Σάββατο, 21 Μαρτίου 2020 10:14

'Μακρινή Παρουσία', η πρώτη ποιητική συλλογή του Αλέκου Χατζηκώστα / Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

Written by
934
'Μακρινή Παρουσία', η πρώτη ποιητική συλλογή του Αλέκου Χατζηκώστα / Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

Αλέκος Χατζηκώστας: ‘Μακρινή Παρουσία’

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Βεροιώτη δημοσιογράφου Αλέκου Χατζηκώστα φέρει τον τίτλο ‘Μακρινή Παρουσία.’ Έχει προηγηθεί η έκδοση διηγημάτων καθώς και βιβλίων ιστορικού περιεχομένου, με τον συγγραφέα να ασκείται στον γραπτό λόγο, ή στην «τέχνη του λόγου», όπως προσδιορίζει τον λόγο ο Γιώργος Βέλτσος, και στις εκφάνσεις που αυτός προσλαμβάνει.

Ο τίτλος αυτής της πρώτης ποιητικής συλλογής, εγγράφει εντός τους όρους συγκρότησης ενός ιδιαίτερου ποιητικού ‘αρχείου’ που, εν προκειμένω, αναγνωρίζει την παρουσία ως μακρινή, σχηματοποιώντας την και αποκαλύπτοντας την σταδιακά, ενώπιον του αναγνώστη. Τι δύναται να σημάνει η έκφραση ‘Μακρινή Παρουσία’ και ποιον ή ποιους αφορά;  

Δύναται να προσθέσουμε ό,τι χαρακτηριστικά αυτής της ‘Μακρινής Παρουσίας’ αναδεικνύει ο ποιητής στο ποίημα του που φέρει τον τίτλο ‘Όταν,’ εκεί όπου αναφέρεται  η διάσταση μίας αλλαγής που δεν δύναται να είναι παρά ‘βαθιά’ και εντατική, ιδιαιτέρως εκφραστική και για αυτόν τον λόγο χρονική και υπαρξιακή, στο βαθμό που τονίζεται μέσω της χρήσης του χρονικού συνδέσμου ‘Όταν’ που εδώ συνενώνει διάφορες και διάστικτες στιγμές, (το ‘συμβάν’ του Alain Badiou) που φέρουν, σπερματικά και μη, τα νοηματικά πλαίσια της ποιητικής συλλογής. « Όταν Τα χιλιόμετρα των αναμνήσεων άρχισαν πια να μετριούνται Όταν Τα όνειρα τις νύχτες απέκτησαν οσμή και γεύση Όταν  Οι εποχές του χρόνου βρήκαν πάλι τον δρόμο τους Όταν Το δάκρυ του αποχαιρετισμού έγινε απόφαση Όταν Η πολύμηνη απουσία έγινε μακρινή παρουσία Όταν Οι μαύρες σκέψεις απέκτησαν χρώμα Τότε Ήρθε ξανά το χαμόγελο στα χείλη του».[1]

Ο Αλέκος Χατζηκώστας διαμορφώνει μία ιδιαίτερη ‘αρχιτεκτονική,’ ή, διαφορετικά ειπωμένο, έναν αφηγηματικό ‘ιστό’ πάνω στον οποίο και επεξεργάζεται το υλικό του, αφού πρώτα το έχει κατηγοριοποιήσει. Η συλλογή διαρθρώνεται σε έξι επιμέρους ενότητες που έχουν συγκεκριμένα τις εξής ονομασίες: ‘Του Χρόνου, του Τόπου, της Κοινωνίας, του Καιρού, του Νερού, της Προσμονής,’ αναδεικνύοντας συνθήκες που άπτονται των προσλαμβανουσών του ποιητή, μνημονικών, ερωτικών και πολιτικών που συνυφαίνονται διαλεκτικά.

Σε κάθε μία από τις παραπάνω ενότητες εκδηλώνονται εμπρόθετα διαστάσεις χρόνου (η πρώτη ενότητα) και δη καθημερινού χρόνου  που κατανέμεται με βάση και τις ημέρες της εβδομάδας, προσιδιάζοντας σε μία αίσθηση ‘ευταξίας’ εντός της οποίας όμως εμφιλοχωρεί το ‘απρόβλεπτο,’ το πρόσημο μίας εν γένει προσωπικής και εξομολογητικής διάθεσης, που εναλλάσσει τον έρωτα (ας θυμηθούμε την ‘σωματικότητα’ που προσδίδει στον έρωτα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ), ως δυνατότητα πραγμάτωσης με την ανοιχτή πρόσληψη του, που αποτελεί και έναυσμα συναισθηματικών διεργασιών με σημείο αναφοράς τον χρόνο.

