B I R K E N A Ü
Αποθαμένων νογούσα οιμωγές
Σαν άναυδος διάβαινα τ' Άδη τις πύλες
Των Χερουβείμ θωρούσα πανστρατιές
Γαύρες ως ηχούσαν του Δάντη οι ρίμες
*
Αποκάλυψης χρεμετίζει φαρί
Αυγινή αρμαθιάζει χαντζάρα τις κάρες
Φεγγρίζει αχνά ένα σκέλεθρο παιδί
Τη φρέσκια σάρκα του ρέγονται οι μάνες
*
Αμνάδες δρομώνουν ίσιαθε στη θυμέλη
Θεριό που ρεκάζει ο ρήγας του κόσμου
Τις νευρές αρμόζουν σε γδικιωμού κυψέλη
Τα τέκνα μου δούλη του ιλασμού δώς μου
*
Πορφυρό αχνίζει το αίμα στην πόα
Εύλαλες βοές σ' αναστάσιμο δράμα
Χωλός ο Δαυίδ αμάλαγα εβόα
Μαρμαίρει τ' άστρο του, ανέσπερο τάμα
*
Ατυράννιστα επιμηθείς αεί οι ανθρώποι
Σαν ευέλπιδες θωρούνε μια παρθένα ροδαυγή
Θε μου! Πώς χαχανίζουνε διάολοι χαροκόποι!
Εικάζουν δευτέρωμα στην αμετανόητη γη
IV.IX.MMXI