Κυριακή, 18 Σεπτεμβρίου 2011 14:24

Μπράιτον - Αντώνης Πυροβολάκης

Written by
1649

Μπράιτον


Θες να φας κάτι στο δρόμο να σε κρατήσει

Έχει μαγιονέζα, ψωμί του τοστ, φρέσκια ντομάτα.

Έχει και λίγο φεγγάρι στο ψυγείο.

Στη Σαντορίνη εσύ σκαρφάλωνες στα υδάτινα σκοινιά που τίναζε το πέλαγος στα νέφη

κοίτα μου έλεγες δεν είναι θάλασσα είναι οι στήλες από τα δάκρυα των αδικημένων.

Οι φόβοι είναι τα παιδιά ανθρώπων που δεν έζησαν

είναι της καταιγίδας οι λιλιπούτειοι υποταχτικοί που ξεπλένουν την αναλγησία στα φανάρια.

Τι έκανες την καρδιά μου, είπαν ότι την είδαν με τα σάπια φρούτα στη λαχαναγορά

μ’ αυτήν ποδόσφαιρο έπαιζαν τα παιδιά και οι μεγάλοι χάζευαν και κορόιδευαν

Σαν ήρθε η γριά τσιγγάνα κι είπε , όποιος είχε τούτη τη καρδιά

δεν είναι πια άνθρωπος είναι ένα φίδι , κάτι σαν ίλιγγος ένα βαθύ κενό νέκρωσε τον αέρα

κι όλοι το πρόσωπο τους απόστρεψαν άναυδοι λες και η κόλαση

άνοιξε μια μικρή ρωγμή στην καθημερινότητα τους.

Μια μαύρη τρύπα έφτυνε ζαριές στις σμαραγδένιες τσόχες κοσμικών ανέμων κι έφερνε συνέχεια φιδίσια μάτια.

Ένα βραδινό αεροπλάνο είναι αυτό το ποίημα

με τις λέξεις του να προσεγγίζουν τον αεροδιάδρομο της λήθης.

Μ’ άρεσε να οσμίζομαι τους αλατένιους προπηλακισμούς των ανέμων της βόρειας θάλασσας

και να τους στρέφω και το άλλο μάγουλο καθισμένος σε κάποιο αμμόλοφο του Μπράιτον,

μ’ άρεσε το χρυσαφί σου ψάθινο καπέλο και το λευκό σου φόρεμα από ακατέργαστο μετάξι

Κάτι έκανε το χρώμα των ματιών σου στων ρολογιών τους δείκτες.

Οι γέροι έλεγαν μύθους για παιδιά που γίνονταν τις νύχτες στους γκρεμούς κομμάτια.

Ύστερα άρχισαν τα δελφίνια να βγαίνουν στα ρηχά και να πεθαίνουν.

Θυμάμαι να μπαίνεις στο τρένο και να κλαις μ’ αναφιλητά μέσα στην αγκαλιά μου.

Το όνειρο ήσουν μιας ζωής ξενυχτισμένης.

Read 1649 times

Latest from Super User