Το έθιμο του μικρού Χριστού


Αφιερωμένο στον Αλέξη Γκόλφη

Και στους 100.000 νεο-άστεγους…

Όταν πλησίασε η μεγάλη εορτή, όλοι προβληματίστηκαν για το ποιος θα είναι ο ηθοποιός που θα αναπαραστήσει τον Χριστό. Ο διευθυντής αρνήθηκε να δώσει τον γιο του. Το ίδιο συνέβη και με όσους από το διδακτικό προσωπικό είχαν ένα αγόρι στην τρυφερή ηλικία των πέντε ή δέκα. Τελικά, αποφάσισαν να κληρώσουν τον υποψήφιο για τον ιερό ρόλο τραβώντας εντελώς τυχαία τον λαχνό του ατυχή. Σε αυτό το σημείο υπήρχε τεράστιο πρόβλημα ακόμα και για το ποιος θα ήταν εκείνος που θα τράβαγε τον λαχνό. Κανένας δε δέχτηκε να πάρει την αμαρτία πάνω του. Στο τέλος το καλάθι με τα χαρτάκια που αντιπροσώπευαν τους μαθητές του 13ου δημοτικού σχολείου Γραβιάς πετάχτηκε στον αέρα ύστερα από έναν τρομερό καυγά μεταξύ των δασκάλων φυσικής και φυσικής αγωγής. Η καμπάνα σήμανε 12 το μεσημέρι και μια αύρα δροσερή και ανάλαφρη σκόρπισε τριγύρω τα χαρτιά και τον έναν διαλεχτό λαχνό τον ύψωσε και τον έστειλε πάνω στην εικόνα του Χριστού. «Αυτός είναι!» αναφώνησαν όλοι. Ο λαχνός έπεσε στο ορφανό από μάνα και πατέρα τον μικρό Γαβριήλο Αχείμαστο, που ζούσε κοντά στη γηραλέα γιαγιά του. Όσοι παρίστανται συγκατένευσαν με ειρωνικό χαμόγελο και ανέπνευσαν με ανακούφιση που γλίτωσαν τα παιδιά τους αλλά και τις ζωές τους από τα βάσανα. «Ήταν θεία η επιλογή» συμφώνησαν «Άλλωστε σε κανέναν δε θα λείψει ο Γαβριήλος μας.» είπε ο διευθυντής στους παριστάμενούς του. Όλοι συμφώνησαν και το θέμα έκλεισε εκεί.

Ο μικρός Γαβριήλος στη μεγάλη εορτή έκανε άψογα την αναπαράσταση της εβδομάδας των Παθών. Κάθισε και έφαγε ξύλο από τον Παπά του χωριού και τον Δήμαρχο. Τον εξευτέλισαν με τα ζωνάρια οι αγροφύλακες του χωριού. Τον έντυσαν με χλαμύδα και του κάρφωσαν στο κρανίο γαϊδουράγκαθα με πικρά καρφιά που διαπέρασαν το παιδικό κρανίο και άγγιξαν την φαιά ουσία…

Όλοι τον έφτυναν περιφρονητικά και τον έβριζαν για αμαρτήματα που είχαν κάνει οι ίδιοι σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Έτσι, μαθεύτηκαν τα εγκλήματα του χωριού που όμως καταλογίστηκαν στον φτωχό Γαβριήλο. «Με τέτοιο ξύλο που έφαγε δε θα αξιωθεί πια για καμία δουλειά στη ζωή του.» λέγαν οι γερόντισσες του χωριού και κλείνανε με τα χέρια και τις ποδιές τους τα μάτια των μικρών παιδιών για να μην αντικρίζουν το θέαμα του ματωμένου Γαβριήλου.

Το έθιμο της Γραβιάς το ήθελε έτσι και ο μικρός Γαβριήλος έφτυνε αίμα από το στόμα στη μέση της πλατείας. Όπου κρατήθηκε άφησε μια παλάμη αίμα που τρέξανε οι κυράδες του χωριού να περισυλλέξουν με μπαμπάκι. Ήταν μεγάλη η τύχη για το σπίτι με το φυλαγμένο αίμα. Το έθιμο το ήθελε έτσι. Θυσιάστε το καλύτερο αγόρι και το χωριό θα ζει με όλα του τα καλά. Το έθιμο το ήθελε έτσι και με την κακοποίηση ο φτωχός Γαβριήλος έχασε το πολύτιμο μυαλό του. Τρέκλιζε και το κορμί του είχε στρεβλώσει. Από όλο το κορμί έσταζε αίμα, αλλά κανείς δεν τον συμπονούσε γιατί προσμέτραγαν τα καλά που θα αποκτούσαν από αυτήν την συλλογική θυσία. Λέγαν και προσεύχονταν στον Θεό: «Θεέ μου δώσε μας χτήματα, λεφτά και κάνε μας τα παιδιά τυχερά, Σου χαρίζουμε τον φτωχό Γαβριήλο, χάρισε μας κάθε ευδαιμονία!»

