Παρασκευή, 13 Απριλίου 2012 13:39

Τα τάματα της Σίφνου - Αλέξανδρος Ακριτίδης

Written by
3678

Τα τάματα της Σίφνου

(Παιδικό Πασχαλινό διήγημα)


Πόσο χαίρονταν τα δύο αδέρφια που είχε έρθει το Πάσχα! Η ζωή στην πόλη δύσκολη για όλα τα παιδάκια. Το πρωί σχολείο, το απόγευμα φροντιστήριο, λίγο τηλεόραση το βράδυ κι έπειτα ύπνο. Όμως το Πάσχα!!!... Πως και πως το περίμεναν για να φύγουνε στο νησί. Η μητέρα τους καταγόταν απ’ τη Σίφνο και ο πατέρας τους απ’ την Αθήνα. Πριν κάποια χρόνια είχαν ανακαινίσει το παλιό σπίτι των παππούδων, που δε ζούσαν πια, κι είχαν ετοιμάσει πλέον το δικό τους εξοχικό. Μόλις τα σχολεία κλείνανε, τους έπαιρνε ο πατέρας τους και τους πήγαινε στο νησί για να εργαστούν! Όπως με χιούμορ έλεγε «δε θα τρώει κανείς το μεσημέρι χωρίς να έχει ιδρώσει!». Έτσι τους έδινε από μια μακριά βούρτσα βαψίματος, από ένα καινούριο πινέλο και από έναν κουβά. Ξεκίναγαν με χαρά όλοι μαζί το άσπρισμα του σπιτιού, ενώ η μητέρα τους ετοίμαζε στην κουζίνα ό,τι περίεργη συνταγή έβρισκε σ’ ένα παλιό βιβλίο που της είχε αφήσει η γιαγιά της. «Οι συνταγές του Τσελεμεντέ» ήταν ο τίτλος του και συχνά έλεγε με περηφάνια στα παιδιά της ότι ο διάσημος εκείνος μάγειρας καταγόταν απ’ το νησί της!

Έβαφαν τους τοίχους, ασβέστωναν το πέτρινο καλντερίμι μπροστά από το σπίτι τους και περνούσαν με γαλάζια λαδομπογιά τα παλιά παραθυρόφυλλα. Τελειώνοντας τις υποχρεώσεις τους κατά το σούρουπο έτρεχαν ως την κορυφή του λόφου για να θαυμάσουν το σπιτάκι τους από μακριά. Εκεί συναντούσαν κι άλλους μικρούς εργαζόμενους της Πασχαλιάς από τις πέρα γειτονιές!

‒ Κοιτά το δικό μου!

‒ Το δικό μου είναι καλύτερο!

Καμιά φορά μπερδεύονταν όμως κι έδειχναν άλλα σπίτια. Όλα ίδια τους φαινόντουσαν από ψηλά! Πώς να τα ξεχώριζαν; Αιγαιοπελαγίτικα ασπρισμένα σπιτάκια, με γαλάζιες θαλασσινές πινελιές, μπλεγμένα με αμέτρητες μικρές εκκλησιές και σκεπασμένα από μία αθάνατη αύρα καταγάλανου ουρανού και μυρωδάτου αέρα.

Όμως εκτός από το βάψιμο δεν είχαν άλλες δουλειές να κάνουν. Πάσχα ήτανε, όχι καλοκαίρι. Βέβαια δε θα είχαν την ευκαιρία για μια βουτιά στο Βαθύ ή στον Πλατύ γιαλό, όμως το τελείωμα της σχολικής χρονιάς δεν ήταν και τόσο μακριά. Μαζεύονταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς και ξεκινούσαν τις εξορμήσεις τους. Μερικά απ’ αυτά, που ήταν και μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, έμπαιναν μπροστά σαν αρχηγοί και τους έδειχναν τα κατατόπια. Ο Πετράκης και ο Γιώργος ακολουθούσαν πιστά τις εντολές τους και η περιπέτεια άρχιζε. Πήγαιναν χιλιόμετρα μακριά προκειμένου να γνωρίσουν καινούριους τόπους. Τι όμορφες μυρωδιές είχε η φύση γύρω τους! Ρίγανη, κάπαρη και φρέσκο χώμα, επιτέλους χώμα! Πόσο τους έλειπε αυτό το τόσο απλό πράγμα στην πόλη! Σαν έφτασαν στο χωρίο Κάστρο αγνάντεψαν τη θάλασσα από τους απόκρημνους βράχους κι εντυπωσιάστηκαν από τα τόσα αρχαία αντικείμενα που βρίσκονταν διάσπαρτα στο χωρίο. Το βράδυ η μάνα τους τους μάλωσε.

‒ Καλά, τι δουλειά είχατε εκεί; Ολόκληρη Απολλωνία δεν σας έφτανε; Κι αν πέφτατε από κανένα βράχο; Αύριο μην τολμήσετε να απομακρυνθείτε γιατί θα σας γυρίσω πίσω στην Αθήνα!

Σα να μιλούσε στις πέτρες! Ποιος να την άκουγε; Οι δύο μικροί εξερευνητές δεν έβλεπαν την ώρα να ξημερώσει για να ξαναφύγουν! Τελικά με το πρώτο φως της ημέρας ξεκίνησαν. Ήξεραν όμως ότι δεν έπρεπε ν’ αργήσουν πολύ γιατί το βράδυ ήταν η περιφορά του Επιταφίου. Αρκέστηκαν λοιπόν να φτάσουν μόλις μέχρι τον κοντινό Αρτεμώνα. Αφού περιπλανήθηκαν για ώρα στα στενά καλντερίμια του χωριού, κάθισαν όλοι μαζί σε μια χαμηλή περίφραξη ενός σπιτιού κοντά στην πλατεία για να ξαποστάσουν. Ήταν κουραστικό το πείραγμα ενός γέρου γαϊδάρου και το κυνηγητό με τις μέλισσες ανάμεσα στις προσφάτως ανθισμένες κόκκινες βοκαμβίλιες! Ο Μικρός αρχηγός τους, ο Νικόλας, είχε το σχέδιό του. Απέναντι απ’ το σημείο που κάθονταν βρισκότανε ο φούρνος της κυρά Φρόσως που φημιζόταν για τα πεντανόστιμα κουλουράκια του. Η μυρωδιά που έβγαινε από μέσα ερέθιζε τα παιδικά τους ρουθούνια και δεν τους επέτρεπε να φύγουν έτσι άπραγοι. Σηκώθηκε λοιπόν ο Νικόλας κι άρχισε να φωνάζει.

‒ Έι, κυρά Φρόσω; Είσαι μέσα;

‒ Τι συμβαίνει, Νικόλα; Βούλιαξαν τα καράβια σου;

‒ Ξέρεις τι είπε ο Χριστούλης, κυρά Φρόσω; Όποιος έχει δύο χιτώνες να δίνει τον έναν σ’ αυτόν που δεν έχει!

‒ Για χιτώνες είπε ο Χριστούλης, όχι για μουστοκούλουρα, Νικόλα μου!

‒ Και θα μας αφήσεις έτσι να ξεροσταλιάζουμε έξω απ’ το φούρνο σου; Δε θα μας λυπηθείς;

‒ Άιντε, βρε αθεόφοβοι! Ελάτε να σας τρατάρω από ένα κουλούρι και δρόμο από δω, ακούτε;

‒ Εγώ θέλω από εκείνα που έχουν γλυκάνισο, είπε ένα άλλο παιδί.

Τελικά με τα λάφυρα στα χέρια, επέστρεψαν στα σπίτια τους για να πλυθούν και να ετοιμαστούν για τη βραδινή περιφορά του Επιταφίου.

Την άλλη μέρα δε βγήκαν απ’ το σπίτι. Βοήθησαν τη μητέρα τους στην ετοιμασία του Πασχαλινού τραπεζιού, μαλώνοντας συχνά για το ποιος θα απάγγελνε τα μαγειρικά «ποιήματα» του Τσελεμεντέ! Άλλος πασπάλιζε με αλεύρι τους ρεβιθοκεφτέδες κι άλλος αράδιαζε τα πήλινα παραδοσιακά σιφνέικα σκεύη στο τραπέζι. Όλα έπρεπε να είναι έτοιμα για το αυριανό πασχαλινό τραπέζι.

