Θεατρικό έργο - Εκδόσεις Μανδραγόρας
Η Καίτη Βασιλάκου δεν είναι μια Λογοτέχνης που περιορίζει τη γραφή της σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη. Θέλοντας να δοκιμάσει νέους δρόμους, περνά με άνεση από την ποίηση, το διήγημα και τη νουβέλα στο δύσκολο και ιδιαίτερα απαιτητικό θεατρικό. Ο τίτλος αυτού «Σιμόν» και διαδραματίζεται σε τρείς πράξεις.
Ομολογώ πως με συνεπήρε, παρά την σκληρότητα και τον πόνο που αναδύει. Είναι ένα έργο-ψυχογράφημα με πρωταγωνίστρια μια ψυχικά άρρωστη γυναίκα. Παλεύει με το υποσυνείδητό της, το όποιο προσωποποιείται και συνομιλεί μαζί της ως δυο μόνιμοι συγκάτοικοί της. Βέβαια οι δικές μου γνώσεις δεν είναι επαρκείς για να απαντήσω, εάν πρόκειται για κατάθλιψη, για σχιζοφρένεια ή για κάτι άλλο. Πάντως, μέσα από τους διαλόγους διαφαίνονται διάφορα χαρακτηριστικά της ασθένειας της ηρωίδας, όπως οι παραισθήσεις, οι τύψεις, η απελπισία, η μοναχικότητα, έως και ο σωματικός πόνος.
Το υποσυνείδητο της Σιμόν ενσαρκώνεται σε δυο διαφορετικά άτομα. Σε έναν άνδρα που είναι αυστηρός μεν, αλλά κάπου κάπου προσπαθεί να την εμψυχώσει, και σε μια γυναίκα που την καταρρακώνει διαρκώς και την τιμωρεί. Αυτός ο αυστηρός θηλυκός ρόλος μπορώ να πω ότι ήταν αρκετά εύστοχη επιλογή εκ μέρους της συγγραφέως μιας και ταυτίζεται περισσότερο με το γενετήσιο φύλο της ηρωίδας. Παρατεταμένος ψυχικός πόνος και μάχη με τον ίδιο της τον εαυτό, καθώς όσο προχωρούν οι πράξεις του έργου, προχωρούν και οι μήνες. Μέσω των έντονων διαλόγων και των δυνατών σκηνών, η Σιμόν προσπαθεί και η ίδια να αποκρυπτογραφήσει τα αίτια της δυστυχίας της. Η συγγραφέας την βοηθά, μέσω των δυο φανταστικών “δεσμοφυλάκων” της, να σκάψει πόντο πόντο στα εσώψυχά της ώστε να φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια, και γιατί όχι, να λυτρωθεί. Τα αλλεπάλληλα λάθη των γονέων της αλλά και η έλλειψη της δέουσας προσοχής για την δική της διαφορετική προσωπικότητα, είναι κάποιες από τις συνισταμένες που προκάλεσαν την ταραχώδη ζωή της. Αισθάνεται αποτυχημένη και κατώτερη των προσδοκιών των γονιών της. Εύστοχα επίσης τονίζει η συγγραφέας άλλες δυο παραμέτρους του προβλήματος. Πρώτον, πως συχνά τα άτομα με ψυχικά προβλήματα δεν αποδέχονται την πραγματικότητα και αρνούνται να προσφύγουν σε βοήθεια και δεύτερον πως συχνά αυτή η αποδοχή έχει να κάνει με το επίπεδο της μόρφωσης του ατόμου, καθώς, όσο πιο υψηλή είναι τόσο μεγαλύτερη άρνηση υπάρχει στην κατανόηση του προβλήματος.
Είναι αλήθεια πως κάποιες φορές νόμιζα πως έβλεπα με τα μάτια μου τις επίμαχες σκηνές και αυτό χρεώνεται ως επιτυχία για την συγγραφέα, που σαν να είναι έμπειρη σκηνοθέτης δεν αφήνει τίποτα να περάσει χωρίς τη δική της επίβλεψη. Κάθε λέξη, κάθε βλέμμα, κάθε μορφασμός, κάθε κίνηση του σώματος, βρίσκεται κάτω από την αυστηρή καθοδήγησή της, προσδίδοντας στο έργο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Το κάνει δυνατό και σκληρό στα μάτια μας, όσο σκληρή είναι άλλωστε και η ίδια η ασθένεια. Μας κάνει να σκεφτούμε πως όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβαίνουν στην διπλανή μας πόρτα, αλλά και γιατί όχι, υπό κάποιες προϋποθέσεις, να χτυπήσουν και τη δική μας. Παρόλο λοιπόν το φανταστικό μέρος της εκτέλεσης του έργου, κυριαρχεί μια ρεαλιστική απόδοση του προβλήματος χωρίς καμία διάθεση για απόκρυψη ή αλλοίωση της πραγματικότητας. Άλλωστε η Καίτη Βασιλάκου και σε προηγούμενα έργα της έχει εργαστεί σε βάθος με τις ψυχικές ασθένειες και φαίνεται να τις γνωρίζει καλά.
Εγώ να της ευχηθώ να δει αυτό το έργο της να παίζεται στο σανίδι, εφόσον αυτός είναι ο βασικός προορισμός ενός θεατρικού αλλά και η ηθική δικαίωση του συγγραφέα.
Αλέξανδρος Ακριτίδης
Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών