ΩΣ ΕΠΙΜΗΘΕΙΣ και ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΕΣ
Αργήσαμε.
Οι Μήδοι εδιαβήκαν.
Φωτιά και Χώμα μείναν ανεξέταστα
΄τι έτσι το θέλει ο μύθος.
Τ’ αδύναμα,
σα λείπει η γρηγοράδα,
άοπλα μηχανεύονται
τη σωτηρία της στιγμής.
Όταν επρόσταξε
κανείς μη κακοπάθει,
αμάτωτα έδωσε τα δέρματα στ΄αρμάτωτα΄
κι ο αητός
μην πιάνει το ποντίκι και χαθεί.
Νάχει φαγί
κι από καρπούς, και ρίζες.
Έτσι που κάθε ενού η γη να φτάνει
να γεννά
όσο να μη χαθεί το γένος.
Μα ξένος
- καθώς Τιτάνας ήτανε –
τον άνθρωπο ξεχνάει
γυμνό και ανυπόδητο
από τη γη στο Φως.
Στη Σικυώνα βασιλιάς
έλαχε
Επιμηθέας.
Μα γη ο «Θεός» σαν θρεύει,
δίνει μαζί και Όφι, και Πανδώρα
- άφρονο να ζητάς θεούς με δώρα αν δεν
προλογιστείς
Κατακλυσμούς κι Ερέβη.
Τώρα,
κέρματα κεκαρμένων.
Αιώνιοι νεοσύλλεκτοι,
είμαστε, επιμηθείς. Η μήτις,
εκ των υστέρων αν φανεί,
δεν φτάνει.
Άλογη η σκέψη μοιρασιάς
ενστίκτου σκοτισμένου.
-«ελέω θεού» η πλεκτάνη.
Όψιμοι ερεβοδίφες και δρομείς
μετ΄εμποδίων.
Ως να φανεί - και αν φανεί -
«εἷς Προμηθεύς»
ή «Δευκαλίων».
*Προμηθεύς= «συνετός», «προνοητικός» (<προ -μῆτις=σκέψη, μήδομαι =σκέπτομαι, κυβερνώ, φροντίζω μετρώ, κρίνω, προνοώ,) => Επιμηθεύς (επί- μῆτις + εκ των υστέρων σκέψη)