Όταν η νύχτα σκέπασε το πανέμορφο κυκλαδίτικο νησί, ο Πετράκης και ο Γιώργος φόρεσαν τα φρεσκοσιδερωμένα κουστουμάκια τους, χούφτωσαν στις τσέπες τους από ένα κόκκινο αβγό κι άρπαξαν βιαστικά τις λαμπάδες τους για να φύγουν. Σαν ορμητικοί χείμαρροι, κατέβαιναν οι άνθρωποι απ’ όλα τα στενά για να πάνε στην εκκλησιά. Ο θόρυβος των εκατοντάδων παιδιών, σαν λίπασμα έπεφτε στο γαλανόλευκο νησί, που τόση μοναξιά ένιωθε το χειμώνα χωρίς τις αναρίθμητες φωνούλες τους! Ποιο ποδοβολητό να σχίσει την απέραντη ησυχία της Απολλωνίας; Ποια μανουάλια και καντήλια ν’ ανάψουν στην Παναγία της Χρυσοπηγής που μόνη θαλασσοδέρνεται το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου; Ποιο καράβι να δέσει στις Καμάρες όταν τα χειμωνιάτικα κύματα μαλώνουν για το ποιο θα φτάσει ψηλότερα; Όμως την άνοιξη και το καλοκαίρι όλα είναι διαφορετικά. Τα πλοία ανοίγουνε το στόμα τους και σαν μυρμήγκια οι άνθρωποι κατακλύζουν κάθε γωνιά του νησιού. Όλες οι εκκλησιές ανοίγουνε, καθαρίζονται, συμπληρώνεται το σωμένο λάδι στα καντήλια κι είναι έτοιμες ν’ αγκαλιάσουν τους πιστούς τους.

Πιασμένα απ’ το χέρι της μάνας τους κατηφόριζαν για την εκκλησιά. Ο πατέρας παραδίπλα επιτηρούσε τους ατίθασους νεαρούς που σίγουρα κάποια σκανδαλιά θα ‘βρισκαν να κάνουν! Ξάφνου ο Γιωργάκης σκούντηξε τον μικρό του αδερφό.

‒ Κοίτα, Πετράκη! Κοίτα!

Ο μικρός γύρισε το κεφάλι του για να δει τι συμβαίνει. Ένας περίεργος παππούς, μουσάτος και τρομαχτικός, περπατούσε ανάποδα απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Κρατούσε σφιχτά τη μαγκούρα του κι ανηφόριζε επίμονα προς τον αριστερό λόφο της πόλης. Τα δυο αδέλφια τον κοιτούσαν με αδηφάγο περιέργεια μη μπορώντας να καταλάβουν γιατί τέτοια μέρα απομακρυνόταν από τον κόσμο. Πού να πήγαινε άραγε; Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι του και τους αγριοκοίταξε! Αυτά, πανικοβλημένα, προσκόλλησαν τα σωματάκια τους επάνω στη μάνα τους. Αυτή κατάλαβε τι είχε συμβεί και τα καθησύχασε.

‒ Μη φοβάστε. Ο καπετάν Μιχάλης είναι. Δεν είναι κακός άνθρωπος.

‒ Μα γιατί φεύγει, μητέρα; Δε θα κάνει Ανάσταση μαζί μας;

‒ Έχει δικιά του εκκλησιά αυτός! Μην ανησυχείτε.

Δικιά του εκκλησιά!!;; Μα πώς γίνεται αυτό; Τι τους έλεγε η μάνα τους που δεν μπορούσαν να καταλάβουν;

‒ Θα σας εξηγήσω αύριο. Μετά το φαγητό.

