Δευτέρα, 02 Ιουνίου 2014 17:37

Εδώ - Σωτήρης Αγαπάκης

Written by
2714


Συγχώρα με θεέ μου κι ακολούθησα

Την μυρωδιά, εκείνη, το απόσταγμα

Χιλίων ρόδων, που καθόλου δεν απώθησα

Όσο κι αν έστηνα τις σκέψεις στο απόσπασμα


Όσο προχώραγε, τόσο κι εγώ συνέχιζα

Τα πέλματα μου είχαν κόπωσης κακώσεις

Δεν ξέρω τι ήθελα ή τι αλήθεια ήλπιζα

Αλλά στους ώμους αισθανόμουν χίλιες ώσεις


Στρίβει το βλέμμα, με κοιτά, πως με κατάλαβε;

Μα ούτε που άνοιξε το βήμα να την χάσω

Ήταν ξυπόλητη, φωτιές στο χώμα άναβε

Φωτιές που ήθελα και ας καώ να πιάσω


Τα χέρια κούναγε σαν κάτι να την πείραζε

Σαν από κάτι να ζητούσε απαλλαγή

Σαν μαγεμένη η σκέψη, το κορμί μου πίεζε

Το πρόβλημά της να βοηθήσω να λυθεί

Το βήμα άνοιξα, να την προφτάσω έγκαιρα

 

Πριν η ενόχληση της γίνει, πιο σφοδρή

Μα οι προσπάθειες αποτέλεσμα δεν έφεραν

Και πριν την φτάσω σ’ ένα δάσος είχε μπει


Στο μονοπάτι που συνάντησα πορεύτηκα

Και με οδήγησε στα βάθη, στην καρδιά

Σε ένα ξέφωτο, πρώτη φορά που ορέχτηκα

Του φεγγαριού αχτίδα μην με δει, καμιά


Σε έναν κορμό ακούμπησα το στήθος μου

Κι ανάσες έκοβα, για να μην ακουστούν

Ακόμα κι έτσι όμως ακούστηκε ο ήχος μου

Και γύρισε τα μάτια, να με δουν


Ήταν χρυσά, ήταν λευκά με εφτά πατώματα

Πέρναν το φώς απ το φεγγάρι και κοιτούσαν

Και τα μικρά τους έβλεπα αποτυπώματα

Όπως γυρνούσαν το κορμί μου κι ακουμπούσαν


Για μια στιγμή, τα μάτια μας ευθυγραμμίστηκαν

Σβήστηκε όποια είχα ισορροπία

Τρέμαν τα γόνατα, τα πόδια μου γκρεμίστηκαν

Σαν τον πιστό, γονάτισα, στην εκκλησία


Χίλια βιολιά και βιολοντσέλα τότε ακούστηκαν

Ύστερα ακούστηκε η γλυκιά της φωνή

Οι προσευχές μου, μου ‘πε, ότι εισακούστηκαν

Να σηκωθώ και να τραβήξω προς τα εκεί


Όσο πλησίαζα και πιο πολύ φοβόμουνα

Τα σκλαβωμένα εκείνη έλυσε μαλλιά

Τα ανέμισε και όλο αναρωτιόμουνα

Γιατί δεν τρέχω, να ξεφύγω μακριά


Μα! Το άρωμα της το υπέροχο, το έντονο

Μου έλουζε συνεχώς τα σωθικά

Σαν να χε γίνει ο κόσμος μου, όργανο έγχορδο

Άλλαζε ως ήθελε ιστορίες και βουνά


Έπαψε πια να μου μιλά και κοίταζε

Τόσο επίμονα, τόσο φανατικά

Σαν να κάτι να μου πει τόσο να ήθελε

Αλλά τα χείλη της κάτι έδενε σφιχτά


Την, που φορούσε, ζακέτα μου έδειξε

Τα δύο της χέρια δεν έφταναν να βγει

Ως άπλωσα τα χέρια μου, μου έγνεψε

Αυτό γεννούσε πόνο απ την αρχή


Φαινόντουσαν στην πλάτη εξογκώματα

Κάτω απ την μπλούζα, την βγάζει κι αυτή

Η ομορφιά κάλυψε τότε τα αρώματα

Δυο φτερά είχαν μπροστά μου απλωθεί


Ήταν σαν χιόνι φρέσκο, σαν σύννεφο, λευκά

Στο χρώμα της γέννησης, του ερχομού στη ζωή

Σκότωναν της άπνοιας, την απανεμιά

Στην κίνηση τους ,αυτήν την συνεχή


Έλαμπε ολόκληρη, σαν να ήταν κόσμημα

Που ανήκει στης φύσεως την συλλογή

Νέκταρ του βλέμματος, χρυσαφιού το απόπλυμα

Σαν να χε το φώς της αυγής καταπιεί


Σε κάθε κίνηση των φτερών της

Και πριν ακόμα αυτή τελειώσει

Στα όνειρα μου έδινε τον ρυθμό της

Δική της η ανύψωση, δική της κι η πτώση


Το τίναγμα τους ξάφνου δυνάμωσε

Στα μάτια με κοίταζε και μου πε δειλά

Ένα απλό ευχαριστώ και συμπλήρωσε

Τα λέμε ξανά, θα τα λέμε συχνά


Τα πόδια σηκώθηκαν από το χώμα

Τα ουράνια φωτίστηκαν λες κι ήταν αυτή

Του ουρανού κομμάτι ένα ακόμα

Που ήταν κρυμμένη, χαμένη στη γη


Από τότε δεν έμεινα μόνος ποτέ μου

Δική μου και φύλακας δικός μου αυτή

Δικός της και φύλακας εγώ του αγγέλου

Με τη σειρά μου, όποτε χρειαστεί

 

Κι ας άρπα δεν παίζει κι ούτε θέλω να παίξω

Δεν είναι στα σύννεφα, μα ούτε κι εγώ

Δεν ζω στον παράδεισο, δεν πήγα ούτε απ έξω

Του φύλακα φύλακας, μένω εδώ

 


Read 2714 times

Latest from Super User