ,έντονη, βασανιστική δεν την άφηνε να ησυχάσει. Ρωτούσε, ρωτούσε μήπως κάποιος ήξερε ,μήπως τον είδε. Μάταια όμως .Δεν είχε κανένα δικό της άνθρωπο. Κάποιον να την αγαπά. Τα δάκρυά της κυλούσαν μαζί με την πένα της κι’ έγραφε.

Το θαύμα της αγάπης μας για πάντα θα κρατάει και η φτωχή μου η καρδιά εσένα θα ζητάει.

Την τόση απουσία σου στα δάκρυα την πνίγω και κάθε νύχτα αγάπη μου το μαξιλάρι σφίγγω.

Κάθε απόγευμα, όταν τελείωνε τις δουλειές της ,κατέβαινε στην ακτή και σιγοτραγουδούσε μαζί με το μπάτη και το κύμα της θάλασσας .Ήταν το πιο λυπητερό τραγούδι της αγάπης, μιας αγάπης που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει.


Να μπορούσα να σ ‘εύρισκα σιμά μου,

μια μέρα αναπάντεχα.

Θα τρεχα στα λιβάδια,

μαζί με τα πουλιά.

Θα πετούσα ψηλά στις κορφές

και θα’ στηνα χορό

χορό ξέφρενο ,τρελό

μαζί με τα πουλιά ,τα δέντρα,

τα λουλούδια.

Ολάκερος ο ουρανός

θα ξεχείλιζε από χαρά.


Ο Γιωργής από την άλλη πλευρά του Βοσπόρου, αναρωτιόταν με την ίδια αγωνία και θέρμη.


Το μοιρολόι της καρδιάς μου,

βαθιά κρυμμένο,

το σκεπάζουν τα κελαηδίσματα των πουλιών,

οι ευωδιές της άνοιξης,

το χρώμα τ’ ουρανού.

Δίχως εμένα.

Δίχως εσένα.


Έκλαιγε τα βράδια κρυφά, δεν ήξερε σε ποιόν να μιλήσει ,πως και που να ψάξει για την Ανθή. Έχασε τα πάντα. Ανθρώπους, την Πόλη του…Ήταν στη δούλεψη ενός πολύ καλού ανθρώπου ,μαραγκού. Έμαθε την τέχνη και κατασκεύαζε αριστουργήματα.

Μια μέρα εκεί που ήταν σκυμμένος στον μπάγκο του και έδινε μορφή στο άψυχο ξύλο ,ακούει το αφεντικό του να του λέει ότι θα πρέπει να πάει στην Πρίγκιπο να παραδώσει κάποια έπιπλα σε κάποιον άρχοντα. Που να φανταζόταν της μοίρας το γραμμένο…

Καθώς πλησίαζε στις ακτές των όμορφων νησιών, σούρουπο ήταν. Ήταν η ώρα που η Ανθή κατέβαινε και ένωνε τη φωνή της με το τραγούδι της θάλασσας.


Θα σου στείλω ένα φιλί

με μια δροσοσταλίδα.

Ένα μυρωμένο χάδι,

μ’ ένα απαλό αγέρι.

Μιαν άνοιξη μ’ ένα χαμόγελό μου.

Ολάκερη εγώ θα σε προσμένω!


Καθώς το τραγούδι χάιδευε τη ράχη της θάλασσας και τ’ αυτιά του Γιωργή , ο μαρασμός έγινε ελπίδα ,το σκοτάδι έγινε φως, ντύθηκαν τα χείλη χαμόγελο .Στου δειλινού τη πιο γλυκιά ώρα ,τότε που γέρνει ο ήλιος στο λίκνο του και αντιφεγγίζει το πορφυρό του χρώμα, οι δυο καρδιές γίνονται ένα .Ξεχνούν για λίγο τη Θρηνωδούσα Πόλη τους, τις κόκκινες σημαίες και τα ψάλματα της Αγιάς –Σοφιάς που έμειναν στη μέση…Τώρα σιωπηλά, τρυφερά μιλούν οι πονεμένες τους καρδιές που αναπάντεχα ανταμώσανε…


Ο ήλιος αρνήθηκε να γείρει.

Η σελήνη πρόβαλε και αυτή μαζί με τ’ αστέρια για να φωτίσουν το δρόμο της αγάπης τους…

Read 2940 times

Latest from Super User