Η ΜΑΙΡΗ ΚΟΥΛΕΝΤΙΑΝΟΥ γεννήθηκε το 1946 στο Άργος όπου και διαμένει μόνιμα. Ασχολείται με τη ζωγραφική και την ποίηση. Είναι μέλος των Poetas del Mundo - «Ποιητές του Κόσμου».
Επί μία 20ετία συμμετείχε στο Λύκειο Ελληνίδων (Παράρτημα Άργους), ως Μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου και ως έφορος της πλούσιας ιματιοθήκης του.
Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και τοπικές εφημερίδες κι έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ της ΜΑΙΡΗΣ ΚΟΥΛΕΝΤΙΑΝΟΥ :
ΑΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ
Από τον ύπνο με ξυπνά ο ήχος της φωνής σου,
και στης νυχτιάς την σιγαλιά μιλώ με την μορφή σου.
Αν μ’ αγαπάς να μου το πεις, μ’ ένα γλυκό τραγούδι,
όπως τ’ αγέρι της βροχής, μέλισσα στο λουλούδι.
Αν θα γυρίσεις θα το δεις θα γράφει τ’ όνομά σου,
να μην πονέσεις , μη πνιγείς μέσα στα δάκρυά σου.
Αν μ’ αγαπάς να μου το λες μα πάντα να θυμάσαι,
μες στην καρδιά μου, θες δεν θες αφέντης πάντα θα’ σαι.
Αν αγαπάς να μου το πεις μ’ ένα γλυκό τραγούδι
όπως τ’ αγέρι της βροχής, μέλισσα στο λουλούδι…
Ο ΒΡΑΧΟΣ
Πέλαγο μου σ ‘ αγναντεύω
και το κύμα σου χαζεύω,
που στο βράχο πάνω σπάει,
μανιασμένα τον χτυπάει.
Δυνατά να τον συντρίψει
άμμο κάτω να τον ρίξει,
τότε μόνο ησυχάζει
και αφρούς, παύει να βγάζει.
Ο μισός στον όρμο στέκει,
βράχος είναι και αντέχει,
μια το κύμα του μιλάει,
μια γελά και τον φιλάει.
Σαν θα πέσει το σκοτάδι
αναστεναγμό θα βγάλει,
και το δάκρυ του θ’ αφήσει,
στο νερό θε να κυλήσει.
Σκύβω πάνω τον χαϊδεύω
και τον πόνο του γλυκαίνω
με λυγμό που απαντάει,
πως το κύμα τ’ αγαπάει.
ΘΑ ΗΘΕΛΑ
Θα ήθελα να φωτίσεις το σκοτεινό πηγάδι
που πλημμύρισε με θλίψη την καρδιά μου.
Ο ήλιος της αγάπης σου να ζεστάνει τον χειμώνα,
που η παγωνιά σφίγγει, όλο και πιο πολύ το κορμί μου.
Θα ήθελα με την δύναμη των λόγων σου να μπορέσεις
να φέρεις την άνοιξη μαζί με τις ανθισμένες κερασιές
και τις μυρωδάτες αμυγδαλιές.
Να με τυλίξεις στα ροδοπέταλά τους,
ώσπου να μεθύσω από το άρωμά τους.
Θα ήθελα να με κρατάς στην αγκαλιά σου,
μουρμουρίζοντας στο αυτί μου το τραγούδι των πουλιών,
και το μήνυμα που φέρνει τ’ αγέρι στο φύλλωμα των δέντρων.
Στο πέταγμα που κάνουν πολύχρωμες πεταλούδες,
το βουητό από χιλιάδες μελίσσια που πετούν
από λουλούδι σε λουλούδι δουλεύοντας ασταμάτητα.
Θα ήθελα να συνοδεύσεις τον τζίτζικα με το βιολί του,
στο μονότονο τραγούδι του.
Να διώξεις την θλίψη
και η ψυχή μου να γεμίσει με ζωή, χρώμα και αγάπη.
Αυτό θα ήθελα. Μπορείς;
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
Δίχτυ λησμονιάς θα υφάνω,
για να ξεχάσεις τον πόνο σου το κάνω,
τα χλωμά μαγουλά σου,
με κόκκινα ρόδα θα στα βάψω.
Φωτιά τα χείλη σου
που σβήνει η αλμύρα των ματιών σου,
και τρέχοντας πλημμυρίζει,
την καρδιά μου ο πόνος.
Πόσο μου λείπεις.
Την καλοκαιρινή αυτή νυχτιά ,
που το φεγγάρι πάγωσε και χάθηκε ο ήλιος,
για να ζεστάνει την καρδιά μου,
και την αγάπη μέσα της.
Ο φόβος με τρομάζει για σένα,
έναν αόρατο ιστό θα απλώσω πάνω σου,
πίσω ν’ αφήσει το παρελθόν ξεθωριασμένο,
να μην μπορεί να χαλάσει το σήμερα.
Γιατί οι καινούργιες αναμνήσεις δεν σβήνουν τις παλιές.
ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΚΕΡΑΣΙΑ
Φθινόπωρο ριγά η γη κι ο ουρανός δακρύζει,
πάνω της έστρωσε χαλί, τα σπλάχνα της γεμίζει.
Ήσουν ντυμένη στα χρυσά , σαν πέρασα και σ΄ειδα
Μα τ’ αεράκι που φυσά, σου έστησε παγίδα.
Μαζί κι οι στάλες της βροχής μούσκεψαν το κορμί σου,
μαζεύεσαι να μην βραχείς και τρέμεις μοναχή σου.
Έτσι μικρή μου κερασιά το σούρουπο σαν φτάσει,
τα φύλλα μείνανε μισά και κλαις που τα ‘χεις χάσει.
Γυμνά σαν μένουν τα κλαδιά σε λήθαργο θα πέσεις
και άνοιξης μια βραδιά πανέμορφη θα στέκεις.
Μες στην καινούργια σου στολή τον ήλιο θες να κλείσεις
και σαν θα ‘ρθει η ανατολή το άνθος θα καρπίσεις.