Η συζήτηση έληξε άδοξα για τα δυο περίεργα παιδιά. Η Ανάσταση του Χριστού αναγγέλθηκε από τα χείλη του Παπά‒ Γιώργη και δεκάδες καμπάνες αντήχησαν από κάθε γωνιά της Απολλωνίας. Πολύχρωμα βεγγαλικά σχίσανε τον αέρα και  χαρμόσυνες ψαλμωδίες ταξίδεψαν σε όλες τις καρδιές των ανθρώπων που αγαλλίαζαν για το αίσιο τέλος του Θείου Δράματος. Δεν είχε σημασία ποιος θα κέρδιζε στο τσούγκρισμα. Τον άλλο χρόνο θα ‘παιρνε άλλος το δυνατότερο αβγό. Με τις λαμπάδες αναμμένες στα χέρια, κατευθύνονταν όλοι στα σπίτια τους για να τα φωτίσουνε με το Άγιο φως. Όμως ο θαλασσινός αγέρας τις έσβηνε και τα παιδιά έτρεχαν δεξιά αριστερά για να τις ξανανάψουν! Τελικά τα κατάφεραν και φτάσανε με τη φλόγα ανά χείρας!  Ο πατέρας σταύρωσε το ασβεστωμένο περβάζι της εξώπορτας και μπήκανε μέσα.

Την άλλη μέρα γλέντια και τραγούδια ακούγονταν από τους πέρα μαχαλάδες. Αρνιά σουβλίζονταν ή έμπαιναν στις πήλινες γάστρες με κρασί και χοροί στήνονταν από τους πιο μερακλήδες. Μετά το γεύμα ήρθε και η ώρα των αποκαλύψεων για τα δυο αδέρφια. Κάθισαν όλοι μαζί στον χτιστό καναπέ της συχωρεμένης γιαγιάς κι άρχισαν με λαχτάρα τη συζήτηση.

‒ Ξέρετε λοιπόν γιατί το νησί μας και ιδιαίτερα η Απολλωνία έχει τόσες πολλές εκκλησίες; Γιατί η χώρα μας έχει μεγάλη ναυτική παράδοση. Όσοι δε γίνονταν απλοί ψαράδες για να θρέψουν τις οικογένειές τους, γίνονταν ναυτικοί. Εδώ στα νησιά μας, όπως βλέπετε, η γη δεν είναι τόσο καρπερή. Η γεωργία δεν ήταν επάγγελμα που θα τους έδινε εύκολα τα προς το ζην. Έτσι λοιπόν οι περισσότεροι άντρες αποφάσιζαν να μπαρκάρουν για κάθε γωνιά της γης. Όμως ποτέ δεν έχαναν την πίστη τους όπου κι αν βρίσκονταν. Όλοι είχαν μαζί τους μια εικόνα του Αϊ Νικόλα, του προστάτη των ναυτικών. Έτσι λοιπόν έκανε κι ο καπετάν Μιχάλης που είδατε χθες.

‒ Τι έκανε δηλαδή ο Καπετάν Μιχάλης, μητέρα;

‒ Ο καπετάν Μιχάλης μετά από πολλά χρόνια στα ξένα βαπόρια και έπειτα από πάρα πολλές δυσκολίες, κατάφερε να αγοράσει το δικό του καράβι. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά δεν τον πείραζε. Αρκούσε που ήτανε αυτός ο καπετάνιος πλέον και όχι ένας απλός ναύτης. Φόρτωνε λοιπόν εμπορεύματα και τα μετέφερε σε διάφορους προορισμούς. Σφουγγάρια απ’ την Ύδρα και την Κάλυμνο, κρασιά απ’ την Πάρο και τη Σάμο, μαστίχα απ’ τη Χίο, σαρδέλες παστές απ’ την Καλλονή της Λέσβου και σακιά με άργιλο απ’ τη Μήλο. Όποτε γυρνούσε στην οικογένειά του δεν παρέβλεπε να λέει: «Χάρη στον Αϊ Νικόλα γύρισα και πάλι. Αν αυτός θέλει πάντα θα ‘μαστε καλά!». Όμως η θάλασσα δεν είναι άγριο άλογο που δαμάζεται. Όταν την πιάνουν τα μπουρίνια της δεν υπολογίζει ποιος βρίσκεται πάνω στα νερά της. Μεγάλη φουρτούνα τους έπιασε μια νύχτα στο μέσο του πελάγους κι ο Καπετάν Μιχάλης πάλεψε με δύναμη για να σωθεί. Ζόρισε τις μηχανές, έριξε στη θάλασσα το περισσό βάρος, άναψε το καντήλι του Αγίου και προσευχήθηκε: «Βοήθα μας να σωθούμε απόψε και θα σου χτίσω μια ολάκερη εκκλησιά στον τόπο μου». Όμως δεν ήταν γραφτό να σώσει το καράβι που σαν καρυδότσουφλο χοροπήδαγε στα λυσσασμένα κύματα. Με βία προσέκρουσε στα βράχια μιας ξέρας και διαλύθηκε. Οι πέντε ναύτες που είχε στη δούλεψή του δυστυχώς πνίγηκαν, όμως ο ίδιος σαν από θαύμα κατάφερε να σωθεί με ένα μόνο βαρύ τραύμα στο πόδι. Γι’ αυτό κουτσαίνει από τότε.

