Ποίηση - Εκδόσεις Πολύτροπον
«Ανεκπλήρωτοι φόβοι» ονομάζεται η ποιητική συλλογή που μας έστειλε ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος και είναι η πρώτη του επίσημη δουλειά. Εάν και οι Χριστουγεννιάτικες μέρες, που διανύουμε, μας ωθούν κυρίως σε χαρούμενες και εύθυμες σκέψεις, αυτή η συλλογή με έκανε να αισθανθώ ακριβώς τα αντίθετα. Καθώς εμπεριέχει σε μεγάλες δόσεις θλίψη, πόνο, οργή, στενοχώρια, απογοήτευση, διαμαρτυρία. Πραγματοποιώντας αυτούς τους σχολιασμούς βιβλίων καθαρά από αγάπη για τη λογοτεχνία, άθελά μου είμαι συχνά αναγκασμένος να κάνω το «ψυχογράφημα» του εκάστοτε δημιουργού. Και δεν κρύβω πως, όταν τα αποτελέσματά του αναδύουν πόνο, αυτό υποσυνείδητα επηρεάζει και τη δική μου ψυχολογία.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Χρήστος δεν δημιουργεί ρόλους και πρωταγωνιστές παρά γίνεται ο ίδιος ο «ήρωας» του λόγου του. Αν και η λέξη «ήρωας» μπορεί να ακούγεται οξύμωρη στην προκειμένη περίπτωση, στο τέλος θα την αιτιολογήσω. Ο ποιητής, υπονοώντας κυρίως τα δικά του βιώματα, ζωγραφίζει το ασπρόμαυρο graffiti της ζωής του από την παιδική του ηλικία ως το σήμερα. Ο ίδιος θα κάνει ένα τεράστιο άλμα στο εναρκτήριο λάκτισμα του βίου του αφήνοντας την ιδιαίτερη πατρίδα του για ν’ αναζητήσει με την οικογένειά του μια άλλη. Σαφώς αυτό που βρήκε δεν ήταν το αναμενόμενο. Ζώντας τα τελευταία χρόνια σε ένα ασφυκτικό αστικό περιβάλλον, όπου η κοινωνία λειτουργεί υπό πίεση και σε έναν κόσμο ανέτοιμο να δεχτεί τη ραγδαία πληθυσμιακή και πολυπολιτισμική έκρηξη, ο ποιητής – ήρωας γίνεται άθελά του θύμα των εξελίξεων. Μέσα σ’ αυτό το αρνητικό κλίμα και βλέποντας πως οι γύρω του έμοιαζαν ανήμποροι να τον βοηθήσουν, στράφηκε προς την μελαγχολία και την εσωστρέφεια.
Είναι οδυνηρό, να διαπιστώνεις πως ένας ποιητής ενσωματώνει στην αδιάλειπτη διαμαρτυρία του και σκηνές της παιδικής του ηλικίας. Οι δυσκολίες φαίνεται πως τον συνόδευαν από τα πρώτα του βήματα, ενώ αφήνει να εννοηθεί πως ακόμα κι όταν κάποτε αντίκρισε μια ακτίνα φωτός μπροστά του κι αυτή έσβησε σχεδόν αστραπιαία. Θεωρεί επίσης πως απ’ τη γέννησή μας είμαστε έρμαια της μοίρας μας. Σε ένα δυνατό ποίημά του γράφει πως υπήρχε μια περίεργη πόρτα που βρισκόταν απέναντί του και που προφανώς οδηγούσε στο άγνωστο, μα ωστόσο δεν άνοιξε ποτέ για εκείνον. Εκτιμά ως μηδενική την πορεία του ανθρώπου στη ζωή καθώς δεν βρίσκει λογική, ανθρωπιά και μέλλον σε τίποτα. Βρίσκοντας φωνή μέσα από την ποίηση και τον σκληρό σουρεαλισμό καταργεί τα ευδιάκριτα όρια μεταξύ της ζωής και του θανάτου και στηλιτεύει την ολοένα και αυξανόμενη απόσταση μεταξύ των φτωχών περιθωριοποιημένων και εύπορων εξουσιαστών. Όσον αφορά την κοινωνία την ταυτίζει με έναν σκουπιδότοπο που ρουφάει τα πάντα. Θεωρεί, και όχι εντελώς άδικα, πως για να επιβιώσεις σήμερα πρέπει να εξαπατάς κι εσύ τους γύρω σου και πως τελικά η κρίση θα μας αναγκάσει να αλληλοφαγωθούμε μεταξύ μας. Έξαλλου είναι γεγονός πως η ένδεια προκαλεί ζήλια, γκρίνια και μίσος…
