Εκτύπωση
Κατηγορία: Απόσταγμα πεζού λόγου...
Εμφανίσεις: 1936

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ


Ο κυρ Μήτσος ακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι κι αναστέναξε κουρασμένα.

Δεν είναι κι εύκολο πράγμα, να σπας πέτρες όλη μέρα, στα λατομεία.

Από μικρός στη δουλειά αυτή, κι ακόμα να συνηθίσει. Χαράματα έφευγε, μαύρα μεσάνυχτα γύρναγε. Υποχρεώσεις, βλέπεις… γυναίκα, παιδί.

Πώς να τα φέρει βόλτα;

Μα το βράδυ, σαν ακουμπούσε το κεφάλι του στο μαξιλάρι, ήταν η δικιά του ώρα. Όταν το γλυκό μούδιασμα του ύπνου απλωνότανε στο κορμί του, έκλεινε τα βλέφαρα και δραπέτευε.

Ανέβαινε σ’ ένα από ’κείνα τα όνειρα, που πέρναγαν κάθε βράδυ, από μπροστά του σαν τρένα, και δραπέτευε. Έφευγε σ' άλλα μέρη. Ήθελε να γνωρίσει άλλους τόπους, κι άλλα βουνά, πέρα απ’ αυτά, που πάλευε όλη μέρα.

Και να τώρα, καβάλα στο παλιό του ποδήλατο, ανηφορίζει μια γέφυρα, σιγά σιγά. Μπροστά του, κόσμος πολύς, πλήθος μεγάλο… πανό, φασαρία. Παντού φωνές αγανάκτησης, που τις σκέπαζαν τραγούδια από ’να μεγάφωνο.

«Μα πού βρίσκομαι;», αναρωτήθηκε.

Στο βάθος της πλατείας, ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο έστεκε λυπημένο, ντυμένο με τα λιγοστά ξεφτισμένα στολίδια του, σαν κι αυτά τα παλιά ρούχα που είχε στην ντουλάπα του.

Η αλήθεια είναι, πως σ’ όλη του τη ζωή, δεν είχε ματαδεί κάτι τέτοιο. Το άκουγε από άλλους, που τον παρότρυναν συχνά, να κατέβει στις απεργίες.

«Όσο πιο πολλοί, τόσο πιο μεγάλη η φωνή μας. Εκεί είναι το καλό μας», του έλεγαν.

Αλλά το δικό του καλό, ήταν να δουλεύει μέρα νύχτα.

Αυτό του ’λεγε κι ο επιστάτης στη δουλειά.

«Αν δε δουλέψεις, φαΐ, δεν έχει. Σκέψου και το μικρό. Τι σου φταίει;»

Ένα μεγάφωνο φώναζε:

«ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ – ΑΔΕΛΦΙΑ, ΜΑΣ ΚΛΕΒΟΥΝ ΤΟΝ ΙΔΡΩΤΑ».

Μετά τραγούδια και πάλι συνθήματα.

«ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ, ΝΑ ΣΟΥ ΧΑΡΙΣΟΥΝ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΣΟΥ ΑΝΗΚΕΙ».

Αυτή τη φορά, το όνειρο τον είχε φέρει μάλλον, στην πραγματικότητα.

«Τι περίεργα παιχνίδια, που παίζουν τα όνειρα, καμιά φορά!» συλλογίστηκε.

Άφησε το ποδήλατο στην άκρη και προχώρησε προς το πλήθος.

Άρχισε να νιώθει μέσα του μια αντάρα και το αίμα του να τρέχει γρήγορα.

Άνοιξε το βήμα του. Μέχρι να φτάσει το πλήθος, ένα σωρό εικόνες πέρασαν άθελα, από μπροστά του.

Το σπίτι του, ναι το σπίτι του, ένα μικρό δωμάτιο τέσσερα επί τέσσερα, ριγμένο δίπλα στο ρέμα, ίσα – ίσα, που χώραγε αυτόν και τη γυναίκα του με το μικρό.

Ο μικρός…  ναι, που έρχονται Χριστούγεννα, και τα λεφτά δε φτάνουν, ούτε για κρέας, πόσο μάλλον, για παιχνίδια.

«Εδώ, δεν έχουμε λεφτά για πετρέλαιο στην γκαζιέρα, πολυτέλειες θέλουμε;», σκέφτηκε, κοιτάζοντας το χριστουγεννιάτικο δένδρο στο βάθος της πλατείας.

Σπρώχνοντας, μπήκε μέσα στο πλήθος. Τώρα η έξαψη, τον είχε κυριεύσει για τα καλά. Παντού ενθουσιασμός, δύναμη, παλμός.

Ενώθηκε μαζί τους. Ένιωσε δυνατός… ένιωσε, ότι δεν ήταν μέσα στο σώμα του, αλλά ένα, με το πλήθος. Δεν είχε τη φωνή του πια, αλλά τη φωνή του πλήθους, κι ήταν μεγάλη, τόσο δυνατή, που σε ξεκούφαινε.

Δεν περπάταγε πια, πέταγε πάνω σ’ ένα σύννεφο από συνθήματα και μουσικές.

«Αλήθεια, πού ήμουνα τόσο καιρό;», αναρωτήθηκε.

«Ας πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Δεν πάει στο διάολο! Τι έχω να χάσω;», σκέφτηκε.

Άρπαξε ένα πανό, μαζί με κάποιον άλλον.

Το βουνό, που μέχρι σήμερα σήκωνε στους ώμους, ήρθε η ώρα, να το αποτινάξει.

Προχώρησε μπροστά, λες κι άνοιγε δρόμο.

Απέναντί του, στεκόταν η αδικία… απέναντί του, έστεκε το σκοτάδι, κι έπρεπε να το νικήσει.

Σήκωσε μια πέτρα και την πέταξε με δύναμη...

Στο βάθος της πλατείας, ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο έστεκε τώρα, ολοφώτεινο, μ' ένα άστρο στην κορυφή του, να σκορπίζει φως.


Βαγγέλης Κιούσης, Απόστρατος ΠΑ