Γεννήθηκε στην Καρυά Αργολίδας και διαμένει στα Μελίσσια Αττικής.

Ως δάσκαλος εργάστηκε σε σχολεία της Ανατολικής Μακεδονίας και της Αττικής. Μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε ως Προϊστάμενος Γραφείου και ως Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Ασχολείται με τη Λογοτεχνία και ειδικότερα με την Ποίηση.    Έχουν κυκλοφορήσει επτά Ποιητικές του Συλλογές : «ΑΛΚΥΟΝΕΣ», 2000 / «ΔΟΞΑΡΙΣΜΑΤΑ», 2004/ « ΦΥΛΛΟΒΟΛΗΜΑΤΑ», 2006 / «ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ - ΧΑΪΚΟΥ», 2006 / «ΗΛΙΑΝΘΟΙ» , 2010 / « ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ», 2013 και « POET’S GARDEN”, 2013.     Επίσης κυκλοφόρησαν το Πεζογράφημα «ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΥΑΣ-Παιδικές αναμνήσεις και αναφορές», 2007 , μία συνέντευξη « Οι γνώσεις δίνουν φτερά στην έμπνευση», 2011. Υπό έκδοση έχει  μία Ποιητική Συλλογή «ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ» και τα «ΑΝΑΛΕΚΤΑ».

Για την ποιητική Συλλογή “POET’S GARDEN”,  που έχει μεταφραστεί στα αγγλικά από τη Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη, από το  IPTRC –Κέντρο Έρευνας της Διεθνούς Ποίησης και Μετάφρασης – βραβεύτηκε ως ένας από τους καλύτερους ποιητές στον κόσμο για τη χρονιά 2013. Το δε περιοδικό « THE WORLD  POETS  QUARTERLY”, November 8, 2013, στην Κίνα , κυκλοφόρησε με πολλά του ποιήματα μεταφρασμένα στα κινέζικα και με ολοσέλιδη φωτογραφία του στο εξώφυλλο, με τον τίτλο Spiros K. Karamountzos (Greece).

Για το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο έχει πολλάκις αποσπάσει επαινετικά  σχόλια από διακεκριμένους  κριτικούς της λογοτεχνίας.   Η  Συλλογή μάλιστα «ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ - ΧΑΪΚΟΥ» και άλλα του ποιήματα έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς λογοτεχνικών περιοδικών.

Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε πολλές ποιητικές ανθολογίες. Επίσης δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά και σε λογοτεχνικές σελίδες εφημερίδων εκτός από ποιήματα και πεζά του κείμενα.

Ως Λογοτέχνης συμπεριλαμβάνεται στη ΜΕΓΑΛΗ  ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ του Χάρη Πάτση (13ος τόμος) και στην Εγκυκλοπαίδεια WHO IS WHO στην Ελλάδα της Hubner, (3η έκδοση, 2008).

Είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της «International Writers Association”  (I.W.A) και της  “World Poets Society” (W.P.S.).

Πολλά ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Ρωσικά, στα Ιταλικά και στα Κινέζικα,  και έχουν δημοσιευτεί σε ξένα περιοδικά και σε ανθολογίες.

Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

 

Ποιήματα του ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ


ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ


Τρύπωσε νωρίς το βράδυ,

στο μωρό να κάνει χάδι,

απ’ τις γρίλιες το φεγγάρι,

πριν ο ύπνος να το πάρει.


Ρίχνει φως στο πρόσωπό του,

ζάχαρη για τ’ όνειρό του

κι αν μια νύχτα το ξεχάσει,

θα ’ναι τότε σ’ άλλη φάση.


Γελαστό, λαμπρό φεγγάρι,

τ’ Ουρανού τρανό φανάρι,

κράτα το μωρό απ’ το χέρι,

να γενεί κι αυτό αστέρι.


Φως δικό του ν’ αποκτήσει,

στα σκοτάδια να μη ζήσει,

στο στερέωμα με σένα

ρότα να χαράξει νέα.


ΚΟΡΙΤΣΙ  ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΡΑΝΙ


Στέλνεις  μηνύματα ζωής,

καρδούλα πεταρίζεις,

στο παραθύρι σαν θα βγεις

το φούλι να ποτίζεις.


Στην άλλη γλάστρα μοναχό

πώς ζω  κανείς δεν ξέρει,

όμως μ’ αρκεί που θα σε δω

με το νερό στο χέρι.


Γι’ αυτό και χάρη σ’ το ζητώ,

αν πρόβλημα δεν κάνει,

άστο  παράθυρο  ανοιχτό,

διψάει και το γεράνι.


ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ


«Άνω σχώμεν τας καρδίας»

πάλι μια ώρα σήμερα

και με τα μάτια ορθάνοιχτα

στη Δύση ας στραφούμε,

του Ήλιου το βασίλεμα

κι εμείς να το χαρούμε.


Λουσμένοι απ’ τη φωτοχυσία

ας ζήσουμε τη χίμαιρα

με τούτο το φαινόμενο

του Ήλιου, πριν να σβήσει,

που δε θα βγει σ’ αντίγραφο

ποτέ σ’ αυτή τη ζήση,


Άφωνοι μπροστά στη θέα

και με ρομαντική διάθεση

ακούμε τα μισόλογα,

που λένε σύννεφα κι ακτίνες,

στον κόκκινο ορίζοντα

παίζοντας κρυφτό μ’ εκείνες.


Σε βουνά και παραλίες

όλοι στις βίγλες για το λιόγερμα,

να δούμε τ’ αξιοθέατο,

πριν η αυλαία πέσει

και τον Αποσπερίτη να φανεί

ευθύς σ’ αυτή τη θέση.


Η ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ


Στο είπα χίλιες δυο φορές,

απ’ τη ζωή μου κόψε

και μην ερθείς, όλο χαρές,

στον ύπνο μου κι απόψε.


Του ονείρου η γλύκα δεν κρατεί,

πληγές δεν επουλώνει,

γι’ αυτό και η μνήμη το πρωί

τινάζει το σεντόνι.


Μη με γυρίζεις στα παλιά

στις μαρμαρένιες σκάλες,

κρατώ καινούργια πια βιολιά,

νοχλίες έχω άλλες.


Καλούδια άλλης εποχής

θα ζουν στις αναμνήσεις,

βαλβίδες της αναπνοής

που δεν μπορείς να κλείσεις.


Έχοντας  πια συγκομιδή

των λουλουδιών το μέλι,

σαν σμάρι πάνω στο κλαδί

άλλη θα βρω κυψέλη.


Στο είπα χίλιες δυο φορές,

απ’ τη ζωή μου κόψε

και μην ερθείς, όλο χαρές,

στον ύπνο μου κι απόψε.

 

« Η ΕΡΙΦΎΛΗ»


Με ξέπλεκα μακριά μαλλιά

και στο λαιμό μαντίλι

χοροπηδά μ’ ανεμελιά

ώσπου να ’ρθει το δείλι.


Με λούλουδα κι αγριελιές

στολίζει το κεφάλι

και μέσ’ από τις πατουλιές

σαν ξωτικό προβάλλει.


Ξιπόλητη στις ρεματιές

σκουτιά και πόδια πλένει

και ρίχνει γύρω της ματιές

σα νεραϊδοπαρμένη.


Κουβέντα πιάνει ολημερίς

με τον αντίλαλό της

κι αν κρυφακούς και τη θωρείς

θολώνει το μυαλό της.


Πουλιά και ζούδια χαιρετά,

στα δέντρα σκαρφαλώνει,

ακούει λαλήματα πολλά

μα προτιμάει τ’ αηδόνι


Μ’ ένα κανίσκι απ’ τους αγρούς

τρυπώνει και στ’ αμπέλια,

στα σκιάχτρα κάνει μορφασμούς,

λιγώνεται στα γέλια.


Την κοροϊδεύουν τα παιδιά,

σαν την ιδούν, κι εκείνη

με πέτρες που ’χει στην ποδιά,

μαθήματα τους δίνει.


Έχθρα με τα σκυλιά κρατά

και τους ορμά στα ίσα

και με κακία απαντά

στο γαύγισμά τους… λύσσαα!


Μια μέρα μέσ’ στις φυλλωσιές

της εξοχής οι φίλοι,

βαφτίσια κάναν’ και χαρές,

την είπαν «Εριφύλη».


ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΛΑΔΙ


Μιαν  αγριελίτσα,  δεντρί μικρό ακόμα,

σε  κακοτράχαλη και δύσβατη

αλλά προσηλιακή βουνοπλαγιά,

μια αληθινή κουκλίτσα ασημοπράσινη,

ομορφονιά, με ζωντάνια και άλλα προσόντα,

που την έκαναν να ξεχωρίζει,

ανάμεσα στις άλλες γειτόνισσες

και στα άλλα αγριλίδια της περιοχής,

έβαλε στο μάτι, πρώτος και καλύτερος,

ο προοδευτικός Κωστής, στα νιάτα του κι εκείνος.

Μας το ’λεγε συχνά και παραστατικά.

