Κυριακή, 20 Ιανουαρίου 2019 09:41

Η παρέλαση, Αιμίλιος Γάσπαρης

Written by
1153
Η παρέλαση, Αιμίλιος Γάσπαρης

Η παρέλαση 

Ο Πρόεδρος και ο  Νομάρχης, οι σύμβουλοι

Αντιδήμαρχοι, φροντιστές και μέλη του υπουργικού συμβουλίου

μάσκες θηλυκές, αβροδίαιτοι υποκριτές

αλλοπρόσαλλοι φαλακροί λιτανεύουν

σ’ ένα ταξίδι στο κλειστό γυμναστήριο της αντοχής μας

Μ’ ότι απόπλυμα διαθέτει ο σύγχρονος νους

για να πληρώσει μ’ αυτό την ένδειά σου

                                                                Λαέ μου

Κι οι μίσθαρνοι της πολιτείας που έγιναν εκλεκτοί

δρομείς σ’ έναν αγώνα νύχτας υποχθόνιο

τ’ αργύριά σου πατρίδα εκλαμβάνουν

συμμετέχοντας στο παιχνίδι της εξουσίας

δοτοί κομμάτων σέρνοντας κομμάτια

κομμάτια και θρύψαλα τη μνήμη

                                                                Λαέ μου

Κι οι μίσθαρνοι που κάθε ενοχή αποποιούνται

συμμετέχοντας στο παιχνίδι μιας εξουσίας πλαστικής

με πρόσωπα κενά κι απαστράπτοντα

με σώματα στιλπνά μα σάπια μέσα τους βαθιά

σ’ ένα πλαίσιο εργασίας σοφό και επιδέξιο

που μ’ αυτό βεβηλώνουν το πρόσωπό σου, το σεπτό

                                                                Λαέ μου

Εκείνοι που πατούν την Ιστορία και δολοφονούν

εκείνοι που κρατούν την σημαία την ανεμική

που στο στόμα τους δεν στέγνωσαν ακόμα τα μαύρα λόγια

της μέσης προϊστάμενοι

μιας μέσης εύκαμπτης που αναδεικνύει όλα τα μέσα

που ξεγελούν μ’ αυτή και μ’ αυτά τα παιδιά σου

                                                                Λαέ μου

Αυτοί που πατούν το χώμα σου μ’ αποσκευές

το αίσχος, το ξεφώνημα, το κίτρινο κραυγαλέο

π’ ανταλλάσουν φιλιά αποστειρωμένα

σαρώνοντας εύθραυστες λιμναίες συμφωνίες

Της Σούλας, της Ρούλας, της Μπούλας

διαλύοντας ότι κράτησε στο πέρασμα του Χρόνου

                                                                Λαέ μου 

πουλώντας αοιδούς φύλου σαφέστατου

πουλώντας αοιδούς αηδίας

πουλώντας τους ήχους σου, τα χρώματά σου

τα πάθη σου στο κλειστό δικαστήριο πουλώντας

τη γλώσσα σου, την τέχνη σου πουλώντας

των μικρών σου ονείρων την αρχή πουλώντας

                                                                Λαέ μου

Π’ άφησες τους λακέδες μιας ζωής

να λεκιάζουν τ’ άχτιστα τείχη των ήλιων σου

λούπηδες απρόσμενοι και χαμηλές λουλούδες

της εξουσίας τους, ασήμαντοι και γραφικοί

ο Μάκης, ο Σάκης, ο Λάκης

να διαπερνούν τα κύματα και τους αιθέρες

                                                                Λαέ μου

να προδίδουν και να γελοιοποιούν και να ρυπαίνουν

ωχρές λαδιές, κηλίδες πράσινες και περιττώματα

και τη μαμά της τέχνης το πλαστικό πέος

κραδαίνοντας να μαγεύει στις αυλές τα πτώματα

όλους που έχουν αναγάγει σε μυστήριο

το μέγεθος μιας τσέπης

                                                                Λαέ μου

όλους που σέρνονται σε μια χαμηλή πρυτανεία

αξιωμάτων, τη Λιανή και τη Χοντρή και τη Μεσαία

που δικηγορεύουν κι απατούν, γελούν και κλαίνε

Εκεί στο προπύργιο με την κλειστή πύλη κλείνει το μάτι

ο εκλεγμένος σου πάντα πρώτος αρχοντούλης

αποδημητικό του παρελθόντος σου ουραίο φάσμα

                                                                Λαέ μου

Καλώ τα σύννεφα, καλώ τα κύματα

Ζητώ τον άνεμο, τη δύναμη του ήλιου και της πέτρας

να σκεπάσει, να διώξει, να πλύνει, να κάψει

τα μιάσματα, να κλείσουν οι πληγές, τα χάσματα

Καλώ τους ποιητές να σε στολίσουν με άνθη

τώρα που η θητεία του τελειώνει……

                                                                Λαέ μου 

 

 

 

 

Read 1153 times

Latest from Super User