«Μικροί ναοί στο κύμα» ονομάζεται η ποιητική συλλογή της Βασιλικής Εργαζάκη. Ήδη από τον τίτλο ακόμα προσπαθεί να μας τραβήξει την προσοχή, ενώ βήμα βημα μας εισάγει σε έναν κόσμο γεμάτο μεταφορές και υπερρεαλιστικά στοιχεία. Ο αναγνώστης νιώθει τις αισθήσεις του να καταπραΰνονται έχοντας γίνει συνεπιβάτης σε ένα ειδυλλιακό ταξίδι γεμάτο λυρισμό, αισθησιασμό και φυσιολατρικούς στοχασμούς. Σχεδόν ονειρικές καταστάσεις, θα έλεγα, που εξυμνούν τη θάλασσα, τον ουρανό, την αρχαία κληρονομιά μας. Ονειρικά είναι και τα ταξίδια που πραγματοποιεί σε τόπους άγνωστους μα λυτρωτικούς κάτι σαν τη γη της επαγγελίας. Υπήρχαν σημεία που νόμιζα πως θα δω ιέρειες να ψέλνουν μυστηριακούς ύμνους αφιερωμένους στον ζωοφόρο ήλιο ή στη γονιμότητα της γης και που εναρμονίζονταν άμεσα με τις ποιητικές κατευθύνσεις του Άγγελου Σικελιανού. Υπήρχαν όμως και σημεία που η ποιήτρια εγκατέλειπε τα επουράνια και γινόταν πιο στοργική, πιο προστατευτική, όπως τα Φωτερά περάσματα, που νοσταλγικά ξεδιπλώνει τη μορφή και το ρόλο ενός πατέρα.


Σε φωτερά περάσματα
Σε μονοπάτια ανάμεσα στις πέτρες
Και τα λιόδεντρα

Σε βρίσκω

Να μοχτείς για την Αλήθεια

Το άρωμα σου στα πρώτα μου κύτταρα
Απ' τη σοδειά σου τα φτερά
Και τα τραγούδια των πουλιών
Στα παραμύθια.

Γυμνά προβαίνουν τα βουνά
Και αναφύονται γίγαντες
-Ποιος θα παλέψει πάλι με το Φόβο;

«Παραμύθια...» μου λες

«Δεν υπάρχουν οι γίγαντες

Προβολές της σκιάς είναι μόνο»

Ρίχνεις μια σπίθα στη νυχτιά
Κι επιστρατεύονται οι άνεμοι
- Ποιος θα κερδίσει το παιχνίδι με το φόβο;

«Η Αλήθεια!
Η Αλήθεια...» μου λες
Και υποκλίνεσαι

Σε μια πέτρα που αγκάθι φυτρώνει

«Η Αλήθεια» μου λες
Και ορκίζεσαι
Πως στο αγκάθι ένα ρόδο μεστώνει

Δυτικά της φωτιάς.

Εκεί
Στα φωτερά περάσματα της αγωνίας σου
Ελευθερώνεις τη δύναμη

Και δυνατός

Περνάς στο φως

Άφοβο Φως!

Ιχνηλατώντας λίγο πιο πέρα
Την Ύπαρξη.

 

Το παραπάνω ποίημα έρχεται να ταυτιστεί εμμέσως σε ένα άλλο ποίημα, με τίτλο Προκρούστης, καθώς αναφέρεται στις φοβίες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος, από την παιδική του ακόμα ηλικία. Η ποιήτρια μας υπενθυμίζει πως συχνά οι φόβοι μας γεννιούνται μέσα στη ίδια μας την σκέψη κι ότι πάντα οφείλουμε να αναζητούμε την εναλλακτική φυγή από αυτούς…


Ο γίγαντας που με καρτέραγε

χαμογελούσε

-Πως είχε κουμπωμένο το πουκάμισο

δε σ' ενοχλούσε;


Που τον απάντησα πρόθυμος φάνηκε

να με φιλέψει

-Σφιχτά πως έκλεινε τις άδειες χούφτες του

το 'χες προσέξει;


Ό,τι περίσσευε αμέσως το 'κοβε

και το πετούσε

-Κι ό,τι του έλειπε απλά το άρπαζε

και δε ρωτούσε.


Στενό το πέρασμα, δύσβατη κι άγρια
ετούτη η θέση

-Πώς έτσι η άγνοια της ιστορίας

σ' έχει παιδέψει!


Ήλιε μου πρόβαλε, φτερούγες μέσα μου

να ξεδιπλώσω

-Πάνω απ' τα πέλαγα με το ξημέρωμα

θα σ' ανταμώσω.


Γλάρε λευκόφτερε, ποια η αλήθεια μου

και ποιο το ψέμα;

-Δες πως ενώθηκαν όλα τα χρώματα

μέσα στο ένα.