Μια μέρα υγρή και χειμωνιάτικη,

ιστορική για ’κείνον, αποφάσισε να την κλέψει,

να την κάνει βασίλισσα δική του.

Δύσκολη και τολμηρή για την εποχή του

επιχείρηση κι αβέβαιο το μέλλον.

Είχε όμως πίστη, θέληση, αγάπη και κουράγιο.

Θα γινόταν άκουσμα στο χωριό,

αλλά αδιαφόρησε για το κουτσομπολιό.

Με όλα τα σύνεργα φορτωμένος

(ξινιάρι, κασμάς, πριόνι, κλαδευτήρι)

και στολισμένος στην πέννα,

την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής

και κατάστρωσε το σχέδιο δράσης.

Ήθελε να την αγκαλιάσει, να την κάνει δική του,

να την πάρει μαζί του στην ξενιτιά,

μα χωρίς να την πληγώσει.

Την ήθελε με τα καλούδια της κι όλο το ρίζωμά της

και με όσο πιο πολύ χώμα μπορούσε να κρατηθεί

επάνω της και να μεταφερθεί ως προικιό της.

Κάπως έτσι και ύστερα από πολλές αντιστάσεις

τη φορτώθηκε στον ώμο του.

Τις είχε τις οκάδες της η καλή του.

Σκυφτός από το βάρος της, αλλά αγόγγυστα

και προσεχτικά την πέρναγε με πολλή δυσκολία,

(ενώ η ίδια αποχαιρετούσε βουνά και λαγκαδιές)

άλλοτε ανηφοριά κι άλλοτε κατηφοριά,

ανάμεσα από κοτρόνια, γκορτσιές

και πουρνάρια του λόγγου,

έως ότου χαρούμενος την έφτασε

στο πιο κοντινό μονοπάτι, στον πρώτο σταθμό,

που τον περίμενε υπομονετικά

η «μούλα», το αγαπημένο του μουλάρι.

Σα νυφούλα λυγερή τη φόρτωσε στο σαμάρι

και καμαρωτά, καμαρωτά κρατώντας την

από ένα μικρό κλαδάκι της,

εξουθενωμένος  αλλά  γεμάτος χαρά

από το ολοήμερο «γλέντι»,

την απόθεσε, την άλλη μέρα, στην νέα

καλοφτιαγμένη κατοικία της, στο Καζη-Ρέμα.(1)

Τη φύτεψε, την πότισε και τη φούσκισε.

Η χειμωνιά τελείωσε, ήρθε με το καλό

η Άνοιξη, ήρθε το Καλοκαίρι.

Η αγριελίτσα ρίζωσε για τα καλά στο νέο

φιλόξενο τόπο. Την μπόλιασε με διαλεχτό

κεντράδι,   άνοιξαν τα  ματάκια του,

έβγαλε κλώνους και κλαδιά, μεγάλωσε

και είναι αυτή, που βλέπετε μπροστά σας,

γεμάτη ώριμες, γυαλιστερές και μαυροπράσινες ελιές,

η ήμερη, η αρχοντική και πανέμορφη λαδοελιά,

εκεί στη μέση στο λιοστάσι.

Με το λαδάκι της αυτό, σκουπίζοντας τα χείλη,

μας είπε,

τρώμε, παιδιά, το φαγητό και καίει το καντήλι.

Κάνοντας μάλιστα σταυρό με το γνωστό σημάδι,

μου βγήκε,

ακούστε το κι αυτό, και μένανε το λάδι.


(1) Τοποθεσία με λιοστάσια

 


ΧΑΪΚΟΥ


Φεγγαρόλουστο                                    Φάρος στον κάβο

κοχύλι στ’ ακρογιάλι                           σήματα ελπίδας στέλνει.

ρότα χαράζει.                                        Όρτσα τα πανιά.


Νοερά κρατώ                                        Χωρίς αγάπη,

δυο ροζιασμένα χέρια                          θα μάθεις, τι θα πάθεις,

και τ’ ασπάζομαι.                                 Ο παθός μαθός.


Νεογέννητο…                                       «Αλμυρό νερό» !

του κόσμου η ελπίδα,                           και πώς να το ξεχάσουν

Του ίδιου όμως ;                                   οι μετανάστες.

 

(Βάρκα «ΕΛΛΑΣ»)


Με χαμόγελο                                            Με μαϊστράλι

τον κόσμο ν’ αγκαλιάζεις,                       θα βρει τ’ αγκυροβόλι,

σπλάχνο του είσαι.                                   για νέα ρότα.


ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΣ