Τρίτη, 09 Μαρτίου 2021 09:55

Ντριν ντριν / Διήγημα του Στράτου Γιαννακά

Written by
1344
Ντριν ντριν / Διήγημα του Στράτου Γιαννακά

 Ντριν ντριν 

Έχουν περάσει δύο μήνες καραντίνας, δύο ατελείωτοι μήνες ,που είμαι κλεισμένη σε ένα διαμέρισμα  του τρίτου ορόφου μιας πολυκατοικίας. 
Από πάνω μου άνθρωποι από κάτω μου άνθρωποι και εγώ μόνη.
Σηκωνόμουν από το κρεβάτι και επαναλάμβανα την ίδια ακριβώς καθημερινότητα σαν να πατούσα το replay σε ένα βίντεο.
Έπινα καφέ, διάβαζα κάποιο βιβλίο καθόμουν μπροστά στην τηλεόραση.
Από μικρή φοβόμουν τα μικρόβια, τα φανταζόμουν σαν μεγάλα στρογγυλά τέρατα με πολλά πόδια που θέλουν να μπουν στον οργανισμό μου και να με αρρωστήσουν.
Από όταν έμαθα για αυτόν τον ιό δεν βγαίνω καθόλου έξω, όλα μου τα ψώνια γίνονται με delivery.
Μια φορά βγήκα έξω και αυτό που θυμάμαι ήταν άνθρωποι με χειρουργικές μάσκες, όπου και αν κοιτούσα έβλεπα μάτια να είναι καρφωμένα πάνω μου, ήταν ο ιός που με κοιτούσε.
Έτρεξα γρήγορα στο σπίτι και κλείστηκα μέσα με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
Μετά σκέφτηκα ότι φοβόμουν τους ανθρώπους, ο ιός με έκανε να φοβάμαι τους ανθρώπους.
Πριν το lockdown ήμουν μια γυναίκα που ήταν αφοσιωμένη στην δουλειά της, οι σχέσεις μου περιοριζόντουσαν ανάμεσα στις τυπικές καλημέρες και στις τυπικές κουβέντες.
Οι επαφές με την οικογένεια μου και τους ελάχιστους φίλους μου γινόντουσαν μέσα από σύντομες και σχετικά ψυχρές συζητήσεις μέσα από το τηλέφωνο.
Όταν είσαι τόσο καιρό κλεισμένος σε ένα σπίτι τα νέα σου είναι σχεδόν ανύπαρκτα.
Ένα βράδυ ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ και κοίταζα την ώρα σε ένα μεγάλο ρολόι τοίχου που κρεμόταν πάνω από το τραπεζάκι του τηλεφώνου.
Το πρόσωπο μου φωτιζόταν από το φως της τηλεόρασης που έδειχνε κάποια παλιά σειρά σε επανάληψη.
Ήταν περασμένες έντεκα και ένιωθα τόσο μόνη, ήμουν και λίγο μεθυσμένη από μερικά ποτήρια κρασί που είχα πιεί.
Και έτσι πήρα το κινητό μου πληκτρολόγησα έναν άγνωστο αριθμό και πάτησα την επιλογή της κλήσης.
Το έκλεισα όμως αμέσως πριν προλάβει να συνδεθεί, μπορεί να βαριόμουν μόνη και να έψαχνα για λίγη παρέα αλλά δεν μπορούσαν να ενοχλώ τον κόσμο έτσι.
Γέμισα άλλο ένα ποτήρι κρασί και ήπια μερικές γουλιές και ξαναπήρα.
Δεν το σήκωσε κανείς.
Άφησα κάτω το κινητό μου και χάθηκα πάλι στην παρατήρηση των δεικτών του ρολογιού που ακολουθούσαν την σταθερή τους πορεία γύρω γύρω από τον άξονα τους.
Τον ντριν ντριν του τηλεφώνου πλημμύρησε το δωμάτιο, το σήκωσα αμέσως.
«Ναι;».
«Ποιος είναι;».
Νυσταγμένη φωνή με  φανερά δείγματα εκνευρισμού, δεν απάντησα καθόλου και το έκλεισα.
