Μετά από πολλές μέρες που μελετάω αυτήν την ποιητική συλλογή, διαπίστωσα για μια ακόμα φορά πως τελικά όλους μας πονάνε τα ίδια ακριβώς πράγματα. Ένας πληγωμένος έρωτας, μια χαμένη πατρίδα, μια παράλογη κοινωνία.

Ο Αθανάσιος Γανίδης διαίρεσε τη συλλογή του σε τρία μέρη, ενώ το πρώτο περιέχει ποιήματα ποικίλης θεματολογίας. Τώρα θα μου πείτε γιατί ένας νέος άνθρωπος γράφει για το έπος του 1940 ή για την εισβολή στην Κύπρο, τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία, των δικών μας παιδικών χρόνων, κάθε άλλο παρά προπαγανδιστικά λειτουργούσε για τα εθνικά μας θέματα. Αντιθέτως θα έλεγα πως ένας υπέρμετρος φιλελευθερισμός επικρατούσε συνήθως και μας ωθούσε στη λήθη. Τι συμβαίνει λοιπόν; Δεν υπάρχει σαφής εξήγηση. Μάλλον κάποιοι μεταφέρουν στο DNA τους τον πόνο, ίσως κληρονομημένο από παλιότερες γενιές…. Κάποτε η επιστήμη θα μας πει….

Το ποίημα «κείμενα κι αισθήματα» είναι ένα καθαρά αυτοαναφορικό ποίημα, εφόσον προσπαθεί μέσω του ίδιου του ποιήματος να μας εξηγήσει ο ποιητής γιατί το έχει γράψει. Μιλάει για τη μάχη που δίνουμε με τον εαυτό μας κατά τη διαδικασία έμπνευσης και γραφής. Σε άλλα ποιήματα δηλώνει προβληματισμένος για το χρόνο που γρήγορα περνά, επικρίνει την κοινωνική αποξένωση και απομόνωση, ενώ ευαισθητοποιείται πολύ με τα δυστυχισμένα παιδιά του κόσμου. Γράφει ενδεικτικά:


….κόσμος ψεύτικος, είδωλα ξεπεσμένα

πρόσωπα χαρούμενα, πρόσωπα θλιμμένα

άνθρωποι μέσα στο πλήθος

ανώνυμοι, άγνωστοι, υπαρκτοί

κι όμως τόσο ανύπαρκτοι…..


Το δεύτερο μέρος περιέχει μια σειρά ερωτικών ποιημάτων με όλες τις οξύνσεις ή τρυφερές στιγμές που χαρακτηρίζουν έναν έρωτα. Χωρισμός, νοσταλγία, μεταμέλεια, πόθος, ελπίδα, απογοήτευση…. Από το πολύ δυνατό «Αλίμονο» διαβάζουμε


….Αλίμονο σ’ όσους, στη λάγνα αυτή ματιά

της καρδιάς τους τις πόρτες

αφύλαχτες αφήσαν.

Αλίμονο σ’ εμένα

που τα χείλη μου δεν δρόσισα

στης λήθης το γλυκό ποτήρι.


Φθάνοντας στο τρίτο και τελευταίο μέρος διερωτάσαι ξανά. Γιατί κάποιος ν’ ανοίξει μια ποιητική ενότητα που ν’ αναφέρεται στο θάνατο; Διαβάζοντας όμως τα ποιήματα Χιροσίμα και Ναγκασάκι ευθύς καταλαβαίνεις. Με πρωταγωνιστή τον ήλιο και στα δύο, προσπαθεί να «ελαφρύνει» την ανθρώπινη τραγωδία, μετατοπίζοντας εύστοχα το κέντρο βάρους. Ίσως η ευγενική του ψυχή να μην θέλει απλά με δύο ποιήματα να τρίψει στα μούτρα της ανθρωπότητας τον αυτοκαταστροφικό της χαρακτήρα…. Κατά την άποψή μας το πιο συγκλονιστικό αλλά και πολύ πρωτότυπο ποίημα της συλλογής είναι το «Ημερολόγιο ενός μελλοθάνατου». Οι τελευταίες στιγμές ενός θανατοποινίτη, ο οποίος αναπολεί τα αγνά παιδικά του χρόνια, τη ζωή που πέταξε με τα λάθη του, την πίκρα που έδωσε στους γονείς του…. Η αγωνία για την εκτέλεση εναλλάσσεται με την αποδοχή του θανάτου, αλλά εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως δεν δείχνει ούτε ίχνος μεταμέλειας! Το μόνο που τον απασχολεί είναι το ποιος τον πρόδωσε! Μ’ αυτό το υπέροχο ποίημα θα κλείσουμε το ταξίδι μας στα «κείμενα και εικόνες» του Αθανάσιου Γανίδη και θα περιμένουμε με ενδιαφέρον την επόμενη συγγραφική του δουλειά.


Ημερολόγιο ενός μελλοθάνατου

 


Κάποιος με πρόδωσε ...

Άραγε ποιος ;

Ποτέ δε θα μάθω .

Μέσα στο πηχτό σκοτάδι της φυλακής σκέφτομαι το σπίτι μου ,

τους πονεμένους γονείς ,

που έσβησαν σαν το ρυάκι καλοκαιρινής μπόρας .

Ο νους σταματά στην κούνια μου .

Εκεί έβρισκα καταφύγιο όταν ήμουν μωρό .

Μια σταγόνα πέφτει στο μέτωπο μου .

Ύστερα κι άλλη .

Ξυπνώ από τον λήθαργο .

Προσπαθώ μάταια να ξεφύγω από τα μαύρα πλοκάμια

του χάρου που με πνίγουν .

Ξημερώνει...

Πάνε μέρες τώρα που σκέφτομαι

( άλλωστε δεν ωφελεί να κάνω και τίποτε άλλο )

το θλιβερό τέλος.

Μετρώ με αγωνία τις ώρες , τα λεπτά .

Ακούγεται ένα τρίξιμο στην πόρτα ...

Ανοίγει...

Έξω θα έχει ξημερώσει για καλά .

Μου σφίγγουν γερά τα χέρια μα δε με νοιάζει.

Περνώ απανωτά τους σκοτεινούς διαδρόμους

και νοιώθω ένα ρίγος να με διαπερνά .

Τέλειωσε ο διάδρομος ...

Τώρα μπροστά μου απλώνεται ο παγερός τοίχος ,

κρυώνω .

Μου δένουν τα μάτια ...