ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ 11Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2001
Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 θεωρείται τομή στην ιστορία της τρομοκρατίας, καθώς η ωμότητα και η επιθετικότητα που εκφράστηκαν στην περίπτωση αυτή εισάγουν ένα νέο τρόπο τρομοκρατικής δράσης, α-πολιτικής βίας και μία νέα διάσταση της μαζικής καταστροφής. Στην σύγχρονη πραγματικότητα, οι πολίτες εμφανίζονται σχεδόν βέβαιοι ότι η ανθρωπότητα μετά την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου εισέρχεται σε μια φάση βαρβαρότητας, που θα συνοδεύεται συγχρόνως από μόνιμη τρομοκρατική απειλή, κοινωνικές αναταραχές, απολυταρχικές πρακτικές, οικονομική ύφεση, πολεμικές συρράξεις ακόμη και προληπτικού χαρακτήρα.
Σε κάθε περίπτωση η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Μανχάταν απομυθοποίησε την εικόνα της άτρωτης «αυτοκρατορίας» και έδωσε το έναυσμα για μία πρωτοφανή στην ιστορία των ΗΠΑ πολιτική και ηθική συμπαράσταση από λαούς και κυβερνήσεις. Στην χρονική περίοδο που μεσολάβησε από το τρομοκρατικό χτύπημα ως τον πόλεμο των ΗΠΑ κατά του Αφγανιστάν, η δημιουργία μίας μαζικής αλληλεγγύης και αντιτρομοκρατικής κοινωνικής συναίνεσης σε παγκόσμιο επίπεδο ευνόησε την αποδοχή ιδεολογιών υπέρ του νόμου, της δημόσιας τάξης και της κρατικής θωράκισης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι νέες μορφές τρομοκρατικής δραστηριότητας, όπως εκδηλώθηκαν με την βάναυση επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, δεν στρέφονται πλέον εναντίον φορέων κρατικών αξιωμάτων και εκπροσώπων μεγάλων οικονομικών συμφερόντων (πρακτικές που ακολουθούσαν οι τρομοκρατικές πολιτικές οργανώσεις των δεκαετιών ΄70 και ΄80). Ο επίδοξος τρομοκράτης - λειτουργώντας έξω από το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης- υιοθετεί το πρότυπο της μαζικής δολοφονίας και επεκτείνει το φόβο για μία θανατηφόρα επίθεση στο σύνολο του κοινωνικού φάσματος. Η κουλτούρα του τρόμου και του πανικού για τον μη φυσικό θάνατο διογκώνεται με την δυνατότητα αξιοποίησης στο έπακρο από το δίκτυο των τρομοκρατών των ραγδαίων επιτευγμάτων της τεχνολογίας στους τομείς της ηλεκτρονικής, της γενετικής και της βιολογίας, ενδεχόμενα τα οποία αγγίζουν το παράλογο, το ασύλληπτο, παραπέμποντας σε σενάρια επιστημονικής φαντασίας.
Το τρομοκρατικό αυτό χτύπημα παρουσιάζει μία ιδιομορφία, η οποία του προσδίδει την ιδιότητα της ζωντανής απομίμησης της κινηματογραφικής βίας του Hollywood : Μιμείται απροκάλυπτα τους φόβους της αμερικανικής κοινωνίας, καθώς και όλες τις μυθοπλασίες του αμερικανικού κινηματογράφου για τους πολέμους και την απειλή μίας ολοκληρωτικής καταστροφής μέσα από μία τρομοκρατική επίθεση και τις καθιστά με πρωτοφανή τρόπο βιωμένη εμπειρία.
Η ένταση και η μεγιστοποίηση του προβλήματος της τρομοκρατίας - με κορυφαία έκφραση το γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 - γίνεται ιδιαίτερα αισθητή σε μία περίοδο, κατά την οποία ο πολίτης αισθάνεται ήδη ανυπεράσπιστος και απειλούμενος από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της επιστήμης και των τεχνολογικών εφαρμογών της, καθώς και από την αποδόμηση του κράτους – πρόνοιας εξαιτίας της προώθησης νεοφιλελεύθερων, τεχνοκρατικών αντιλήψεων στο πεδίο της εργασίας.
Ειδικότερα, η ανάπτυξη της ρομποτικής και της νανοτεχνολογίας σε συνδυασμό με την δυνατότητα κλωνοποίησης του ανθρώπου, ελέγχου της γενετικής ταυτότητας, εξέλιξης των υπολογιστών σε μηχανές αυτόνομης σκέψης και πλήρους αλλοίωσης των περιβαλλοντικών συνθηκών θέτουν πρωτόγνωρους προβληματισμούς που αφορούν την υπόσταση, την βιολογική και κοινωνική επιβίωση του ανθρώπου. Επιπλέον, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης επικρατεί κλίμα εργασιακής αβεβαιότητας και ανασφάλειας, καθώς η πλήρης και διαρκής απασχόληση, η υγειονομική, συνταξιοδοτική κάλυψη και η παροχή κρατικών επιδομάτων αναγορεύονται σε εύθραυστα και συνεχώς επαπειλούμενα προνόμια.