Είναι τραγική η συγκυρία πως σε τέσσερις τουλάχιστον περιπτώσεις ο ήρωας κοιτάζεται στον καθρέπτη και δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του. Άλλωστε κάπου ομολογεί κι ο ίδιος πως οι καταστάσεις τον άλλαξαν, τον έκαναν σκληρό, χωρίς πολλούς συναισθηματισμούς, χωρίς ζωντάνια… Εκφράζει μια καχυποψία για τους ανθρώπους, οι οποίοι στέκουν γύρω του άλλοτε τυφλοί και άλλοτε άλαλοι. Ακόμα και η ποίηση, ως υποκείμενο, ταυτίζεται με τον αρνητισμό καθώς κάθε φορά που θα ξεχαστεί και θα νιώσει όμορφα αισθάνεται πως διαπράττει μοιχεία απέναντί της και στον σκοπό που εξυπηρετεί… Υποσκάπτοντας τα θεμέλια της δικής του ποιητικής αξίας νιώθει πως όταν θα αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο δεν θα μας έχει αφήσει τίποτα άξιο λόγου… Το θετικό βέβαια είναι πως η ποιητική ικανότητα του Χρήστου Γκέζου κινείται σε υψηλότατα επίπεδα και σίγουρα κάτι καλό θα μας μείνει…
Λοιπόν τελειώνω με τους «ανεκπλήρωτους φόβους» επανερχόμενος, όπως υποσχέθηκα, στην επεξήγηση της δικής μου ταύτισης «ποιητή - ήρωα» στο συγκεκριμένο βιβλίο. Δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να κρίνω αρνητικά έναν άνθρωπο που με κάθε ειλικρίνεια μας έχει περιγράψει τον ψυχικό του κόσμο. Όταν μάλιστα εγώ προσωπικά έχω μεγαλώσει σε αρκετά ομαλότερες συνθήκες. Αντιθέτως, διακρίνω ηρωισμό σε έναν νέο άνθρωπο που ήρθε στον τόπο μας «χωρίς αποσκευές» και κατόρθωσε με κόπους και αξιώσεις να τελειώσει το Πολυτεχνείο. Πολλοί ανάμεσά μας έχουν τα πάντα και δεν καταφέρνουν τίποτα… Συνεπώς δεν υπάρχει ούτε παρηγοριά, αλλά ούτε και μαγικό φίλτρο που να αλλάζει το παρελθόν. Το μέλλον όμως βρίσκεται μπροστά μας και μας δοκιμάζει. Είμαι βέβαιος πως αυτός που θ’ αποφασίσει να παλέψει στο τέλος θα κερδίσει. Και τότε θα δούμε αν τελικά θ’ αφήσουμε το χρόνο να «φάει τα παιδιά του», όπως λέει κι ο ποιητής… Μπορούμε να γίνουμε θύματα του χρόνου ή να αγωνιστούμε για ν’ αφήσουμε το δικό μας στίγμα. Φίλε μου Χρήστο, κατά τη δική μου ταπεινή άποψη, έχεις κάνει ήδη την αρχή…
τα βλέμματα πίσω απ' το τζάμι
Κάθε ταξίδι μου κυλά μες στη μελαγχολία,
μέσα στη μοναξιά του γεμάτου λεωφορείου ή τρένου,
εγώ κι ο δρόμος μοναχά
που απλώνεται στα πόδια μου ανοιχτός
και άπειρος,
όπως ο δρόμος που διέσχισα
κι άφησα πίσω μου μέχρι το σήμερα,
μέχρι το τώρα.
Είναι ίσως η αγωνία για το τι με περιμένει στον σταθμό,
για το αν με περιμένει κάποιος άνθρωπος με αίμα
κι αγκαλιά.
Ίσως η υποχρέωση που φέρνει κάθε φορά η άφιξη
να βγεις έξω στον κόσμο και να ζήσεις.
Τώρα όμως που βλέπω τον κόσμο να χάνεται
σε τρίμματα πίσω απ' το τζάμι,
να σβήνει όπως μια χαρακιά στο κύμα,
λέω μήπως φταίει μοναχά που κάθε μου ταξίδι
είναι μια πρόβα για το άλλο,
το μεγάλο.
για άλλους φυλαγμένο
Στοίβαξε το παιδί καρέκλες ίσαμε τον ουρανό
να φτάσει το βάζο με το μέλι.
Η μάνα του πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο
και του τράβηξε το αφτί:
Το φυλάμε για τους μουσαφφαίους, είπε,
δεν είναι για τα μούτρα σου
τα βάζα με διαλεχτό λιωμένο ήλιο.
Αλέξανδρος Ακριτίδης
Λογοτέχνης - Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών