Πέμπτη, 10 Νοεμβρίου 2016 19:14

Η Κατερίνα Αλεξιάδη γράφει για "Το χαμένο Νόμπελ" του Κώστα Αρκουδέα

Written by
1983
Η Κατερίνα Αλεξιάδη γράφει για "Το χαμένο Νόμπελ" του Κώστα Αρκουδέα

 

 

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΙΟΥΝΤΑΙ

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι για μένα ένας φίλος σαν εκείνους τους αγαπημένους φίλους που μπορεί να μην τους βλέπεις για χρόνια ολόκληρα και όμως παραμένουν πάντα μέσα στην καρδιά σου. Μπορεί να τους έχεις αμφισβητήσει, ακόμα και να τους έχεις απορρίψει, όταν όμως θα τους ξανασυναντήσεις, θα νιώσεις πάλι την παλιά εκείνη αγάπη που σε ένωνε μαζί τους. Ο Καζαντζάκης με είχε γοητεύσει στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Ήμουν μια επαναστατημένη έφηβος της εποχής της μεταπολίτευσης και ο Καζαντζάκης με τον  «Ζορμπά», τον «Φτωχούλη του Θεού», το «Χριστός ξανασταυρώνεται», την «Ασκητική» έτρεφε τα εφηβικά μου όνειρα για τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας. Το νεανικό του έργο Όφις και Κρίνο ήταν το ευαγγέλιό μου για τον απόλυτο έρωτα που συνδέεται με τον θάνατο.

Στα δεκαεπτά μου χρόνια βρέθηκα με δύο φίλους από αυτούς που ανέφερα προηγουμένως να ξεπροβοδίζουμε έναν άλλον φίλο, ο οποίος τελειώνοντας το σχολείο, έφευγε με το καράβι για να πάει στην πατρίδα του στο Ηράκλειο. Χωρίς να το πολυκαταλάβουμε και να το πολυσκεφτούμε φύγαμε κι εμείς μαζί του σε μια παρόρμηση της στιγμής. Φτάσαμε το πρωί στο Ηράκλειο και μείναμε όλη την ημέρα στον τάφο του Καζαντζάκη κουβεντιάζοντας, μέχρι το βράδυ πού πήραμε το πλοίο για να επιστρέψουμε στον Πειραιά.

Αργότερα διάβασα τα βιβλία της Λιλής Ζωγράφου, Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός, και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι και τον αμφισβήτησα ως μισογύνη στη φεμινιστική περίοδο που περνούσα τότε.

Όμως, επειδή με τις παλιές αγάπες δεν τελειώνεις εύκολα, ήταν μοιραίο να τον ξανασυναντήσω στο μεταπτυχιακό της Θεατρολογίας στην Αθήνα με καθηγήτρια την Κυριακή Πετράκου. Εκεί ήρθα σε επαφή με τα θεατρικά του έργα και γοητεύτηκα…

Τα ιστορικά θεατρικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από ιστορικά πρόσωπα. Από αυτά ξεχώρισα τη Μέλισσα. Η Μέλισσα είναι η γυναίκα του Περίανδρου, τυράννου της Κορίνθου, την οποία ο άντρας της έχει σκοτώσει. Στο έργο εμφανίζεται το φάντασμα της Μέλισσας που συνομιλεί με τον ένα από τους δύο γιους της, τον Κύψελο. Ο Περίανδρος σκοτώνει και τους δύο γιους του και αυτοκτονεί. Ο Καζαντζάκης παρουσιάζει την έντονη πάλη ανάμεσα στον πατέρα και τους γιους και την προσπάθειά τους να αποδεσμευτούν από το παρελθόν και τους προγονικούς δεσμούς που τους καταπιέζουν.

Περισσότερο ακόμα με γοήτευσαν τα νεανικά του αστικά δράματα: Ξημερώνει (1906) και Φασγά (1907), όπως και η μοντέρνα κωμωδία πιραντελικού ύφους, μονόπρακτη σε δύο μέρη, Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει, την οποία έγραψε το 1937 στην Αίγινα.

Το θεατρικό έργο όμως που με γοήτευσε περισσότερο από όλα και με παραξένεψε συγχρόνως ήταν το Κωμωδία. Τραγωδία μονόπρακτη, που γράφτηκε το 1909. Ο Κερένυι στην εισαγωγή τονίζει ότι ο Καζαντζάκης με αυτό το έργο προοιωνίζει το Κεκλεισμένων των θυρών του Σαρτρ και το Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμουελ Μπέκετ, τα οποία γράφτηκαν δεκαετίες αργότερα (το 1944 και το 1952 αντίστοιχα).