Η εν δυνάμει εμπόλεμη κατάσταση στην οποία περιήλθε όλος ο πλανήτης μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου παρήγαγε μία εκ νέου οικοδόμηση άρρηκτων σχέσεων των πολιτών με το κράτος, το οποίο - στηριζόμενο στον κίνδυνο μίας εξωτερικής απεριόριστης βίας - εμφανίστηκε ως προστάτης της ζωής, εγγυητής της τάξης, της κανονικότητας και της σταθερότητας. Με στόχο την ασφάλεια , κράτος και πολίτης επαναδιαπραγματεύτηκαν τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους. Οι πολίτες εκχώρησαν χωρίς ενδοιασμό μέρος από τα κεκτημένα δικαιώματά τους στην κρατική εξουσία και εθελουσίως αναζήτησαν την προστασία τους στην κρατική σφαίρα. Στην πραγματικότητα μετά την 11η Σεπτεμβρίου διαμορφώθηκε στις ΗΠΑ ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, μία συμφωνία πρόσδεσης των πολιτών – ιδιωτών στις επιταγές μίας στρατιωτικοποιημένης μηχανής.
Μετά από αυτήν την ημερομηνία, σε ένα νέο διεθνές γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό τοπίο, τα αδιέξοδα της δυτικής μεταψυχροπολεμικής κοινωνίας εντάθηκαν και έγιναν εντυπωσιακά ευκρινή, καθώς ο φανατισμός και η ωμή, ανελέητη βία μετατράπηκαν σε καθημερινή πολιτική πρακτική. Η άτυπη μετατροπή μίας ανοιχτής δημοκρατικής κοινωνίας σε κοινωνία «έκτακτης ανάγκης» οδήγησε σε έναν σχεδόν εκούσιο αυτοπεριορισμό των πολιτών των δυτικών κοινωνιών και κατά κύριο λόγο των ΗΠΑ από την άσκηση στοιχειωδών ελευθεριών τους, όπως η ασφαλής μετακίνηση, η ελευθερία συνάθροισης, η ελεύθερη έκφραση και το δικαίωμα της διαφωνίας με τις κρατούσες αντιλήψεις.
Υπό την επίδραση του παραπάνω ιδεολογικού κλίματος , τον Οκτώβριο του 2001 ο πρόεδρος Bush συγκέντρωνε ποσοστά δημοτικότητας που άγγιζαν το 90%, καθώς το σύνολο του αμερικάνικου λαού συσπειρώθηκε γύρω από το σύμβολο της αμερικάνικης σημαίας και το πρόσωπο του «προέδρου – αρχιστράτηγου». Στον επίσημο κρατικό λόγο ενισχύθηκαν και κυριάρχησαν οι διαιρετικές τομές του τύπου Δύση – Ανατολή, Χριστιανισμός – Ισλάμ, Πολιτισμός – Βαρβαρότητα, «Καλό» - «Κακό». Σε δημοσκόπηση που διενεργήθηκε 3 μέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το 74% των ερωτηθέντων Αμερικανών δήλωσε ότι «θα ήταν απαραίτητο, οι πολίτες να παραιτηθούν από κάποιες ατομικές ελευθερίες τους». Επιπλέον, το 86% τάχθηκε υπέρ της τοποθέτησης φρουρών και συσκευών ανίχνευσης μεταλλικών αντικειμένων σε δημόσια κτίρια και εκδηλώσεις.
Συνοψίζοντας, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το ενδεχόμενο μίας απόλυτης μαζικής τρομοκρατικής απειλής με πλανητική εμβέλεια σηματοδότησε την επιστροφή της «μεγάλης πολιτικής» με την έννοια ότι επικαιροποίησε θεματικές και διλήμματα που είχαν αδρανοποιηθεί κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Με άλλα λόγια , η πρωτόγνωρη επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έφερε εκ νέου στο επίκεντρο του πολιτικού στοχασμού τις έννοιες του πολέμου, της ειρήνης, της πολιτικής βίας, της ζωής, του θανάτου, της συγκρουσιακής πολιτικής, του συσχετισμού δυνάμεων και της ισχύος.
Η Άννα Ιωαννίδου γεννήθηκε και κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Ασκεί το επάγγελμα του Δικηγόρου, ενώ ταυτόχρονα πορεύεται στα μονοπάτια της Λογοτεχνίας. Εκτός από Δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης είναι επίσης Πολιτικός Επιστήμων και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην Ιστορία, Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία του Δικαίου τμήματος Νομικής ΑΠΘ.