‒ Και μετά τι έγινε, μητέρα;

‒ Αμέσως μόλις συνήλθε αποφάσισε να εκπληρώσει το τάμα του. Μαζί με τη γυναίκα του και τους δυο του γιους έχτισαν σιγά σιγά τη μικρή εκκλησιά βάζοντας μέσα και τις εικόνες απ’ τους αγίους που αντιπροσώπευαν ονομαστικά τους χαμένους του φίλους. Έτσι για να είναι όλοι εκεί μαζί του, όπως έλεγε! Όμως του κρατούσε κι ένα γινάτι του Αγίου. Έπρεπε να σώζονταν οι άλλοι και να πνιγόταν αυτός!

‒ Και γι’ αυτό πηγαίνει μόνος του προς τα εκεί; Για να προσευχηθεί;

‒ Κάθε Ανάσταση θέλει να την περνάει εκεί, μόνος του με τους φίλους του! Ως να ‘ρθει η ώρα να τους συναντήσει. Γι’ αυτό τον είδατε ν’ ανηφορίζει.

Από εκείνη την ημέρα τα δυο αδέλφια έβλεπαν με άλλο μάτι τις τόσες πολλές εκκλησιές. Σε κάθε νησί που πήγαιναν συναντούσανε νέες ιστορίες λύτρωσης και πόνου. Ο Πετράκης σαν μεγάλωνε, κατέγραφε όλες τις αφηγήσεις που κατάφερνε ν’ αποσπάσει απ΄ τους γέρους ναυτικούς. Άρχισε να προσθέτει ποιητικές πινελιές στη γραφή του και ν’ αποτυπώνει με το δικό του τρόπο τα παιχνίδια που η μοίρα έπαιξε στους ανθρώπους της θάλασσας. Όμως ποτέ δεν ξέχασε εκείνη την πρώτη ιστορία που άκουσε στα παιδικά του χρόνια απ’ τη μάνα του. Εκείνη τη λατρευτή Πασχαλιά στη Σίφνο. Άρπαξε ευθύς το μολύβι του, το έξυσε κι άρχισε να γράφει…


…Η Λύτρωση του Καπετάν Μιχάλη

του Αιγαίου γαλανόλευκη εκκλησιά

σα να ‘ρθε ο Θεός για να τις βάλει

αμέτρητες σε όλα τα νησιά.


Και πόσα να σου πουν για τρικυμίες

με πρόσωπα σκισμένα και στεγνά

γενιές με παραδόσεις και αξίες

και τάματα που η πίστη δεν ξεχνά.


Αυτή είναι η Ελλάδα του Αιγαίου

το άρρηκτο καθήκον του λαού

ταγμένοι τροφοδότες του ωραίου

απέναντι απ’ τα μάτια τ΄ ουρανού…

 


Β΄ Βραβείο Διηγήματος στο Διεθνή Διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού ΚΕΛΑΙΝΩ με θέμα «Αιγαίο» / 2006

Read 3678 times

Latest from Super User