Μυθιστόρημα - Εκδόσεις Ωκεανίδα
Το «Ποτέ και πάντα» είναι το τρίτο μυθιστόρημα του συγγραφέα Γιώργου Ψύλλα. Ανέκαθεν οι ιστορίες που διαδραματίζονται στη Μικρά Ασία μου κέντριζαν το ενδιαφέρον, όμως φέρνοντας συνειρμικά στο νου τα βιβλία της Σωτηρίου, του Βενέζη, του Κόντογλου θεωρούσα ότι δύσκολα θα ξανασυναντούσα μια ανάλογη γραφή στις μέρες μας. Διαψεύστηκα γρήγορα από τις πρώτες κιόλας σελίδες αυτού του μυθιστορήματος, που κρύβει μέσα του όλη τη μαγεία, τις μυρωδιές και τις ηθικές αξίες εκείνης της εποχής. Γραφή πλούσια, γλαφυρή, χειμαρρώδης, που χαϊδεύει τη σκέψη του αναγνώστη και την αρμενίζει στη θάλασσα της νοσταλγίας.
Η ροή του βιβλίου μεταλλάσσεται από πρώτο πρόσωπο σε τρίτο και αντίστροφα, ενώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί άριστα αρκετές από τις τεχνικές αφήγησης. Αλλαγές οπτικής γωνίας, μίμηση γλωσσικών ιδιωμάτων, εσωτερικός μονόλογος, τεχνική του «παντογνώστη αφηγητή». Η σχεδόν αυτόνομη ιστορία του Ντόκου θα μπορούσε να είναι κάλλιστα ένα από τα διηγήματα του Καρκαβίτσα στα «Λόγια της πλώρης», μα στο τέλος αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για μια άλλη διαφορετική συγγραφική προσωπικότητα. Μέσω των ηρώων του ο συγγραφέας «σκανάρει» τα πάντα γύρω του έχοντας τη δυνατότητα να δίνει ζωή και ομορφιά ακόμα και σε άψυχα αντικείμενα.
Τα δραματικά ιστορικά στοιχεία του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής καταστροφής λειτουργούν αμφίδρομα. Αφ’ ενός μεν ο συγγραφέας δεν αρκείται στην εξιστόρηση της ζωής ενός ανθρώπου μέσα στο ρου των γεγονότων, αλλά ερευνά συστηματικά κάθε επιμέρους ιστορικό στοιχείο. Αφ’ εταίρου δε, δεν αφιερώνει πολλές αράδες στα ίδια τα τραγικά γεγονότα, παρά ακολουθεί κυρίως την πορεία των ηρώων του. Άλλωστε θα ήταν κοινότυπο να μας παρέθετε στοιχεία πόνου και καταστροφής που έτσι κι αλλιώς τα γνωρίζαμε. Άρα αφήνει τον αναγνώστη να ακροβατεί στο συρματόσχοινο της υπόθεσης, βάζοντας την ίδια την Ιστορία να το κουνά επικίνδυνα.
Το μυθιστόρημα αυτό βρίθει πολιτισμικών και γλωσσικών στοιχείων των λαών της Ανατολής, εξομαλύνοντας τις όποιες αρνητικές απόψεις έχει ο Έλληνας γι’ αυτούς. Ο συγγραφέας στέκεται αυστηρός στα λάθη όλων και δεν χαρίζεται στην υπεροπτική συμπεριφορά μιας μερίδας της Ελληνικής ελίτ της Σμύρνης. Άλλωστε οι δυο λαοί, τουρκικός κι ελληνικός, θα μπορούσαν ακόμα να συμβιώνουν αν δεν υπήρχαν οι ξένες παρεμβάσεις, τα πολιτικά λάθη και οι εθνικιστικές εξάρσεις των Νεότουρκων του Κεμάλ. Χούντα, Κυπριακό, Τουρκοκρητικοί είναι επίσης από τα θέματα που περνούν από την μεστή πένα του συγγραφέα, ο οποίος τάσσεται υπέρ μιας πανανθρώπινης οικουμενικότητας και υπέρ κάποιων αγνών συστατικών που δίνουν πραγματικό νόημα στη ζωή.
Ένας σύγχρονος «Οδυσσέας» αφήνει πίσω την αδιάφορη Πηνελόπη του και αναζητά τον έρωτα και την αγάπη σε ξένα λιμάνια. Αυτός ο ίδιος παίρνει την ευθύνη να μας αφηγηθεί την ιστορία ενός άλλου, σχεδόν μυθικού προσώπου, που δεν χορταίνει από ζωή, χρήμα και ασωτία. Η αμαρτία τον έλκει σαν μαγνήτης και τον ηδονίζει. Δοκιμάζει και κατακτά τα πάντα. Εκπληκτική και συμβολική συνάμα η εικόνα της αποκαθήλωσης του άλλοτε ισχυρού άνδρα από τον συγγραφέα, ο οποίος αδίστακτα γελοιοποιεί την εικόνα του μπροστά στα αδηφάγα μάτια του αναγνώστη, που κρυφοψιθυρίζει «…καλά να πάθει!...» Όποιος υπηρέτησε πιστά τον ίδιο ή την αγάπη του, έγινε θύμα της επιλογής του. Η απόρριψη των «ανώτερων στρωμάτων» και το πάθος για κοινωνική ανέλιξη γίνονται το εφαλτήριο της καταστροφικής του πορείας. Οι γυναίκες της ζωής του «αλέθονται» μια μια στη μυλόπετρα του ασυμβίβαστου χαρακτήρα του.
Όλο το μυθιστόρημα μια αρχαία τραγωδία. Η Ύβρις που διαπράττει ο αχόρταγος άνθρωπος απέναντι σε Θεούς και θνητούς και η αναμενόμενη τιμωρία του να τα χάνει όλα και να μένει πάντοτε κενή η ψυχή του. Εξάλλου δική του ήταν πάντα η τραγική επιλογή των πράξεών του. Ακόμα και όταν η αφήγηση περνάει στα χέρια του εθνικά «αντιπάλου» Τούρκου Γκιουνές, μας έρχονται στο νου οι Πέρσες του Αισχύλου. Γιατί οι Πέρσες είναι το πρώτο σωζόμενο έργο που διαδραματίζεται αποκλειστικά στο στρατόπεδο του «εχθρού». Μέσω λοιπόν αυτής της κατεύθυνσης ο συγγραφέας μας φέρνει σ’ επαφή με τις συνήθειες, τα έθιμα και την ιδεολογία των Τούρκων. Μας αφήνει έτσι να σκεφτούμε πως στο κάτω κάτω οι λαοί δεν φταίνε για τα όσα τραγικά συμβαίνουν μεταξύ τους…. Η Βάρκα επίσης που μεταφέρει σχεδόν νεκρό τον πρωταγωνιστή Γιουφκά στη Σάμο, θυμίζει το πέρασμα στον άλλο κόσμο μέσω του ποταμού Αχέροντα.
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο. Ο Γιώργος Ψύλλας διδάσκει σ’ εμάς τους νέους συγγραφείς πώς πρέπει να γράφουμε. Δεν μπορείς έστω και λίγο να μην ζηλέψεις τη γραφή του. Μια γραφή παλιά, γλυκιά, όχι από αυτές που μαθαίνονται, αλλά από εκείνες που ωριμάζουν στα αίμα του συγγραφέα με τα χρόνια. Θα κλείσω με μια δική του φράση, που για μένα αποτελεί στάση ζωής:
«Δεν μπορώ να περιμένω από την τύχη να κάνει, αντί για μένα, την δουλειά της. Κι εγώ; Τι θα είμαι; Θεατής των καραβιών που θα περνούν από μπροστά μου, κάνοντας κούφιες ευχές να μου φέρουν το χρυσό μήλο της ευτυχίας;»
Αλέξανδρος Ακριτίδης
Λογοτέχνης - Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών