Μυθιστόρημα - Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Η «τελευταία πόλη» είναι ένα αντιπολεμικό και ψυχολογικό έργο, που φέρει την υπογραφή του αξιολογότατου Διονύση Μαρίνου. Ο τρόπος γραφής του ωστόσο είναι τόσο ιδιαίτερος και τόσο διαφορετικός από τους άλλους, που σου προκαλεί εντύπωση. Όλη η υπόθεση του βιβλίου στηρίζεται στο πρότυπο του ομηρικού ή καβαφικού ταξιδιού για την εύρεση της Ιθάκης. Μόνο που εδώ ως Ιθάκη λογίζεται ένας τόπος σωτηρίας και λύτρωσης. Κι αν το ταξίδι γνώσης κι εμπειρίας του Οδυσσέα είχε αίσιο τέλος, το ταξίδι της διωγμένης οικογένειας έχει από την αρχή προδιαγεγραμμένο προορισμό. Η γνώση των νέων τόπων γίνεται φόβος, ενώ οι εμπειρίες, που βιώνουν τα μέλη της, μόνο με το θάνατο μπορούν να συσχετιστούν.
Όταν τελείωσα και την τελευταία σελίδα του βιβλίου ένιωσα όπως ακριβώς όταν πήγα σε κινηματογράφο της Θεσσαλονίκης για να δω τους 300 του Λεωνίδα. Και εξηγούμαι ευθύς. Όπως στο κόμικ του Frank Miller, έτσι και στην «τελευταία πόλη» ο δημιουργός δεν ενδιαφέρεται για τη ρεαλιστική απόδοση του έργου με βάση τα γνωστά ιστορικά στοιχεία. Πράγματι η μάχη των Θερμοπυλών, όπως και ο Γιουγκοσλαβικός εμφύλιος ήταν πραγματικά γεγονότα. Σε καμία όμως περίπτωση η τοπιογραφία, τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και οι ανθρώπινες φιγούρες δεν λαμβάνουν αληθοφανή γνωρίσματα. Οι περιοχές, που διασχίζει η κυνηγημένη οικογένεια της «τελευταίας πόλης» μοιάζουν βγαλμένες από σενάρια επιστημονικής φαντασίας ή από ταινίες πυρηνικού ολέθρου και περιβαλλοντολογικής καταστροφής. Οι μορφές, που περιγράφει ο συγγραφέας, μοιάζουν απόκοσμα τέρατα ενός άλλου πολιτισμού, που έχει ραγδαία αποσαθρώσει τον δικό μας. Οι ουρανοί σκούροι, μολυσμένοι και μελαγχολικοί θυμίζουν την ατμοσφαιρική ρύπανση της βιομηχανικής κινέζικης πόλης Linfen. Η φυσική ομορφιά της βαλκανικής Γιουγκοσλαβίας αποκρύπτεται διαρκώς, ενώ οι βαλκανικές πόλεις μοιάζουν με κάτι διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουμε…. Κι αν πράγματι πολλές πρώην Γιουγκοσλαβικές πόλεις καταστράφηκαν, είναι έκδηλο πως μια αίσθηση "υπερβολής" διαπερνά πέρα ως πέρα το βιβλίο.
Συνεπώς μια σειρά ερωτηματικών πλανάται στη σκέψη του αναγνώστη. Γιατί ο συγγραφέας επιλέγει αυτή την οδό της "υπερβολής" και των μη - ρεαλιστικών περιγραφών; Γιατί χρησιμοποιεί τόσο έντονα τη μεταφορά και την πεσιμιστική περιγραφικότητα; Η ερώτηση είναι εύκολο ν’ απαντηθεί μόλις τελειώσεις το βιβλίο. Ο Διονύσης Μαρίνος, άριστος χρήστης της ελληνικής γλώσσας, δεν θέλει να δημιουργήσει ένα κοινότυπο αντιπολεμικό βιβλίο, όπως γίνεται συνήθως, όπου θίγονται οι ανθρώπινες πράξεις, τα επακόλουθα προβλήματα του πολέμου, η προσφυγιά και ο θάνατος. Ίσως γι’ αυτό αποφεύγει να προσδιορίσει τα αντίπαλα στρατόπεδα. Δεν τον ενδιαφέρει να μας περιγράψει αν οι άνθρωποι που αναφέρει είναι Σέρβοι, Κροάτες ή μουσουλμάνοι της Βοσνίας. Δεν αποσκοπεί στην εκατέρωθεν απόδοση ευθυνών ή στο ποιος τελικά θα επιζήσει απ’ αυτή τη δίνη. Εξάλλου όλοι έχουν μεγάλες απώλειες. Αυτό που επιδιώκει κυρίως είναι να μας σοκάρει. Να μας αηδιάσει για όσα γίνονται γύρω μας. Να κάνει το στομάχι μας να σφιχτεί απ’ την απέχθεια. Να μας φοβίσει. Άρα κύριος στόχος του η αποτροπή και η καταδίκη τέτοιων καταστάσεων. Η σκέψη πως κάλλιστα θα μπορούσαμε κι εμείς να ζήσουμε τέτοιες στιγμές, όπως η φωτιά που έκαψε κυριολεκτικά τη γειτονιά μας. Κι αν δεν μπορούμε να αντικρύσουμε την ωμή βία με τα μάτια μας, ο Διονύσης Μαρίνος με "θράσος" τη σερβίρει στη σκέψη μας….
Αλέξανδρος Ακριτίδης