Σάββατο, 09 Ιουνίου 2012 12:32

Θέλω… αλλά δεν μπορώ… - Ιουλία Κορμέντζα

Written by
1995

Θέλω… αλλά δεν μπορώ….


Ήμουν κι είμαι μητέρας κι αδελφής

ανοικτή αγκάλη στοργική και τρυφερή

για έναν Κόσμο που στενάζει

απ’ ανεκπλήρωτους πόθους ψυχής,

που συμπάσχει μαζί του και μ’ αγάπη τον αγκαλιάζει.

Ήμουν κι  είμαι παρατηρητής

ενός κόσμου που ανείπωτη θλίψη τον σκεπάζει.

Και τον σωρείτη ορώντας των χρεών της γήινης διαδρομής

για νοικοκύρεμα ζωής συμπεράσματα βγάζει.


Είμαι τ’ ονειροπόλο πνεύμα του ποιητή,

που σ’ έκσταση βαθιά, στο «αψηλάφητο» εισχωρεί

τον «Θεήλατον» ποθώντας στην αγνότητα του απείρου να δει.

Αλλά λίγο πριν φθάσω στην πηγή φωτός την Ιδεατή,

στο «μετέωρο», η νύχτα μ’ αρπάζει και « μ’ ύπνο» με τιμωρεί.

Ήμουν ο στοχαστής,

που αιχμάλωτος στη βαρύτητα της γης,

όσο ζύμωνα το χώμα με το άυλο της ψυχής,

κι έσμιγα φθορά κι αθανασία,

σκοπό έταξα ζωής,

τη «δίαυλο» προς την ελευθερία

το μάτι κάποτε να δει.

Στην αστρική πύλη τ’ ουρανού

το πνεύμα μου να διαβεί,

εκεί που η ελπίδα και τ’ όνειρο

παίρνουν διάσταση και μορφή…..


Κι αστεριών κυνηγός, είχα το μάτι καρφωμένο,

ψηλά στον θόλο τον αστρο-στεφανωμένο.

Και στις πρώτες αναλαμπές της κάθε Αυγής,

το είναι μου σαν απ’ το φως μεθυσμένο,

παρακινούσε το στόμα ν’ ανυμνεί:

-Δόξα και Τιμή, στον Μεγάλο Ποιητή!


Ήμουν κι είμαι ακόμα ο ακούραστος μελετητής- ερευνητής

που στη Βίβλο της Παγκόσμιας Ζωής

τις σελίδες φυλλομετρά και ψάχνει τα «πως και τα γιατί»,

ενώ τόση γεύθηκε ο Κόσμος άφθονη πνευματική τροφή,

από φιλοσόφους, το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή,

παρόλη του Πολιτισμού τη προκοπή,

γνώσης κι επίγνωσης επαρκής φωτισμός,

στο σύνολο του Κόσμου δεν έχει ακόμη επιτευχθεί

των κακών να επέλθει παθών του ο καταποντισμός

κι ατενίζοντας της πρώτης και τελευταίας ώρας τον Κριτή,

σύσσωμος ν’ αναφωνήσει: «Ανατολή! Ανατολή!».


Ήμουν κι είμαι ακόμα ο μαχητής

που στης νύχτας τη ζοφερή σιγή,

προτάσσει τον οπλισμό της πίστης και προσευχής.

Κι όσο τον δρόμο προς τα γαλάζια βάθη με θάρρος οδεύει,

όπου του «εφήμερου» ακούει την τιποτένια βουή,

ή «πτώσης» την παγερή κραυγή,

αντιπαρέρχεται την όποια δοκιμασία ή ποινή

και με δύναμη ψυχής ορμά και παλεύει

να μην αμαυρώνεται η ομορφιά και το μεγαλείο της ζωής,

ούτε δοξασιών αλλότρια «φέγγη» να εισχωρήσουν στο μυαλό,

απ’ τις πολλές «μανίες» που εφευρίσκουν οι άνθρωποι της γης.


Μα όπου ζήτησα το «Μεγάλο», συνάντησα το «Μικρό».

Και σαν είδα τον κόσμο απ’ αγάπη ορφανό

και πρόσωπα παιδιών απ’ το κλάμα παραμορφωμένα

να στενάζουν μες το σκοτάδι πονεμένα,

ένοιωσα να μπήγεται καρφί

ως τη ρίζα του είναι μου το αναπάντητο «γιατί»

«Άνθρωποι» να γίνουν, δεν κατάφεραν οι πιο πολλοί….


Στο «αναπάντητο» μοχθεί ο νους την ηρεμία του να ξαναβρεί…

Αλλά πώς να τοιχίσω η θνητή τ’ αυτιά με το «τείχος σιωπή»;

Στα μάτια καλύπτρα συνεχώς να φορώ;

Να βάλω φίμωτρο, το στόμα να κρατήσω κλειστό,

ημερολόγιο να μην ξανά ιστορήσω πικρό….

Θέλω… το προσπαθώ…. αλλά δεν μπορώ….


 


 

Read 1995 times

Latest from Super User