Στην αρχή του έργου ο Καζαντζάκης γράφει: «Αυτή η κωμωδία παίζεται μέσα στον εγκέφαλο του ανθρώπου, την ώρα του ψυχομαχητού, όπου η ψυχή ανατείνεται στο συνθετικό και υπέρτατο κορύφωμα της ζωής. Φόβοι και ελπίδες που νυχτοσύνειδα και θαμπά περάσανε και μόνο αγγίξανε το νου του ανθρώπου όταν εζούσε- κι έπειτα ξεχαστήκανε κι εκοιμήθηκαν- ξυπνούνε τώρα ξαφνικά την ώρα του θανάτου κ’ υψώνονται σε ένταση φωνής και κραυγής και τρομάρας….. Όλη η ψυχή του ανθρώπου η χιλιοπρόσωπη και αντιφατική κι απελπισμένη αποκρεμάτε μέσα στην κωμωδία αυτή στην άκρη των χειλιών, που πεθαίνουν, και τρέμοντας σκύφτει στην άβυσσο του  Άγνωστου να δει: θα μπει σε μιαν άλλη, αιώνια τώρα ζωή; - ή θα σβήσει;»

Τα πρόσωπα: δύο γέροι, μαμά, κοριτσάκι, νέος, νέα, γριά, άφρων, εργατικός, καλόγρια, νέος περήφανος, ασκητής.

Το έργο διαδραματίζεται μέσα σε μία κόκκινη σάλα με κόκκινους καναπέδες από βελούδο.

Στο τέλος του έργου η καλόγρια κοιτάει με τα γαλανά της μάτια τον Ασκητή και λέει: Αχ πατέρα μου δεν θα ’ρθει.

Και ο ασκητής (με ξεψυχισμένη φωνή): Ποιος ήθελες να ’ρθει αδελφή μου; Χαχαχα!

(Σταυρώνουν όλοι τα χέρια τους και δεν σαλεύουν πια).

Στην αρχή της εισαγωγής ο Κερένυι αναφέρει ότι το 1946 ο Καζαντζάκης μαζί με τον Σικελιανό προτάθηκαν από την «Ένωση Ελλήνων Συγγραφέων» για το Νόμπελ. «Καιρός ήταν να λάβει ένας Έλληνας τη μεγάλη λογοτεχνική διάκριση!» Ο Κερένυι υποστηρίζει θερμά ότι θα έπρεπε ο Καζαντζάκης να πάρει το Νόμπελ. Δικαιολογεί το γεγονός ότι δεν το πήρε τελικά γιατί το 1946 πολύ λίγα έργα του ήταν γνωστά στο εξωτερικό.

Και σε αυτό το σημείο ερχόμαστε στο βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα, Το χαμένο Νόμπελ.

Θεωρώ ότι το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα είναι γοητευτικό, γιατί  μέσα από την ιστορία για το χαμένο Νόμπελ του Νίκου Καζαντζάκη διαπερνά την ιστορία της λογοτεχνίας της εποχής, όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την ευρωπαϊκή. Και όχι μόνο την ιστορία της Λογοτεχνίας, αλλά και την κοινωνική και την πολιτική ιστορία. Η παράλληλη παράθεση αποσπασμάτων από Έλληνες και ξένους λογοτέχνες μάς δίνει μια γεύση ακόμα και για έργα που δεν έχουμε διαβάσει.

Παράλληλα η μορφή του Νίκου Καζαντζάκη διαπνέει όλο το βιβλίο. Είναι ξεκάθαρη η αγάπη του Κώστα Αρκουδέα για τον Καζαντζάκη, παρ΄  όλα αυτά δεν διστάζει να σταθεί και κριτικά απέναντί του, δεν τον ωραιοποιεί. Καταδεικνύει την εγωπάθειά του. Ένα παράδειγμα: «Ενώ θεωρούσε πολλούς από τους Έλληνες συγγραφείς υποδεέστερούς του και μιλούσε περιφρονητικά για τους κριτικούς λογοτεχνίας, όταν κάποιος από αυτούς έγραφε καλή κριτική για το έργο του καμάρωνε. Αντίθετα, όταν του έγραφε κακή κριτική, εξοργιζόταν.» (σ. 240) Ή τη σχέση του με τις γυναίκες: «Όλο του το έργο είναι κατάστικτο από περιφρονητικά σχόλια για τις γυναίκες». (σ. 313). Παρακάτω όμως δεν μπορεί να μη σημειώσει: «Κι όμως ο Καζαντζάκης έγραψε κάποτε: «Αγάπησα γυναίκες, στάθηκα τυχερός, εξαίσιες γυναίκες μού έτυχαν στον δρόμο μου, ποτέ οι άντρες δεν μου ’καμαν τόσο καλό και δεν με βοήθησαν τόσο στον αγώνα μου, όσο οι γυναίκες τούτες». (Αναφορά στον Γκρέκο)