Διαπερνά τον έρωτα ο χρόνος; Επι-τελείται στο ‘τώρα’ (‘ο χρόνος του τώρα’ του Walter Benjamin) ή στο παρελθόν, συνδεόμενος με μία νεανική ορμή;

Ακόμη και ο διαψευσμένος έρωτας καταγράφεται, με το λάθος ή με το τραύμα, να μην απωθούνται σε ένα ‘άχρονο εκτός,’ αλλά να υπενθυμίζουν το ό,τι συνέβαλλαν στη διαμόρφωση αυτού που αποκαλείται ευρύτερα στάση ενώπιον των άλλων και της ζωής. Πρωταρχικά, η ‘Μακρινή Παρουσία’ συντίθεται από την έννοια του χρόνου που δεν εκμαιεύει καταστάσεις και αφηγηματικά άλματα, όσο αξιώνει να ‘ακουσθεί΄ ενώπιον του αναγνώστη που προβάλλει τον δικό του ‘ρυθμό’ επί της λέξη και επί του κειμενικού ‘σώματος.’

Και εφόσον η ανάγνωση προχωρά τόσο και ο αναγνώστης ‘δοκιμάζεται,’ καλούμενος, λαμβάνοντας το ερέθισμα, να ανταποδώσει μορφοποιώντας. Και το ερεθίσματα της ‘Μακρινής Παρουσίας’ είναι ο χρόνος και η εποχή, η επιθυμία και η απώλεια, ο χώρος και η πολιτική, ο υπολογισμός και το ανείπωτο. Άλλωστε, όπως τονίζει ο Maurice Blanchot: «Η ανάγνωση δίνει στο βιβλίο την άξεστη ύπαρξη την οποία φαίνεται ό,τι το άγαλμα κερδίζει μόνο με τη σμίλη».

Προχωρώντας παραπέρα, και με βάση την κατηγοριοποίηση στην οποία προβαίνει ο ποιητής, που και ως περιεχομενικότητα, αντιστοιχεί σε σειρά προσδοκιών και διαψεύσεων, απολογισμών και κοινωνικών-πολιτικών στάσεων, δεικνύοντας προς τον μη-ιδεατό άξονα, όχι της διαβάθμισης, αλλά, αντιθέτως, μίας δραστικής ωρίμανσης σε πολλά επίπεδα, διακρίνεται η όψη της ‘εντοπιότητας’ που ακόμη και αν δεν κατονομάζεται ανοιχτά, ξεχωρίζει την γενέθλια πόλη,   την Βέροια, μέσω της αναφοράς στην ‘Ελιά.’

Σε αυτό το  σημείο,  η έννοια του δημόσιου χώρου μετεξελίσσεται προς την κατεύθυνση της εστίασης στη ‘μονάδα,’ δηλαδή στο σπίτι (στο ερειπωμένο σπίτι) που δια-κρατεί ή και προσδιορίζει την παρουσία της πόλης στον ιστορικό χρόνο. Είναι ενδεικτικό ως προς αυτό, το ποίημα ‘Ερειπωμένα Σπίτια’: «Του άρεσε να κοιτά ερειπωμένα σπίτια που δεν έχουν ντροπή άλλα πείσμα για τη γύμνια τους. Του άρεσε να ψάχνει στους σοβάδες τους χαμένες από ελπίδες ζωές τριζάτους πόθους στα πατώματα. Να ζωγραφίζει τις μοναξιές αμέριμνων περαστικών αδιάφορων, βουβών για τους παλιούς ενοίκους τους Και οι αναμνήσεις κρυμμένες ευαισθησίες με τα κλειδιά τους να μη βρίσκονται σε αρμαθιές».

Από τα «ερειπωμένα σπίτια» της γενέθλιας γης και της περιπλάνησης σε οδούς του πραγματικού, από τα ‘ίχνη’ της κίνησης που λειτουργεί ως έναυσμα εκδίπλωσης των ονείρων,   λαμβάνει χώρα η μετατόπιση προς το έδαφος της κοινωνικής αλλά και πολιτικής ποίησης, με τον ποιητικό λόγο, παράλληλα με την διεύρυνση του ‘χώρου’ ώστε να εκφρασθεί το όραμα και η οραματική διάσταση, με όρους κοινωνικής-πολιτικής ‘χειραφέτησης,’ να συγκροτεί εκ νέου την πόλη της Θεσσαλονίκης ως τόπο πολιτικών δολοφονιών αλλά και κοινωνικών-εργατικών αγώνων, φθάνοντας στη Μόρια, στον τόπο «των ζωντανών νεκρών»,[2] όπως τον αποκαλεί.

