Σοφία Δημοπούλου

“Η ζωή απέναντι”

Μεταίχμιο


Μπορούν άραγε οι τυχαίες συναντήσεις με παλιούς γνώριμους να γίνονται αφορμή για την επανασύνδεση ατόμων και να αποτελούν τον κρίκο που έλειπε ώστε να συνδεθούν τα γεγονότα του παρελθόντος; Κάπως έτσι ξεκινά και το μυθιστόρημα της Σοφίας Δημοπούλου, «Η ζωή απέναντι», μ’ ένα τροχαίο ατύχημα το οποίο θα δώσει την ευκαιρία στη Δάφνη και την Άννα να ξανασυναντηθούν μετά από πολλά χρόνια και να ενώσουν τα χαμένα κομμάτια του παζλ του παρελθόντος.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος “Η ζωή απέναντι” είναι διττός. Αναφέρεται σ’ ένα υπαρκτό πρόσωπο, μια γειτόνισσα τη Ζωή που παρακολουθεί τις ζωές των διπλανών της. Όμως συμβολίζει επίσης και το απωθημένο κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι δεν τολμούν να ζήσουν αυτά που πραγματικά ονειρεύονται παρά μόνο παραμένουν θεατές στις ζωές των άλλων.

Η συγγραφέας κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν, στην περίοδο της Δικτατορίας, όπου μέσα από τα μάτια της μικρής Δάφνης αναδύεται η σκληρή και γκρίζα εικόνα της τότε εποχής. Η μικροαστική οικογένεια της Δάφνης, με πατέρα ένα συντηρητικό δάσκαλο, ζει μια ήρεμη και “προσεκτική” ζωή, ώσπου εμφανίζεται η Άννα με την οικογένειά της και το σκηνικό ανατρέπεται… Ένοχα μυστικά, εξαιτίας απίστευτων παιχνιδιών της μοίρας, βγαίνουν δειλά από το καλοσφραγισμένο μπαούλο της λήθης. Πού θα οδηγήσουν άραγε όλα αυτά; Ποια διλήμματα θα ταλαιπωρήσουν τους ήρωες;

Η συγγραφέας καταφέρνει να μας εκπλήσσει συνεχώς με τον τρόπο που η πένα της δημιουργεί τις ιστορίες των ηρώων της, ενώ η εξέλιξη των γεγονότων είναι ανατρεπτική. Επιτυγχάνει με απίστευτη δεξιότητα να περιπλέκει την υπόθεση, χρησιμοποιώντας έναν περίτεχνο, αρμονικό και όμορφο τρόπο, όπως κεντούν οι χορευτές τις πολύχρωμες κορδέλες από το γαϊτανάκι.

Το κείμενο είναι ωραία δοσμένο με όμορφες περιγραφές και παρομοιώσεις, με γλώσσα φροντισμένη, μεστή, φιλοσοφημένη, άλλα χωρίς να χρησιμοποιούνται υπερβολικές εκφράσεις που θα εντυπωσίαζαν τον αναγνώστη. Η ψυχοσύνθεση των ηρώων παρουσιάζεται με απόλυτη ακρίβεια, ενώ για την προσθήκη αληθοφάνειας, σε κάποιους διαλόγους χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα, γλώσσα που κατά την εποχή εκείνη ήταν ακόμη ενεργή.

Η συχνή εναλλαγή στη διήγηση από πρώτο σε τρίτο πρόσωπο όχι μόνο καθιστά το κείμενο πιο ζωντανό, αλλά βοηθά επίσης το νεώτερο αναγνώστη να αντιληφθεί καλύτερα το κλίμα της μαύρης εκείνης εποχής από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Κι αν στο πρώτο πρόσωπο αφηγείται η μικρή Δάφνη με την αθωότητα και την αφέλεια της παιδικής της ψυχής, στο τρίτο πρόσωπο η συγγραφέας – παντογνώστης αφηγητής, παίρνει τα ηνία και περιγράφει ή διαπλάθει το σύνολο του έργου. Τέλος, οι συχνές αναδρομές στην αφήγηση δημιουργούν στους αναγνώστες αγωνία και ερωτηματικά για την τελική έκβαση των γεγονότων.

Το φόντο που επιλέγει η συγγραφέας, το απολυταρχικό καθεστώς της Επταετίας, επαναφέρει στους μεγαλύτερους ηλικιακά αναγνώστες, μνήμες μιας περιόδου που δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα στο κοινωνικό σύνολο αλλά και που καταπατήθηκαν οι δημοκρατικές διαδικασίες. Αντιθέτως οι νεότεροι αναγνώστες πιθανόν να παραξενευτούν για την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή, σε σύγκριση με το τι βιώνουν οι ίδιοι στο σημερινό δημοκρατικό πολίτευμα. Ο φόβος να εκφράσει ελεύθερα κάποιος τις πεποιθήσεις του και τα πιστεύω του ήταν μόνιμος σύντροφος των περισσότερων ανθρώπων, καθώς ελλόχευε ο κίνδυνος να στιγματιστεί και να υπάρξουν ακόμη και αρνητικές συνέπειες στη ζωή του. Ενδεικτικό είναι πως ακόμη και ο αυθορμητισμός των παιδιών ήταν σχεδόν απαγορευτικός, ενώ σε περιπτώσεις ζευγαριών που συμβίωναν, χωρίς να έχει προηγηθεί γάμος ή σε εγκυμοσύνες εκτός γάμου, ο κοινωνικός περίγυρος ήταν ιδιαίτερα σκληρός.

Η συγγραφέας, μέσω των ηρώων της, θέλει να μας δείξει πως η λογοκρισία, η καχυποψία, η ανασφάλεια και η καταπίεση, κυριαρχούσαν, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να μην μπορούσαν να ζήσουν, όπως ακριβώς επιθυμούσαν ακόμη και στην προσωπική τους ζωή. Η εικόνα που έπρεπε να φαίνεται προς τα έξω ήταν πολύ σημαντική και έπρεπε ο καθένας να μεριμνά για αυτό, καθώς απ’ αυτήν εξαρτιόταν ακόμα και η επαγγελματική του σταδιοδρομία. Ακόμη και η παιδική αφέλεια, είχε τη δική της επικινδυνότητα, καθώς μπορούσε να οδηγήσει σε μοιραία λάθη.

Κλείνοντας, θα ήθελα να συγχαρώ τη Σοφία Δημοπούλου για το έξοχο αυτό πνευματικό της δημιούργημα και εύχομαι να μας χαρίζει πάντα εξίσου όμορφα συγγραφικά έργα.

Θα ήθελα να κλείσω με μια ευχή, που μπορεί να είναι και ουτοπική: Μακάρι η ανθρωπότητα να μπορούσε να απαλλαγεί από τη στενομυαλιά και τη σκληρότητα τέτοιων καθεστώτων, τα οποία ταλαιπωρούν και βασανίζουν χιλιάδες αθώες ψυχές.

 

Παπακώστα Ελένη

Πτυχιούχος Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.

 


Σοφία Δημοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, η καταγωγή της όμως είναι από τα Λουσικά, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Εργάστηκε ως μηχανικός στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Lapis lazuli, η πέτρα που λείπει (2012) και Άλμα θα πει ψυχή (2013).

Επισκεφθείτε το site της συγγραφέα.



Σελίδα του βιβλίου: http://www.metaixmio.gr/products/3324--.aspx