ΕΒΡΕΞΕ ΨΕΜΑ
Ξεκλείδωσες απ’ το σεντούκι
ανόητες εμμονές,
σκέψεις τσαλακωμένες,
ξεχασμένες στην παρακμή,
εθιστικά χαοτικές.
Βούτηξες στο παρελθόν.
Χρονολογίες αμετανόητες ,
χαραγμένες σε κίτρινες φωτογραφίες
γεμάτες στίγματα.
Έβρεξε ψέμα στην ιστορία σου.
Το γέννησαν αρχέγονα εγκλήματα
κι άγραφοι νόμοι.
Οι ενοχές προβάλλουν προκλητικά
κι εσύ συνεχίζεις να ψάχνεις το είδωλό σου
μέσα σε θολά, χειμωνιάτικα πρωινά
σε κούπες καφέ με γεύση ακαθόριστη,
μάλλον πικρή.
Έβρεξε ψέμα στην ιστορία σου.
Οι επιθυμίες σου μεταμφιεσμένες
έθρεψαν στον κόρφο τους έναν αχόρταγο εγωισμό.
Οι λογισμοί σου άπληστοι
δραπέτευσαν από τις αιώρες της λησμονιάς.
Συνωστίζονται σε ουρές αναμονής.
Σπρώχνουν ανελέητα,
αγωνιούν ν’ ανακυκλώσουν
τ’ ανομολόγητα όνειρά σου.
Λαθραία η εκδοχή του γέλιου σου.
Σε εκδικείται κυνικά.
Το ψέμα δικαστής αμείλικτος.
Σε καταδίκασε ισόβια
σ’ ένα μαύρο κύκλο από κιμωλία,
σε μια εικονική πραγματικότητα που επιμένει
να μετρά τους παλμούς σου αντίστροφα.
Κι έγινε το σεντούκι
το κουτί της Πανδώρας
που μάταια προσπαθείς να κλείσεις.