Η λεγόμενη κοινωνική-πολιτική ποίηση  καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της ποιητικής συλλογής δίχως όμως να λειτουργεί εις βάρος των υπολοίπων. Έτσι, ισομερώς κατατιθέμενες οι ενότητες ‘ανα-κατασκευάζουν’ την πραγματικότητα, πλαισιώνουν εκ νέου στιγμές ενός βίου που διαλέγεται με τους μείζονες όρους της ύπαρξης, δίδοντας χώρο στο ‘ανεπαίσθητο,’ στην προσμονή και ακόμη, στο ‘έλεος’ της λέξης που τοποθετείται εντός ποιήματος, στη μνήμη που συνιστά ‘μέτρο των πραγμάτων’  μετονομάζοντας την ‘κατάσταση εκτάκτου ανάγκης’ σε δυνατότητα μέλλοντος.

Με εξομολογητική διάθεση και δίχως μελοδροματικές εξάρσεις, με δεσπόζουσα την ποίηση που ‘επικοινωνεί’ με την φαντασμαγορία του παροντικού χρόνου,  ο Βεροιώτης δημοσιογράφος, προσεγγίζει το ποιητικό πρόσημο του Γερμανού ποιητή Friedrich Holderlin: «Διότι κανείς δεν μπορεί να επωμιστεί το ζην μόνος» (Den Keiner tragt das Leben allein).[3]   

Άλλωστε, όπως γράφει και ο ίδιος: 

Γαλάζια μάτια
κομμάτια ουρανού και θάλασσας
μπουκάλια μνήμης
ιδανικές φυλακές ελπίδας
Αποσκευές για μακρινά ταξίδια
σταγόνες βροχής στην έρημο
τυχεροί εξόριστοι 
όσοι τα έχουν συναντήσει».[4] 


[1] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Όταν,’ Ποιητική Συλλογή ‘Μακρινή Παρουσία,’ Εκδόσεις Άλφα, Χίος, 2019, σελ. 15. Το πρόθημα ‘Τότε’ ‘ενσαρκώνει’ και παράλληλα συμπυκνώνει την δυνατότητα μίας αλλαγής-μεταβολής που δεικνύεται σωματικά, ωσάν ‘απλή χειρονομία.’ «Τότε Ήρθε ξανά το χαμόγελο στα χείλη του».
[2] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Στη Μόρια λοιπόν…ό.π., σελ. 33. Όσον αφορά το ποιητικό περιεχόμενο που προσιδιάζει στην ανα-πλαισίωση της προσφυγικής παρουσίας, στους όρους άσκησης μίας ιδιαίτερου τύπου, ‘θανατο-πολιτικής,’ έτσι όπως αρθρώνεται και εκφράζεται στο Αιγαίο Πέλαγος και στη Μεσόγειο Θάλασσα η ποίηση του Αλέκου Χατζηκώστα συγκλίνει προς το ποιητικό υπόδειγμα που καταθέτει ο ποιητής Ε. Μύρων, ο οποίος εστιάζει στην στηλίτευση και στην εννοιολογική αποδόμηση του όρου ‘λαθραίος’ τμηματικά και έμπρακτα, αφήνοντας να διαρρεύσει η αγωνιώδης απορία, προς την ‘Μητέρα’ και η αίσθηση μίας ανθρωπινότητας που επιμένει. Στο ποιητικό ‘πράττειν’ του Αλέκου Χατζηκώστα, ο θεωρούμενος ως ‘ένοχος,’ ονομάζεται πολιτικά και ιδεολογικά. Για την ποίηση του Μύρωνα,  Βλέπε σχετικά, Ιωαννίδου Άννα, ‘Αφιέρωμα στην νέα ποιητική συλλογή ‘Γράμμα στη Μητέρα,’ Λογοτεχνική Ιστοσελίδα ‘Αποτυπώματα,’ 14/11/2019, https://www.apotipomataκ.com/afieroma-gramma-sti-mitera-emiron/.
[3] Αναφέρεται στο: Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα,’ Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι, 2008.
[4] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Γαλάζια μάτια…ό.π., σελ. 68.Η προβληματική του θανάτου εκλείπει από την ποιητική συλλογή, που, κομίζει την αίσθηση και την ηθική της δράσης, όντας κοινωνιο-οντολογική.


Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Τα  ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους,  κοινωνικά κινήματα κριτική λογοτεχνίας. Είναι  μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου.   Email: gregandro@hotmail.gr 

Read 934 times

Latest from Super User