Και λίγο πιο κάτω: «Η γυναίκα στο έργο του Καζαντζάκη μοιάζει να είναι και θύτης και θύμα, καθώς δίνει τη ζωή της και ταυτόχρονα οδηγεί τον άντρα στην καταστροφή. Μοιραίες, από όποια πλευρά κι αν τις κοιτάξεις. Κατά τον Καζαντζάκη, το ότι η γυναίκα αποζητά τον έρωτα τη διαφοροποιεί από τον άντρα, ο οποίος αποζητά την πνευματική ολοκλήρωση. Η γυναίκα κατέχει το μυστικό της αγάπης αδιαφορώντας για τους κοινωνικούς αγώνες, αντίθετα από τον άντρα που προσπαθεί να καλυτερέψει τη ζωή του ανθρώπου πάνω στη Γη.»(σ. 314)

Αισθάνεσαι ότι μέσα σε αυτό το βιβλίο περικλείονται όλα όσα αγαπήσαμε και αγαπάμε. Για τις αγάπες που έλεγα και στην αρχή ότι δεν ξεχνιούνται… Οι αγαπημένοι μας συγγραφείς, οι αγαπημένοι μας ποιητές, τα αγαπημένα μας κείμενα, οι αγαπημένες μας ταινίες… Ο λόγος του συγγραφέα είναι άμεσος και οι αναλύσεις του καίριες. «Με γλώσσα φυσική και άμεση, χωρίς να καταφεύγει στην εσωστρέφεια, ισορροπώντας αντιθετικά στοιχεία στη γραφή του, ορθολογιστής και παραμυθάς συνάμα, ο Χατζής υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες πεζογράφους  που αμφισβήτησε ανοιχτά την ανάγκη για πρόοδο, εστιάζοντας την προσοχή του στις αγωνίες όσων ζούσαν στο λυκόφως της κοινωνίας» (σ. 383)

Όπως και ο Καζαντζάκης, ο Κώστας Αρκουδέας δεν βλέπει τα γεγονότα μόνο άσπρα ή μαύρα. Βλέπει και χρώματα και αποχρώσεις. Παράδειγμα η κριτική του ματιά απέναντι στην πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου.

Οι αντιφάσεις είναι παρούσες σε όλους μας… «Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν της ευαισθησία μας». (σ.400) γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης κι εμείς αγαπάμε και τον Ελύτη και τον Αναγνωστάκη για διαφορετικούς λόγους τον καθένα.

Μάθαμε και καινούργιες λέξεις μέσα από το βιβλίο: Το ροζονάρισμα. Γράφει ο Καζαντζάκης στον Γιάννη Κακριδή τον Απρίλιο του 1955 από την Αντίπολη της Κυανής Ακτής, όπου έμενε: «Τι μπορούν να μας πουν τα γράμματα; Χρειάζεται ταράτσα σε κήπο και να πέφτει το βράδυ και να ’ρχεται ο καφές (και μαζί του να ’ρχεται κι η Ελένη) και να καθόμαστε ο ένας αντίκρυ στον άλλο, στο μεσόφωτο, και ν’ αρχίζει η γλυκιά, ήσυχη, χωρίς σκοπό, χωρίς τέλος κουβέντα. Το ροζονάρισμα, όπως λέμε στην Κρήτη» (σ. 407)

Οι δύο βασικές γυναίκες στη ζωή του Καζαντζάκη η Ελένη Σαμίου και η Γαλάτεια Καζαντζάκη  είχαν εκ διαμέτρου αντίθετο χαρακτήρα, όπως γράφει και ο συγγραφέας ήταν «άκρα αντίθετα». Η Ελένη αφοσιωμένη, υπομονετική, καρτερική. Η Γαλάτεια επαναστατική, ελεύθερη, ανεξάρτητη, αγωνίστρια. Γράφει ο Καζαντζάκης στη Γαλάτεια από τη Βιέννη το 1922: «Δεν ξέρω πώς να σου πω ότι ποτέ μου δεν σ’ αγάπησα τόσο βαθιά, τόσο απελπισμένα όσο τώρα. Μου λες πως νιώθεις πως είμαι τώρα πολύ μακριά σου. Στον κόσμο εγώ κανέναν άλλο δεν αγαπώ όσο εσένα. Μόνο εσένα ξεχωρίζω και θα’ θελα να μπορούσα όλη τούτη τη μάταιη, άθλια, ακατανόητη στιγμή να την κάμω αθάνατη.» (σ. 426)

Και ο εκδότης του Καζαντζάκη, Γιάννης Γουδέλης: «Για τον δεσμό του Νίκου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη θα υπενθυμίσουμε μονάχα τη στιχομυθία που έγινε μπροστά μας […] μεταξύ του Νίκου Καζαντζάκη και της Ελένης Σαμίου.

