Η Χριστίνα Ιατρού – Σοϊταρίδη, γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1944, στη Νέα Φώκαια Κασσάνδρας νομού Χαλκιδικής. Γονείς της ο Κωνσταντίνος Ιατρού, καταγόμενος από την Φώκαια Μικράς –Ασίας. Μητέρα της, η Ζαχαρένια Μαθιουδάκη από το Ρέθυμνο Κρήτης. Αδέλφια της, η Παρασκευούλα και ο Ανδρέας. Μεγάλωσε μέσα σε χριστιανική οικογένεια και γαλουχήθηκε με νάματα ευσέβειας και βαθύτατης πίστης στον Άπειρο Δημιουργό, αγάπη και σεβασμό στον άνθρωπο. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενετηρά της. Το 1960 μαζί με τους γονείς της μετανάστευσε στην Αυστραλία. Έκτοτε ζει στην Μελβούρνη, έχει παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Σοϊταρίδη και απέκτησαν δύο παιδιά τον Λάζαρο και τη Ρένα.
Είναι μέλος των λογοτεχνικών Συνδέσμων της Μελβούρνης «ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ» και «Ο ΛΟΓΟΣ». Έργα της φιλοξενούνται σε εφημερίδες και Λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει διακριθεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Στην Αυστραλία και στην Ελλάδα. Γράφει επιστολές και άρθρα σε παροικιακές εφημερίδες, της Μελβούρνης. Είναι μέλος σε λογοτεχνικούς Συνδέσμους στην Ελλάδα στην «Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών» στην «Διεθνή Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών» στα Λογοτεχνικά περιοδικά «ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ο Θεσσαλός», «ΝΕΑ ΑΡΙΑΔΝΗ» και «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ» Τον Μάρτιο του 2016 έγινε μέλος των « ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» POETAS DU MONTE. Έργα της φιλοξενούνται στο ιστολόγιο της διακεκριμένης αξιόλογου Λογοτέχνιδας κ. Ζαχαρούλας Γαϊτανάκη στις ενότητες «φίλοι Λογοτέχνες.
Πόθος της και ιδανικά της η συναδέλφωση των λαών της γης, ο αλτρουϊσμός και το ζεστό ψωμί της ΕΙΡΗΝΗΣ στο τραπέζι του κόσμου. Λατρεύει το αρχαίο πνεύμα, σεμνύνεται για την Ελληνική καταγωγή της και σέβεται τη νέα δεύτερη πατρίδα της την Αυστραλία.
Ο ΛΥΤΡΩΤΗΣ
Μέσα στης λήθης τη σιωπή
Ο νόστος ταξιδεύει
Ταξίδι πάει αλλότριο
Τί ψάχνει τάχατε να βρεί;
Τί άραγε γυρεύει;
Ροβολώντας έφθασε
Στην κάθοδο του Νότου
Κει που μεγάλες θάλασσες
Ωκεανούς ενώνουν
Κεί που τα κήτη μάχονται
Το ένα να φάει τ’άλλο.
Εκεί που βαθυγάλανο
Απλώνεται το κύμα.
Και όταν συναπαντηθεί
Ω! Τότε ποίο κρίμα...
Νομίζεις ότι άνοιξαν
Οι πύλες της αβύσσου
Μάχονται και πασχίζουνε
Και κονταροχτυπιούνται
Να δούνε ποιά είναι
Η δυνατή; Η τολμηρή;
Στο σθένος!...
Σ’αυτό το συναπάντημα
Αλλάζουνε τη ρότα
Τα πλοία στους ωκεανούς
Και χάνουνε το δρόμο.
Αλλού πηγαίνουν
Κι έρχονται σε μέρη
Άλλα ξένα...
Και να γυρίσουν δε μπορούν
Έχασαν την πατρίδα...
Μακρίτερος έχει γενεί
Ο δρόμος της Ιθάκης.
Συννέφιασε ο ουρανός
Πυξίδα και πηδάλι
Χίλια κομμάτια έγιναν
Στο χέρι του λοστρόμου.
Ο καπετάνιος γύρισε
Του καραβιού την πλώρη
Κι αυτή...αγκυροβόλησε
Σ’ αλλότριο λιμάνι
Εκεί για πάντα έμεινε
Δεσμώτρια της μοίρας.
Και η Ιθάκη έσβυσε
Απ’των ματιών την κόχη...
Πάνω στη μάχη του αφρού
Του χιλιοαγριεμένου
Η δύναμη, η δυνατή
Πούχει το μέγα σθένος
Παλεύει την ασάφεια
Και την καταποντίζει
Στα γκριζογάλανα νερά
Στα τάρταρα του Άδη.
Και από πάνω κύλισε
Εφτασφράγιστο λιθάρι.
Να μείνει πάντοτε εκεί
Δεσμώτρια της μοίρας.
Μα...η μοίρα τη λυπήθηκε
Την πύλη της ανοίγει
Λευκή βγαίνει η δύναμη
Απ’τα δεσμά του Άδη
Η Ιθάκη ξαναπρόβαλλε
Το δρόμο της χαράζει
Για να το βρεί η δύναμη
Κοντά της για να πάει
Μεσ’ την ομίχλη του νερού
Κει μέσα στην αντάρα
Τη μάχη αρχίσανε ξανά
Και κονταροχτυπιούνται.
Να δούνε, ποιά είναι η δυνατή
Για να ορθοποδήσει...
Τη λυτρωσή της για να βρει
Ποτέ να μη λυγίσει...
Κει πάνω στο αντάριασμα
Τα ουράνια ανοίγουν...
Σαν τον Αρχάγγελο λαμπρό
Πρόβαλλε παλικάρι
Στο χέρι σπάθα δεν κρατά
Κρατεί ελιάς κλωνάρι!...
Ώ!...ποία από τ η δύναμη
Θα λάβει αυτή τη χάρη;
«Εγώ! Είμαι ο Λυτρωτής»
Είπε το παλικάρι....
Και το κλωνάρι της ελιάς
{ Στη Λύτρωση το δίνει }
ΚΑΡΔΙΕΣ ΚΑΘΑΡΕΣ
Ώ! οκνηρέ για κοίταξε
τον μέρμηγκα στο χώμα
πως τρέχει και εργάζεται
σαν σε ουράνιο δώμα.
Σκύψε και πάρε φώτιση
νοημοσύνη γνώση
ο Ουράνιος πατέρας μας
πλούσια έχει δώσει.
Γίνε θνητός της προσφοράς
και της αξιοσύνης
ευλογημένο κόσμημα
τικής δικαιοσύνης.
Σαν έχειςκαθαρή καρδιά
την πίστη στην ψυχή σου
η ευλογία, η προκοπή
σύντροφοι στη ζωή σου.
ΑΛΛΟΤΡΙΟ ΤΑΞΙΔΙ.
Στο αλλότριο ταξίδι του μισεμού
αχ! Ψυχή μου, τί ένιωσες τότε
το κύμα του σκληρού χωρισμού
το ρώτησες αν θα γυρίσεις και πότε;
Την ερώτηση αυτή, τη σκληρή
δεν έκανες ποτέ στην καρδιά σου
αν θα αντέξει ποτέ η φτωχή
στη βαριά, μακρινή, ξενιτιά σου;
Και όμως, άντεξε η γενναία ψυχή
σθεναρά στην ανδρεία αντοχή σου
δεν ελύγισε, ούτε μία στιγμή ελπίδα, πίστη, η προσευχή σου.
Στα μαύρα εκείνα μαλλιά
Θεέ μου! Πώς έπεσε τώρα το χιόνι
μα, η ελπίδα βαθιά στην καρδιά
το μισεμό νοερά ξεπαγώνει.
Στ’ αλλότριο ταξίδι του μισεμού
καρδιά μου, δεν έμεινες μόνη
το στερνό αντίο τού χωρισμού
της πατρίδος τη θύμηση δυναμώνει.