Λίγο μετά πήρα άλλον αριθμό και άλλον και άλλον.
Οι περισσότεροι δεν απάντησαν και όσοι το έκαναν ήταν η θυμωμένοι η γεμάτοι αγωνία, με κάποιους μίλησα λίγο παραπάνω αλλά κανένας δεν μου έδινε την αίσθηση.
Μερικές φορές έκανα απλά αναπάντητες και άφηνα το ντριν ντριν του τηλεφώνου να ακούγεται χωρίς να απαντάω, έτσι για να έχω την ψευδαίσθηση ότι κάποιος ήταν στο σπίτι.
Πέρασαν έτσι μερικές μέρες ώσπου ένα βράδυ πήρα και ένα από τα κλασσικά τηλέφωνα μου.
«Παρακαλώ;».
Κάτι στην φωνή του με έκανε να σφίξω το κινητό στο χέρι μου, σχεδόν δεν ανάσαινα, και έμεινα να κοιτάω τα ψίχουλα από κάποιο σνακ που είχαν πέσει πάνω στο μοβ χαλί μου.
«Με ακούτε; Ποιος είναι;».
«Ποιος είστε;».
«Λάμπρο με λένε».
«Α συγνώμη λάθος μου».
Και το έκλεισα.
Το επόμενο βράδυ έβλεπα τηλεόραση τρώγοντας πίτσα και σκεφτόμουν αν έπρεπε η όχι να ξαναπάρω τον Λάμπρο, ήθελα να τον ακούσω πάλι.
Κάλεσα από το κινητό μου αλλά δεν το σήκωσε, πήρα ξανά και μετά το άφησα.
Ντριν ντριν.
Εκείνος ήταν με έπαιρνε πάλι πίσω.
«Παρακαλώ;»
«Ναι γεια σας με πήρατε πριν από λίγο, αλλά με πήρατε και χτες, ποία είστε;».
«Συγνώμη κύριε λάθος έκανα>>.
«Με έχετε πάρει τρεις φορές,νομίζω πως δεν είναι λάθος,θέλετε κάτι να μου πείτε?>>.
«Σας είπα κύριε ότι έκανα λάθος>>.
«Το όνομα σου πριν σε κλείσω?>>.
«Ρένα>>
«Θα σε πάρω αύριο την ίδια ώρα, μην με πάρεις εσύ γιατί θα χαλάσεις το παιχνίδι>>.
Η κλήση διακόπηκε και εγώ ήμουν κατακόκκινη από ντροπή.
Πήρα ένα κομμάτι πίτσα και άρχισα να το μασουλάω προσπαθώντας να φανταστώ πως θα μπορούσε να είναι αυτός ο Λάμπρος
Ήταν ψηλός; Κοντός; Γέρος; Νέος; Μελαχρινός; τι δουλειά να έκανε; Έπρεπε να μάθω περισσότερα πράγματα για αυτόν.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα και ο χρόνος έμοιαζε να παίζει μαζί μου γιατί πολύ απλά δεν κυλούσε, κάθε τόσο έλεγχα το μεγάλο ρολόι του σπιτιού μου για να δω αν δούλευε και μετά κοιτούσα το ψηφιακό ρολόι του κινητού μου.
Το βράδυ με βρήκε πάνω από ένα πιάτο που είχε καλυφθεί από ένα μεγάλο κομμάτι τούρτα σοκολάτας και με την αγωνία μου στο κόκκινο.
Ντριιιιν, ντρινννν.
Πέταξα το πιάτο με την τούρτα από πάνω μου και απάντησα στη κλήση χωρίς καν να κοιτάξω ποιος είναι.
«Παρακαλώ;».
«Γεια σου Ρένα».
«Γεια σου Λάμπρο, εεεεε αυτό που θέλω να ξέρεις είναι ότι δεν συνηθίζω να παίρνω τηλέφωνα αγνώστους μέσα στην νύχτα, έκανα ένα απλό λάθος».
«Δεν πειράζει ίσως αυτό το λάθος μας βγει σε καλό, ας γνωριστούμε».
Και γνωριστήκαμε, σε αυτή την πρώτη μας συνομιλία έμαθα πολλά πράγματα για εκείνον και εκείνος έμαθε πολλά πράγματα για εμένα.