Κι ο γίγαντας που με καρτέραγε

κάπου στη σκέψη;

-Ο φόβος ήτανε κι όλη τη δύναμη

σου είχε κλέψει


Μια άλλη παράμετρος αυτής της ποιητικής συλλογής είναι η τάση για "πέταγμα", είτε στην υπερκόσμια πραγματικότητα, είτε σε πτήσεις που ο κόσμος να μοιάζει με ζωγραφιά στα μάτια του αναγνώστη. Άλλοτε το ρόλο αυτό αναλαμβάνει ένας γλάρος, άλλοτε η φαντασία... Γεγονός είναι πως αυτή η στάση της ποιήτριας αναδύει μια τάση φυγής. Μια προσδοκώμενη διέξοδο... Μήπως τελικά η ίδια ποίηση είναι η διαφυγή της; Ωστόσο, η Βασιλική Εργαζάκη δεν χάνει το κουράγιο της και παροτρύνει και τους άλλους να πράξουν το ίδιο. Πιστεύει πως ακόμα κι αν αλλάξουν όλα γύρω μας, ακόμα και αν οι παιδικές μας μνήμες αρχίζουν να εξαϋλώνονται, εμείς οφείλουμε να κρατάμε ανοιχτό το παράθυρο της ζωής μας. Μπορούμε και έχουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε…

Άφησα ανοιχτό το παράθυρο
που πρωταντίκρισα
την απεραντοσύνη

Για να διαβαίνουν τα πουλιά με τα μηνύματα
και τα χλωρά κλαράκια της ελιάς

Διάλεξα μιαν ευχή
και
έγραψα στο πρεβάζι του
με διψασμένα γράμματα
τη λέξη «α λ ή θ ε ι α»

Πέρασαν τα πουλιά
πέρασε κι ο καιρός

Προχώρησε η ζωή
προχώρησαν οι άνθρωποι

Η γειτονιά μας άλλαξε
Το δέντρο στην αυλή μας
δεν υπάρχει

Μα εκείνο το παράθυρο
κρατήθηκε ανοιχτό

Για τη ζωή
Για τη φυγή

Για το εσώτερο απάνθισμα του ανθρώπου


Διαβάζει ακόμη

τις εικόνες που περνούν

και το μελάνι ασάλευτο

γράφει σε κάθε μιας την οροφή

τη λέξη «αλήθεια»


Γενικά η ποίηση της Βασιλικής Εργαζάκη κρατάει θετική στάση για τη ζωή και απορρίπτει τις θλιβερές εικόνες. Τα λιγοστά σημεία απογοήτευσης σχεδόν συνθλίβονται μέσα στον πλούτο του ορατού κόσμου και στα απόκρυφα μηνύματα που αυτός μεταδίδει στην ανθρώπινη ύπαρξη. Με την «ώρα σιωπής» δίνει την ύστατη πάλη με τη θλίψη και σαλπίζει τον ερχομό της ελπίδας…

-Κι όμως

Υπάρχει μέσα σου ένα κομμάτι ήλιος

-Σώπασε...

Ήταν η ώρα της θλίψης

Του πανικού και της αποδυνάμωσης

Τα δάκρυα ψηλάφισαν την ομίχλη

Η ατραπός ξεπέρασε τα χαλάσματα.

-Κι όμως

Υπάρχει μέσα σου ένα κομμάτι ήλιος

Απείραχτο στη θύμηση πως κόπηκε απ' το φως

-Σώπασε...

Η προσευχή αλαφρωμένη στον ουρανό κατευθύνεται

Κι ας είναι ακόμη νοτισμένη

Από βροχές ανομημάτων και τύψεων

Κι ας είναι ακόμη τυλιγμένη

Στις εντολές που άφησε πίσω του ο φόβος.

-Κι όμως

Υπάρχει μέσα σου ένα κομμάτι φως!

Αγέραστα, ψηλά βουνά στην αγκαλιά του απείρου
Που πάνω σας το σύννεφο τη θλίψη του ακουμπά
Λιώστε το πάγο της δυσπιστίας μου
Ελευθερώστε τα αλυσοδεμένα μου όνειρα
Δώστε πηγές να ξεδιψάσουν τα πουλιά

Να ξεδιπλώσει ο αετός τις φτερούγες του
Και να βρεθεί στα ύψη

Αμάραντα να στρώσει στα μαλλιά της Βερενίκης
Και να κριθεί ο Ήλιος νικητής

Να αστράψουν τα πετράδια της γης και οι θάλασσες
Να τελεστεί το μυστήριο

-Σώπασε...

-Να τελεστεί το μυστήριο

Στους ανοιχτούς ροδώνες της καρδιάς.


Πραγματικό μυστήριο αποτελεί και ο τίτλος του βιβλίου. Ποιοι είναι τελικά οι μικροί ναοί στο κύμα; Στο ποίημα με τον τίτλο «όνειρο» ο αναγνώστης αφήνεται μόνος του ν’ αποφασίσει. Να ‘ναι τα καράβια; Να ‘ναι η αντανάκλαση του φωτός στη θάλασσα; Να ‘ναι ένα ξωκλήσι; Ή απλά μια προσωπική της φαντασίωση; Στο ποίημα «χορογραφία» η ταύτιση ναού - καραβιού μοιάζει να οριστικοποιείται, αλλά στο ποίημα «γαλήνη των καιρών» ένιωσα τα συμπεράσματά μου να "ακυρώνονται" μιας και ο μικρός ναός επέστρεψε στην πραγματική του σημασία… Τελικά το κατάλαβα… Οι μικροί ναοί στο κύμα είναι απλά μια ιδέα! Η ύστατη προτροπή στον εφήμερο άνθρωπο προκειμένου να αφεθεί μέσα στις δυνάμεις του σύμπαντος που τον φιλοξενούν. Μια θάλασσα που μετατρέπεται σε καθαρτήριο, τόπο λύτρωσης, διαφυγής και αναζήτησης. Ας κάνουμε λοιπόν αυτό το ταξίδι όσο μπορούμε πιο γρήγορα, γιατί όπως σωστά υπενθυμίζει η Βασιλική Εργαζάκη,


Κι ως να σταλάξει η αμφιβολία τη γνώση της

Ως να ανοιχτούν τα μάτια της ψυχής

Περνάς βιαστική

Και σε λένε νεότητα

 


Αλέξανδρος Ακριτίδης