ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΑΣΒΕΣΤΗ ΜΝΗΜΗ


Περνώ συχνά εμπρός από τη στοιχειωμένη μνήμη

Τα μισόκτιστα όνειρα, οι ημιτελείς προσδοκίες

Αφημένες σε μέρες νεκρές, σε νύχτες ασέληνες

Ξεριζωμένες νοσταλγίες φιλούν με χείλη απουσίας

Μία ζωή στα σπάργανα κλεισμένη


Κάποτε τα κύματα μιλούσαν με τη γλώσσα των αγγέλων

Οι βάρκες έφερναν τα δίχτυα γεμάτα ήλιους

Μικρό παιδί χαιρόμουν στις πατούσες, μες στη χούφτα μου

Τη χρυσαφένια διαδρομή της άμμου

Εκεί μιλούσα με τις Μοίρες μου, στήνοντας κάστρα που δεν γκρέμιζε

Το ξέβρασμα της θάλασσας τις ώρες που οι προσκυνητές της αποσύρονταν

Στα περιβόλια γύριζαν αχείμαντες, ξανθομαλλούσες οι νεράιδες

Με κίτρινες, πορτοκαλιές ανταύγειες μες στις πλεξούδες που ανέμιζαν

Με γέλιο κρύσταλλο, ματιά καθρέφτης του γαλάζιου τ’ ουρανού


Μα την Εστία αποδιώξαν του Κάτω Κόσμου ετερόσημες βουλές

Γεμίσαν τα όνειρα καπνούς κι αιθάλη μαρμαρωμένη σαν παράπονο πικρό

Κοιμήθηκα με βλέφαρα ανοικτά, με φλόγες να μου καιν τις ίριδες

Καθώς στην πόλη με σκυφτό κεφάλι, βήματα βαριά

Τριγυρνούσε αλυσόδετο το κλέος μιας μακραίωνης πορείας


Αμμόχωστος! Αρσινόη! Σαλαμίνα !Αλάσια!


Σαν στάχυ μέστωσα και γέρνω στου Νότου την άλλη μου πατρίδα

Με κόκκους ποτισμένους απ’ το δάκρυ και την έγνοια σου

Mέσα εκεί ερμητικά κλεισμένους φυλάω τους θησαυρούς σου

Ημερολόγια και χάρτες απ’ τις μέρες της Αγάπης που κοιμήθηκε

Με ξιφολόγχη για προσκέφαλο, φωνές κι αντάρα πανωσέντονα

Μα’ χει στη θλίψη αποκάτω λεμονανθούς και πράσινα φυλλώματα

Κάθε που μπαίνει άνοιξη μοσχοβολάν αμάραντη πατρίδα και πεθυμιά ατέλευτη

Ολόχρονα τους πόθους μου μυρώνουν , δίνουν φωνή στο δρόμο που καλεί

Στην πόλη με την κραυγαλέα σιωπή, με τη βουβή εγκαρτέρηση

 

 

 

 

Α΄Βραβείο ποίησης στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό E.Π.Ο.Κ

Απρίλιος 2010