Μου είπε ότι ήταν δικηγόρος και ερασιτέχνης μουσικός ,έμενε μόνος του σε ένα διαμέρισμα στο Μαρούσι μαζί με έναν σκύλο που τον έλεγαν μοτσαρέλα.
Ψηλός, τριάντα δύο χρονών, μαύρα μάτια, μελαχρινός, ανύπαντρος και φανατικός κολυμβητής, καθόλου άσχημα νέα και μέναμε και την ίδια περιοχή.
Μετά την πρώτη μας συνομιλία στάθηκα μπροστά στον καθρέπτη και έπιασα τα παχάκια της μέσης μου, και παρατήρησα αρκετά έντρομη ότι είχα γίνει κρουασάν.
Όπως ήταν αναμενόμενο άρχισα να προσέχω την διατροφή μου κάτι που προκάλεσε την δυσαρέσκεια των ντελιβεράδων της περιοχής.
Ήξερα ότι δεν θα με δει από κοντά για αρκετό καιρό αλλά δεν ξέρω γιατί το έκανα, ίσως κάποια εσωτερική ανάγκη που δεν μπορώ να εξηγήσω.
Και άλλο ένα που δεν μπορώ να εξηγήσω καθόλου είναι ότι κάθε φορά που είχαμε κανονίσει κάποια συνομιλία εγώ βαφόμουν, ντυνόμουν σαν να πήγαινα για ποτό σε κάποιο μπαρ και απλά  καθόμουν στον καναπέ μου και μιλούσαμε στο τηλέφωνο.
Ήμουν μια τρελή τριαντάρα που δεν είχε σωτηρία.
Όλο αυτό το μυστήριο που κυριάρχησε στην ζωή μου τις τελευταίες μέρες μου άλλαξε την καθημερινότητα και της έδωσε ανάσα, πλέον δεν ένιωθα μόνη αλλά γεμάτη περιέργεια για τον συνομιλητή μου.
Μερικά βράδια παίζαμε ένα παιχνίδι μέσα από το τηλέφωνο.
Έβαζε ο ένας κάποια σκηνή στο μυαλό του και μετά ξεκινούσε να την περιγράφει στον άλλον μιμούμενος τους ήχους που θα υπήρχαν σε αυτή αν ήταν πραγματική.
Κάπως έτσι κάναμε έρωτα για πρώτη φορά.
Πέρασαν αρκετές μέρες που μιλούσαμε και ένα βράδυ αποφάσισα να τον ρωτήσω κάτι που σκεφτόμουν καιρό.
«Θα ήθελα να σε δω από κοντά»
«Και εγώ θα το ήθελα».
«Ξέρεις φοβάμαι τα μικρόβια και δεν μπορώ να βγω έξω, τρέλα ε;».
«Καθόλου και εγώ φοβάμαι πολύ τα μικρόβια και δεν βγαίνω καθόλου».
Έπαθα ένα σοκ γιατί μέχρι τώρα δεν είχα γνωρίσει κανέναν σαν εμένα και ένιωσα ότι δεν ήμουν η μόνη περίεργη που κορόιδευαν για την άποψη μου για τα μικρόβια.
«Ξέρεις έγραψα μια μελωδία για σένα και θα ήθελα να την ακούσεις, θες;»
«Πολύ».
Απάντησα συγκινημένη και γεμίζοντας άλλο ένα ποτήρι κρασί ακούμπησα την πλάτη μου στον καναπέ περιμένοντας.
Σε λίγο άκουσα μερικές απαλές νότες βιολιού να ξεχύνονται από το ηχείο του τηλεφώνου και να γεμίζουν τα αυτιά μου.
Ξαφνικά η μουσική του βιολιού ακουγόταν πολύ κοντά, δεν προερχόταν από το τηλέφωνο ήμουν σίγουρη.
Σηκώθηκα όρθια και άρχισα να ψάχνω από που προερχόταν ο ήχος, τα βήματα μου με οδήγησαν στην βεράντα και τότε είδα στο απέναντι μπαλκόνι έναν άντρα να παίζει βιολί πάνω από ένα κινητό.
Έτρεξα μέσα να αρπάξω το κινητό μου, μάλλον θα το καταργούσαμε το τηλέφωνο.
 
 
 
 
 
 
 
Read 1344 times

Latest from Super User