Ο φτωχός Γαβριήλος τρέκλιζε και βαρυγκωμούσε. Ήταν όλος ένα μικρό ερείπιο. Μόνο τα μάτια του είχαν μια ηρεμία και ευτυχία που θα ζήλευε και ο τελευταίος θνητός. Τον άγγιξε ο Χριστός φώναζαν οι γυναίκες και τύλιγαν με ρίγος γύρω τους τα σάλια. Πλέον ό,τι και να του κάνανε χαμογέλαγε. Και ο εορτασμός της αναπαράστασης των Παθών του Χριστού πήρε φωτιά και όλοι ήρθαν σε έκσταση.

Το λαμπερό βλέμμα του Γαβριήλου προκάλεσε χειρότερη μανία λύσσα και θηριωδία από τους συγχωριανούς του. Τον θέλανε αξιολύπητο και τον σύρανε έτσι έξω από κάθε ξώπορτα για να τον δείρει ακόμα και ο τελευταίος του χωριού. Βγήκαν μεγάλοι και μικροί. Τον χλεύαζαν και τον φτύνανε. Του δώσανε να κρατάει και έναν πελώριο σταυρό από κόντρα πλακέ. Άκουσε τόσα καντήλια και βρισιές. Λούστηκε από τις φτυσιές των ανθρώπων. Όλοι τον χτύπαγαν με αλυσίδες, βέργες και λουριά. Ωστόσο κανένας δεν τόλμαγε να τον αγγίξει. Φοβόντουσαν να μην κολλήσουν το θείο χτικιό. Ο μικρός Γαβριήλος με το μουτράκι αιματοβαμμένο σαν ινδιάνος θα ’ταν δε θα ’ταν πέντε χρονών. Ήταν ένα γλυκό αγόρι με μάτια ενήλικα, πράγμα που το είχαν παρατηρήσει όλοι στο χωριό πολύ πριν την επιλογή του.

Τον σύρανε ύστερα πάνω σε έναν βράχο. Κατά το απόγευμα τον γδύσανε και τον κάρφωσαν δίχως καθυστέρηση πάνω σε έναν γυαλιστερό σταυρό από κόντρα πλακέ. Τα απέναντι βουνά είχαν φωταγωγηθεί και κροτίδες έσκιζαν τον αέρα. Η καμπάνα ούρλιαζε σαν τρελή και σκέπαζε τα κλάματα του παιδιού. Η γιαγιά του Γαβριήλου ήταν κατάκοιτη και λίγα καταλάβαινε από αυτόν τον κόσμο. Το παιδί το λοβοτόμησαν και του κάμανε περιτομή. Το έθιμο το ήθελε έτσι. Ό,τι κακό έκανες του Χριστού εκείνες τις μέρες θα το έπαιρνες πίσω επί χίλια σε λεφτά, κτήματα, δόξα και ευδαιμονία.

Ο φτωχός Γαβριήλος ικέτευε για τη ζωή του με δάκρυα στα μάτια για ώρες πολλές. Φώναξε τον πατέρα του από τα ουράνια και τη μάνα του ακόμα, αλλά τέλος θυμήθηκε ότι είχαν πεθάνει και κανένας δεν υπήρχε για να τον σώσει από τη λύσσα των συγχωριανών που τον γδύνανε εκείνη τη στιγμή και τον καρφώνανε πάνω στο ξύλο με χοντρά καρφιά οικοδομής ένα για κάθε χέρι και διπλά καρφιά για τα πόδια. Τα κόκαλα του παιδιού συνθλίφτηκαν στα σημεία των καρφιών και όλες οι κλαίουσες έγειραν και φίλησαν με ευλάβεια τη γη που έπινε το αίμα του μικρού Γαβριήλου. Η καμπάνα χτύπησε πένθιμα τρεις φορές και ο Γαβριήλος σηκώθηκε πάνω από τη γη ένα μέτρο. Πάνω στον σταυρό του. Τους έβλεπε όλους πανοραμικά. Τουλάχιστον, σκέφτηκε, από δω πάνω δε με χτυπάνε πια. Έτσι και έγινε.

Οι συμμαθητές του τον περιγελούσαν και οι πέτρες τους αστοχούσαν. Σα βαρέθηκαν μικροί και μεγάλοι βγάλανε τα ξύλινα τραπέζια από τις βεράντες και τα ακουμπήσανε απέναντι από τον σταυρό του μικρού Γαβριήλου. Τρώγανε, πίνανε και προσεύχονταν στον Θεό. Πάνω στις τράπεζες σημείωναν με μαχαίρες τα κέρδη που θα βγάζανε από τη θυσία του μικρού Γαβριήλου. Το έθιμο το ήθελε έτσι. Κοίταγαν τα μάτια του Γαβριήλου και ζήταγαν ακόμα πιο πολλά: Μια θέση για το δημόσιο. Έναν καλό γαμπρό, Μία θεραπεία για τον καρκίνο. Ένα μεγάλο αμάξι διθέσιο. Ένα καινούργιο φόρεμα και ένα χριστουγεννιάτικο πρώτο λαχείο. Όλες οι ευχές χαράχτηκαν πάνω στα τραπέζια και αυτή ήταν η συμφωνία που κάνανε με τον Θεό.