«Γιατί της επιτρέπετε να χρησιμοποιεί το επίθετό σας;» ρώτησε τον Νίκο η Ελένη.

Βρισκόμασταν αρκετοί παρόντες και η συζήτηση ήταν για το βιβλίο της Γαλάτειας Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι, που είχε μόλις εκδοθεί.

Απάντηση του Καζαντζάκη:

«Τιμά το όνομά μου η Γαλάτεια. Σιωπήστε», είπε και έκοψε τη φόρα στην Ελένη.

Ας σημειωθεί πως μονάχα στη Γαλάτεια μιλούσε στον ενικό. Στην Ελένη και σε όλους τους άλλους στον πληθυντικό» (σ. 414-415)

Ενδόμυχα πιστεύουμε ότι η Γαλάτεια ήταν η γυναίκα που του ταίριαζε περισσότερο, άσχετα αν δεν άντεξε αυτόν τον δεσμό ο εγωισμός του.

Το Χαμένο Νόμπελ είναι ένα βιβλίο πολυσχιδές, όπως πολυσχιδής ήταν και η προσωπικότητα του Καζαντζάκη. Ένα ανήσυχο, ελεύθερο πνεύμα, που δεν βολευόταν με τίποτα, που έψαχνε μέχρι το τέλος της ζωής του να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του για τη ζωή και για τον κόσμο. Ένας μεγάλος άνθρωπος που δημιούργησε μίση και εχθρούς, αλλά και φίλους και θαυμαστές. Όπως γράφει και ο συγγραφέας, «υπήρξε κόκκινο πανί για τους ανθρώπους που τα πάντα στη ζωή τους ήταν άσπρο – μαύρο». Οι νέοι όμως που διαχρονικά θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο τον λάτρεψαν και τον «μετέτρεψαν σε σύμβολο ενάντια στη γραφειοκρατία, στον κομφορμισμό και στην καταναλωτική αποχαύνωση. Οι προϋποθέσεις που έθεσε στη ζωή του (η διαρκής κίνηση, η θέληση για δημιουργικότητα, προσπάθεια για αυτογνωσία και η ελευθερία) εξακολουθούν να παραμένουν επίκαιρες». Ιδιαίτερα στις εποχές που ζούμε… Επιπλέον να συμπληρώσουμε ότι όλες αυτές οι ιδιότητες χαρακτηρίζουν ανθρώπους που έχουν νεανική ψυχή, που ποτέ δεν γερνούν.

Γνωρίζουμε πια καλά ότι τα Νόμπελ δεν ανταποκρίνονται πάντα στην αξία των βραβευμένων, οπότε νομίζω ότι δεν πρέπει να μας απασχολεί  τόσο το γεγονός ότι ο Καζαντζάκης δεν πήρε το Νόμπελ. Θα συμφωνήσω όμως με τον Κώστα Αρκουδέα «ότι η βράβευσή του θα ωφελούσε τη μεταμφυλιακή Ελλάδα, έστω και πρόσκαιρα…» Πολύ περισσότερο θα συμφωνήσω με το αίτημα «να διαγραφεί επιτέλους αυτό το άδικο και ξεπερασμένο ανάθεμα της ελληνικής Εκκλησίας στον Καζαντζάκη».

Κι αυτό που έχω να προτείνω είναι το Χαμένο Νόμπελ να διδάσκεται στους μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου και των Λυκείων για να γνωρίσουν μέσα από τις σελίδες του ένα μεγάλο κομμάτι της νεοελληνικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αλλά και της νεοελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας. Σε όσους αντιταχθούν λέγοντας πως τα παιδιά δεν χρειάζεται να μαθαίνουν τις διαμάχες και τα κακώς κείμενα, θα απαντήσω με το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη:

 

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

 

Μ. Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, Πλειάς

 

 

Κατερίνα Αλεξιάδη, φιλόλογος, υπεύθυνη πολιτιστικών θεμάτων

 

Read 1983 times

Latest from apostaktirio team