Αποχώρηση
Σα μία μέλισσα που έδρεψε το νέκταρ του κίτρινου φεγγαριού,
διάβασε τη πρώτη πρόταση του βιβλίου
και κλείνοντας τα βλέφαρα είδε στο μέσα μέρος τους γραμμένη τη λέξη τέλος.
Κάτι χαρούμενο, ένα χαμόγελο χάραξε στην καρδιά της.
Κάτι θλιμμένο, τη φωτογραφία ενός αγοριού στα κοντομάνικα
σε μια κιονοστοιχία, της έφερε στο νου και μια αρμυρή φωνή σαν έγκαυμα από σκοτάδι
ακούστηκε να λέει, δεν είναι παιδί είναι μονάχα ένα πεφταστέρι.
Ήταν που από τότε η Μαρία καμιά ευχή δε ξαναείπε
όταν έβλεπε τα αστέρια να γκρεμίζονται.
Τα πέλαγα όμως δεν μπορούσαν ν’ αποκοιμηθούν με αδειανές αγκάλες
κι οι μαρασμοί, των γηρατειών οι χαρτορίχτρες, βλέπανε στα χαρτιά αγγέλους και αγίους,
αλλά αυτοί πλάι στο ποτάμι της απαστράπτουσας σιωπής ανάσαιναν
σοφία και αγάπη πάνω στο γρασίδι.
Κάπως έτσι ο ουρανός άρχισε να δακρύζει τα παιδιά του στη φωτιά τις νύχτες.
Απόψε δε θα κοιμηθώ, απόψε θα έρθουνε οι μοίρες να ζητήσουνε συγνώμη.
Δες με πως πιλοτάρω το ανεμοπλάνο μιας ζωής στους άνεμους της μοναξιάς
πως αιωρούμαι πάνω απ’ τις πληγές και τα νυστέρια, τα φάρμακα και τους ροδόκηπους.
Δες με Μαρία.
Οι λέξεις είναι της πυρκαγιάς οι ιχνηλάτες, των ενοχών οι επίδεσμοι,
του ρημαγμένου σπιτικού η σιωπηλή ντροπή,
ενός αγνώστου το φιλί σε μία σκοτεινή κόγχη του δρόμου στη βροχή.
Οι λέξεις είναι του ουρλιαχτού το φίμωτρο.
Στα επείγοντα από υπερβολική δόση πέθανε το βράδυ.
Σαν έμαθε τα μαντάτα η χαραυγή βάλθηκε να στάξει αιμάτινο μετάξι,
στις εκδορές των χρυσανθέμων στον αιθέρα, που φώναζαν στο φως να έρθει
για να ετοιμάσει το νεκρό,
πριν γίνουνε κουρέλια της σιγής τα πέπλα και αρχίσουν τα σπουργίτια να τιτιβίζουνε θανάτους.
Κανένας δεν ξανάκουσε για ’κείνον από τότε.
Κάποιοι είπαν πως τον είδανε να φεύγει με τα μάτια μουσκεμένα από τραγούδια
κι ένα πολυκαιρισμένο σακβουαγιάζ.