Εκδόσεις Παρασκήνιο
«Οι δύο ρολογάδες» είναι το πρώτο λογοτεχνικό έργο του Νίκου Σακκά, μετά από δυο εκδοθέντα βιβλία για την εκπαίδευση και την επιχειρηματικότητα. Αν και ο ίδιος αποφεύγει να το προσδιορίσει, βρίσκεται εγγύτερα της σύγχρονης νουβέλας και πιο μακριά από το μυθιστόρημα. Το βιβλίο περιγράφει την παράλληλη πορεία δυο φίλων, από τη φοιτητική τους περίοδο, ως τη μετανάστευση στο εξωτερικό και την επιστροφή στα πάτρια εδάφη.
Αν ψάχνετε για πραγματικούς ρολογάδες δεν θα βρείτε. Το ρολόι του καθενός και τα κουρδίσματά του σημαίνουν μεταφορικά το χρόνο και τις ενέργειες μέσα στον οποίο αυτοί οι δύο άνθρωποι σχεδίασαν, μεταχειρίστηκαν και οργάνωσαν τη ζωή τους. Πότε οι καλοκουρδισμένοι δείκτες του ρολογιού δούλευαν σωστά και με ρυθμό και πότε έδειχναν να ατονούν ή να δυσκολεύονται να γυρίσουν. Ένα χρονικό ταξίδι που διαπερνά τις ανθρώπινες σχέσεις, την πολιτική ιδεολογία, τα εσωτερικά γρανάζια των επιχειρήσεων. Όλο το βιβλίο είναι ουσιαστικά ένα ρολόι, που ακολουθεί τον συγγραφέα σε κάθε βιωματική του μνήμη. Δείγμα προσωπικότητας που λειτουργεί πάντα με πρόγραμμα και οργάνωση μέσα σε μια ελληνική κοινωνία, που τους ανθρώπους αυτού του είδους δεν τους αποδέχεται εύκολα…
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο μπήκα για πρώτη φορά στη διαδικασία να προσδιορίσω το πόσο «λογοτεχνικός» είναι ο λόγος του συγγραφέα. Με δικά μου ποσοστά λοιπόν θα έλεγα ότι η αναλογία λογοτεχνία – δοκίμιο είναι περίπου 50-50. Αν και υπάρχουν ολόκληρα κεφάλαια με πλούσιο λόγο, γεμάτο μεταφορές, εικόνες και συνειρμούς, υπάρχουν άλλα τόσο που ο συγγραφέας παρασύρεται από την επιστημονική του ιδιότητα. Γνώμη μου είναι πως αυτό δεν είναι ζήτημα συγγραφικής ικανότητας, αλλά επιλογής θεματολογίας. Καθώς ο συγγραφέας επιλέγει να δώσει μεγάλη βαρύτητα στο επιχειρηματικό – πολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας και του εξωτερικού και όχι να γράψει ένα κείμενο με περισσότερη μυθοπλασία, που θα το έκανε πιο οικείο στον αναγνώστη. Έξαλλου την οδυνηρή πραγματικότητα της χώρας μας την γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς. Και θα φέρω ένα παράδειγμα. Προσφάτως παρακολούθησα μια θεατρική παράσταση όπου παρουσιαζόταν η ανεργία, η κρατική διαφθορά, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η μετανάστευση των νέων. Συνεπώς, κατά γενική ομολογία των παρευρισκομένων, η παράσταση δεν μας πρόσφερε το «ταξίδι» που προσδοκούσαμε. Τη στιγμιαία φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα, που όπως προανέφερα, τη ζούμε καθημερινά στο πετσί μας και μας την υπενθυμίζουν με «συνέπεια» τα Μ.Μ.Ε. Αυτό που θέλω να πω είναι πως το βιβλίο, είτε με χαρούμενο, είτε με στενάχωρο περιεχόμενο οφείλει να προσφέρει στον αναγνώστη κάτι διαφορετικό από αυτό που ήδη ζει. Μια εναλλακτική οπτική των πραγμάτων, ώστε να δικαιολογεί τον λόγο ύπαρξής του. Βέβαια αυτό που εκφράζω είναι καθαρά η προσωπική μου άποψη…
Τα ζητήματα που θίγονται μέσα στους «δυο ρολογάδες» είναι πολλά και βαρυσήμαντα. Η επιτυχία των ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό, η δομή και ο τρόπος λειτουργίας των μεγάλων εταιριών, τα λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων, οι ανίκανοι «κομματικοί» σε υψηλές επιτελικές θέσεις, το τέρας της γραφειοκρατίας, η «κούφια» ελληνική υπερκαταναλωτική κοινωνία που κατέρρευσε, οι σχέσεις της Εκκλησίας με το ποίμνιό της, έως και η δράση της 17 Νοέμβρη... Ο συγγραφέας φέρνει σε αντιπαράθεση τον υπαρκτό σοσιαλισμό των Βόρειων χωρών με τον «πλαστό» ελληνικό, επικερδές αποκύημα ορισμένων της γενιάς του Πολυτεχνείου. Οι δύο ήρωες θα επιδιώξουν την πολιτική αλλαγή επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση τους με τον χαμένο χρόνο των δικών τους «ρολογιών». Έτσι θα γεννηθεί το Κίνημα Πολιτών που θα επιδιώξει να εμβολίσει το υπάρχον πολιτικό κατεστημένο, με ειλικρινείς προθέσεις για τη χώρα μας. Θα προσκρούσει ωστόσο σε μια λερναία Ύδρα που έχει από χρόνια οργανωθεί και διαβρώσει κάθε μηχανισμό που οδηγεί στη Βουλή.
Κλείνοντας θα σταθώ σε δύο πράγματα. Πρώτον πως αυτό που μου έμεινε περισσότερο στο νου από το έργο του Νίκου Σακκά είναι η ζωή των Ελλήνων στο εξωτερικό με όλα της τα καλά και τα ευτράπελα, αλλά και ο άσβεστος πόθος της επιστροφής τους στην πατρίδα, παρόλο που δεν παύει ποτέ να πληγώνει τα παιδιά της. Και δεύτερον συμφωνώ απόλυτα με τον συγγραφέα πως έχουμε την τάση ως Έλληνες να σχηματοποιούμε στο μυαλό μας εχθρούς και δαίμονες, που επιβουλεύονται τη χώρα μας, χωρίς ωστόσο να προσπαθούμε για επιπλέον βελτίωση, για καλύτερη παιδεία και συμπεριφορά, για αποτίναξη των ιδεολογιών που μας οδήγησαν σ’ αυτήν την τραγική κατάσταση. Τη στιγμή που διαμαρτυρόμαστε δεν κάνουμε τίποτα για τον πολιτισμό αυτού του τόπου, παρά προτιμάμε τα τυχερά παιχνίδια, τους όχλους των γηπέδων και τα τούρκικα σίριαλ του κιλού. Αυτό που με στεναχωρεί δε περισσότερο είναι ότι παρόλη την κρίση δεν είδα πολλά σημάδια βελτίωσης… Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα, είναι γεγονός πως η πλειοψηφία παραμένει στον λήθαργο που την έχουν ρίξει…
Αλέξανδρος Ακριτίδης
Λογοτέχνης - Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών