Μπορούμε άραγε εμείς οι νεοέλληνες να νιώσουμε τον πόνο ανθρώπων πού μέσα σε λίγες ώρες έχασαν τα πάντα; Μπορούμε μέσα από τη θαλπωρή μας να αισθανθούμε αυτούς που απ’ την παιδική τους ηλικία ακόμη βίωσαν τα δεινά επακόλουθα της προσφυγιάς; Η απάντηση είναι σίγουρα "όχι", όμως όποιος διαθέτει την παραμικρή ευαισθησία στη καρδιά του δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από τους στίχους της Κύπριας Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου.

Τόσο όμορφα λόγια, τόσο όμορφες εικόνες, μυρωδιές, παραστάσεις, αναμνήσεις, που κάπου κάπου αφαιρείσαι και ξεχνάς πως όλα αυτά θα καταλήξουν τόσο ευγενικά…. στον πόνο! Ο εχθρός δεν προσωποποιείται ευθέως εκτός από μια φράση, "οι αλλόθρησκοι", που υποδηλώνει τη βαρύτητα της ορθόδοξης πίστης στο ελληνικό γένος. Σκηνές από τη ζωή "τότε" και τη ζωή "μετά" περνούν απ’ τα μάτια μας τόσο εκλεπτυσμένα και τόσο όμορφα πλεγμένες σαν να βρίσκονται στον ίδιο ζωγραφικό καμβά. Γιατί πράγματι είναι πολύ λεπτές οι ισορροπίες ανάμεσα στο καλό και το κακό. Στην αγάπη και τη βία. Οι αμέριμνες παιδικές ψυχές, και όχι μόνο, μεταμορφώθηκαν αναπάντεχα μέσα στη δίνη του πολέμου. Και πως αισθάνονται; Όπως η ίδια η ποιήτρια ομολογεί


Ψυχές! Τόσες ψυχές χωρίς κορμιά

Σαν τα κριάρια ‘ναι ριγμένες

Σε μιας πανάρχαιας θεότητας βωμούς…


Ίσως η κορυφαία στιγμή αυτής της ποιητική αφήγησης είναι η περιγραφή της αγωνιώδους φυγής. Τα τελευταία τραγικά λεπτά που βιώνει ένας άνθρωπος αφήνοντας για πάντα πίσω του το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε.


Κρατώ σφιχτά στη χούφτα

Της ξώθυράς μας το κλειδί

Κλειδομαντάλωσα απάνω στο φευγιό

Σφιχτομαντάλωσα τ’ Ανέμελο στο μπουγαρίνι της αυλής

Κι ύστερα έχωσα τις θύμησες

Κάτω απ’ τις γλάστρες στο ξωπόρτι

Αλύπητα μη μου τις πάρει

Ο Κλέφτης των Παραμυθιών

Μην τις χαλάσει η μάνητα του Άρη

Καθώς χορεύει το σκοπό της καταιγίδας

Με ουρλιαχτά, τριγμούς και παραζάλη

Πάνω στο στέρνο της ζωής μας

Κάτω απ’ τον ίσκιο του θανάτου μας…