Δευτέρα, 21 Σεπτεμβρίου 2020 10:07

"Ορμάτε σαν τα λιοντάρια." Το ημερολόγιο ενός αντάρτη του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ

Written by
375
"Ορμάτε σαν τα λιοντάρια." Το ημερολόγιο ενός αντάρτη του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ

 

 

"Ορμάτε σαν τα λιοντάρια." Το ημερολόγιο ενός αντάρτη του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ

Το βιβλίο "Ορμάτε σαν τα λιοντάρια" είναι οι ημερολογιακές σημειώσεις του αντάρτη του ΕΛΑΣ Γιώργου Γούναρη από το χωριό Πάλιουρας της κεντρικής Εύβοιας. Σε αυτές καταγράφει την εμπειρία των 13 μηνών από την ημέρα που κατατάχθηκε στο Αντάρτικο τον Σεπτέμβριο του 1943 μέχρι τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1944 στην ελεύθερη πια Αθήνα, στον οποίο συμμετείχε ως μέλος μιας τιμητικής διμοιρίας του ΕΛΑΣ. Γεωγραφικό επίκεντρο της δράσης και της αφήγησης είναι η Εύβοια και κυρίως η ορεινή Παρνασσίδα και Δωρίδα. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα πυκνό χρονικό, καθώς ο συντάκτης του δίνει σκόπιμα αρκετό χώρο σε περιγραφές, κρίσεις, σκέψεις και συναισθήματα. 

Ωστόσο, η σημασία του τεκμηρίου δεν περιορίζεται στο πραγματολογικό επίπεδο. Αυτό που του προσδίδει αξία είναι ότι πρόκειται για τη γραφή ενός απλού μαχητή της Αντίστασης. Ζούμε την καθημερινότητα μιας αντάρτικης μονάδας: πορείες, παραμονή σε χωριά, συντήρηση οπλισμού, αποφθειρίωση, εφοδιασμός, συσσίτιο και μάχες. Γραμμένο από έναν "πεζικάριο", το ημερολόγιο μας εισάγει στον ανορθόδοξο πόλεμο όχι μέσα από αναφορές, διαταγές ή σχέδια επί χάρτου αλλά μέσα από εξοντωτικές πορείες, αρβύλες που διαλύονται και πυρομαχικά που εξαντλούνται. Τα ημερολόγια που διαθέτουμε από την Αντίσταση προέρχονται από πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη ή αξιωματικούς, ανθρώπους μορφωμένους. Η διαφορά στην περίπτωση του "Αρτέμη" είναι ότι αποτελεί γέννημα-θρέμμα του κόσμου της υπαίθρου που στήριξε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. 

Ο άνθρωπος του ημερολογίου είναι ένα νεαρό αγροτόπαιδο που στο σάλπισμα του αντάρτικου κινήματος άκουσε τη βαθύτερη φωνή της συνείδησής του, όπως χιλιάδες και χιλιάδες στα χρόνια της Κατοχής, και προσπάθησε, υπό την επίδραση της αιώνιας θουκυδίδειας παρόρμησης του κτήματος ες αεί, να την καταγράψει με όση μεγαλύτερη ζωντάνια μπορούσε. Το καθήκον αυτό τον κινητοποιεί σε μια συνεχή μετατόπιση των ορίων του εαυτού του και του κόσμου του, με παρονομαστή τη σταθερή πεποίθηση πως η καταγραφή του βιώματος σε πραγματικό χρόνο είναι καθήκον εξίσου, ενδεχομένως και περισσότερο, σημαντικό από την ίδια τη συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα. Είναι χαρακτηριστική η φροντίδα με την οποία καταγράφει ονομαστικά και με όσα περισσότερα στοιχεία μπορεί για τον καθένα τους Ευβοιώτες που συνάντησε στο βουνό -σοβαρή συμβολή στην τοπική ιστορία-, προσπάθεια που συνεχίζεται στις πολλές "δεύτερες ζωές" που αποφάσισε να δώσει ο ίδιος στο γραπτό του. Το "Ορμάτε σαν τα λιοντάρια" είναι ακόμα μία μαρτυρία μιας εποχής και ταυτόχρονα ένα ντοκουμέντο για τη διαχρονική σημασία της στράτευσης. 

Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου 

Η πλατεία είναι ασφυκτικώς γεμάτη, τα αντάρτικα τραγούδια έχουν ανάψει. Σε μια στιγμή βγήκε ο συναγωνιστής Σαράφης, ο Ποπώφ και 5-6 άλλοι στο μπαλκόνι, μας κοίταξαν χαμογελώντας και μπήκαν μέσα. Επίκαιρο τραγούδι του Αγώνα λέγαμε: «Απόψε θα πλαγιάσουμε σε δροσερά χορτάρια» καθώς και: «Το λέν' οι κούκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια». Επίσης: «Εσείς παιδιά ανταρτόπαιδα, παιδιά της Σαμαρίνας». Τέλος, αφού πέρασε καμιά ώρα με χορούς και τραγούδια, τους αποχαιρετήσαμε όλους [και] ανεβήκαμε στο αμάξι για την επιστροφή. Το αμάξι το ακολουθούν νέοι και νέες. Από διάφορους δρόμους έρχονται μάζες πολλές συναγωνιστών με στεφάνια-λουλούδια. Πηδάν οι νέες πάνω στην καρότσα και μας κρεμούν στεφάνια στους λαιμούς. Με πρόκες τα κρεμούν στην καρότσα. Στα Καλύβια που φτάσαμε, μέτρησαν οι συναγωνιστές 210 στεφάνια. Ένας τεράστιος σωρός έγινε εκεί στην άκρη της πλατείας. Το αυτοκίνητο έχει ασπρίσει από τα σιγάρα... Το αμάξι κινείται σημειωτόν από τον κόσμο. Μας δίνουν τα χέρια, το ίδιο και 'μεις. Μερικοί τα φιλούν, άλλοι μας αρπάζουν, μας ξαπλώνουν στην καρότσα να μας φιλήσουν. Σε ένα σημείο μας περιμένει πολύς κόσμος. Μας κάνουν νόημα να σταματήσουμε. Το αμάξι κυλά σιγά-σιγά. Μια συναγωνίστρια ως 20 χρονών με γυαλιά, με μια φούχτα τριαντάφυλλα κόκκινα, πηδά πάνω στο καπό και μιλά στο συγκεντρωμένο πλήθος. Εμείς δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Είμαστε σαν υπνωτισμένοι... Όλοι ζητωκραυγάζουν. Επειδή προσέχω τους λόγους πάντοτε, εδώ δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα εκτός από την αρχή της ομιλίας: «Συναγωνιστές. Μπροστά μας βρίσκονται οι ιστορίες των γιαγιάδων και οι θρύλοι των δοξασμένων βουνών. Ο δοξασμένος ΕΛΑΣ! Οι φρουροί της τιμής των Ελλήνων... Αντάξιοι του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, του Μακρυγιάννη... Τρόμος των μαυραγοριτών και των φασιστών... Ο τιμωρός των δοσιλόγων και των ταγματαλητών...» Από τις φωνές δεν ξεχωρίζαμε παρά τα ρυθμικά συνθήματα «Λαοκρατία - Θάνατος στους φασίστες». Το αμάξι έχει σταματήσει. Πάνω στην καρότσα δεκάδες κοπέλες μάς προσφέρουν διάφορα αναμνηστικά. Μια κοπέλα μου κρεμά με μια καρφίτσα με κόκκινη κεφαλή ένα κόκκινο γαρύφαλλο. 

Ο Γεώργιος Ε. Γούναρης (Αρτέμης) γεννήθηκε το 1919 στο χωριό Πάλιουρας της Εύβοιας, στον σημερινό Δήμο Μεσσαπίων - Δίρφυος. Ήταν ο δεύτερος γιος του Ευάγγελου και της Αικατερίνης Γούναρη. Τελείωσε το δημοτικό στο χωριό και εργάστηκε ως εργάτης γης, ρητινοσυλλέκτης και ανθρακωρύχος. Το 1942 εντάχθηκε στο ΕΑΜ και τον Σεπτέμβριο του 1943 κατατάχθηκε στο Αρχηγείο Εύβοιας του ΕΛΑΣ, με το ψευδώνυμο «Αρτέμης». Τον Δεκέμβριο δήλωσε εθελοντής και πέρασε στη Στερεά Ελλάδα, μαζί με έναν λόχο ανταρτών από την Εύβοια ο οποίος θα εντασσόταν στο ΙΙ Τάγμα του 34ου Συντάγματος της V Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, στην περιοχή της Φωκίδας. Έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες του Τάγματος εναντίον των Γερμανών μέχρι την Απελευθέρωση, στις συγκρούσεις εναντίον της αντίπαλης οργάνωσης του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων και στα Δεκεμβριανά, όπου τραυματίστηκε για δεύτερη φορά. Μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας θα επιστρέψει στο χωριό του. Τον Μάιο του 1946 συνελήφθη με την κατηγορία ότι συνέδραμε έναν καταδιωκόμενο ΕΛΑΣίτη και φυλακίστηκε. Το 1947 εκτοπίστηκε στην Ικαρία όπου παρέμεινε σχεδόν χωρίς διακοπή μέχρι τον Μάιο του 1950, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Από το κέντρο εκπαίδευσης στάλθηκε αμέσως στο Α' ΕΤΟ στη Μακρόνησο, όπου υπέστη βασανιστήρια. Το 1953, έπειτα από επτά σχεδόν χρόνια διαδοχικών διώξεων, θα επιστρέψει στον Πάλιουρα και θα επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλειές και τελικά ως εργάτης στη Σωληνουργία Τσαούσογλου. Διετέλεσε πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων. Υπήρξε μέλος του ΚΚΕ. Παντρεύτηκε την συγχωριανή του Γεωργία Βούζη (1924-2012).
Έφυγε από τη ζωή το 2008.

 

Read 375 times

Latest from apostaktirio team