Ο μικρός Γαβριήλος εκείνη τη μέρα είδε από ψηλά πολλούς Ιούδες να τον πουλάν για 30 αργύρια. Προσευχήθηκε στον Θεό να τους συγχωρήσει όλους. Όπου και να γύρναγε έβλεπε βιβλικές μορφές. Εκείνο το βράδυ οι άγγελοι τον επισκέφτηκαν και του φανέρωσαν όλα τα μυστήρια της εγκόσμιας ζωής. Ενηλικιώθηκε μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Όταν ο πεντάχρονος Γαβριήλος πέθανε έβγαλε μια τρομερή βοή που απλώθηκε σαν πένθιμο βέλος πάνω σε όλο το χωριό. Οι άνθρωποι παράτησαν τους σουγιάδες στα τραπέζια και τρέξανε στον σταυρό ποιος θα τον πρωτοαγγίξει. Τον κατέβασαν και τον κουβάλήσαν μέσα σε ένα λευκό σεντόνι. Ήταν πνιγμένοι στα γέλια και κατακόκκινοι από το πιοτό. Τον βάλανε μέσα στην εκκλησία και την κλειδώσανε για να μην μπει άλλος μέσα. Μετά από 3 μέρες αναστήθηκε ο Γαβριήλος…

Οι εορτές τελειώσανε και όλοι επέστρεψαν στις δουλειές τους σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Ο μικρός Γαβριήλος όμως ποτέ πια δε θα ήταν όπως παλιά. Κάτι έσπασε μέσα του για πάντα…

Τα χρόνια περάσανε και ο Χρηστάκης -του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι στην πιάτσα για τη μειλίχια φάτσα Χριστού που ’χε- δε μεγάλωσε ποτέ. Στη σωματική του διάπλαση παρέμεινε με το παρουσιαστικό παιδιού κοντά στα πέντε. Για να επουλώνει τον πόνο του από τα ισόβια τραύματα σωματικά και ψυχικά έριχνε μέσα στις τρύπες των χεριών φαρμάκι χρησιμοποιώντας βελόνες καυτές. Ήταν οι ίδιες οι τρύπες που είχε αποκτήσει από εκείνον τον ξέφρενο εορτασμό πριν από 27 χρόνια. Στο χωριό δεν τον αναζήτησε κανείς και άρχισε να περιφέρεται ανώνυμα μέσα στις μεγαλουπόλεις ζητιανεύοντας τη δόση του. Όσοι τον βλέπανε να τρυπά τα χέρια του ’λεγαν «Χριστός και Απόστολος» σταυροκοπιόνταν και τρέχανε μακριά σκύβοντας το πρόσωπο μέσα στον κόρφο τους για να μην κλάψουν. Η αστυνομία όσες φορές τον μάζεψε για αλητεία τον άφηναν βλέποντας ότι ήταν ένας ώριμος ενήλικας των 33 και όχι το πεντάχρονο παιδί που δήλωνε το παρουσιαστικό του.

Όταν ο φτωχός Γαβριήλος πέθανε στα αλήθεια, τα σημάδια στα χέρια και τα πόδια φωτοβολούσαν σαν κόκκινες πυρκαγιές. Τον πήρε ένα σύννεφο και τον οδήγησε στον ουρανό. Εκεί συνάντησε τους γονείς του και όλους τους αγγέλους. Πίσω στο χωριό έμαθαν για το θάνατο και την ανάσταση του πάμπτωχου Γαβριήλου και έντρομοι αναζήτησαν για το νέο αγόρι που θα αναπαριστούσε τον Χριστό στις ερχόμενες εκδηλώσεις του Πάσχα. Αυτή την φορά ο λαχνός έπεσε στο μελαψό Χασάν Χασάν από την Αίγυπτο. Οι πάντες έμειναν ευχαριστημένοι από αυτή την θεία επιλογή και σταυροκοπήθηκαν με κατάνυξη προς τον Θεό. Το έθιμο θα συνεχιζότανε και οι κάτοικοι του χωριού θα ευημερούσαν χάρη στη θυσία του μικρού Αιγυπτίου.

Λένε όποιος αναπαριστά τον Χριστό η ζωή του γίνεται μαρτύριο και καταλήγει στην τρέλα ή τον θάνατο