Γράφει η Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου Φιλιππίδου
Ποιητική Συνάντηση στη Θάσο, δίπλα στο κύμα
ή αλλιώς...
Ένα Πνευματικό Γαϊτανάκι
Ζέστη...
Πολλή ζέστη έχει σήμερα...
Κι όμως εγώ νιώθω, το νιώθω.
Ένα αεράκι, μια δροσιά.
Ένα ωραίο αεράκι που δεν κατεβαίνει ούτε απ’ το βουνό,
μήτε από τη θάλασσα έρχεται.
Νιώθω εδώ και καιρό, έναν νέο Άνεμο Δημιουργίας να απλώνεται πάνω στη Θάσο μας.
Το θερινό σχολείο τέχνης,
Η δημοτική χορωδία,
Η Δημαρωγός με το κοινωνικό έργο,
Η ίδρυση του συλλόγου Μικρασιατών,
Οι πολιτιστικοί μας Σύλλογοι Το Κάστρο, Πολύγνωτος Βαγής, Χατζηγιώργης...
Όλοι οι Σύλλογοι μαζί,
Όλοι οι άνθρωποι μαζί,
φαίνεται να ‘χουν ξυπνήσει σαν από μαγεμένο ύπνο και να βρίσκονται δυναμικά στις επάλξεις του Πνεύματος.
Καμαρώνω για τον τόπο μου, ναι, καμαρώνω!
Για όλους έχει χώρο, πιστέψτε με.
Όλοι ας βάλουμε από ένα λιθαράκι.
Αλλά ας σεβαστούμε και ο ένας τον αγώνα του άλλου.
Έτσι μονάχα δεν θα είμαστε, δήθεν.
Έτσι δεν θα μας νικήσει η έπαρση.
Έτσι μονάχα θα είμαστε όλοι μαζί.
Καμαρώνω και γι’ αυτήν εδώ την πολύτιμη συνάντηση-συνεύρεση τόσων ποιητών μαζί, για την οποία χρειάστηκε απλά να πάρω σε δύο χαρτιά τα ποιήματά μου και να ‘ρθω εδώ να τα πω ξεκούραστα, δίχως να αγχωθώ, γιατί απλά υπήρχε η Στέγη, η νεοϊδρυθείσα Πνευματική Στέγη.
Και υπάρχει τόση πείνα, είμαστε νηστικοί, αληθινά νηστικοί από τέτοιες συναντήσεις με τις αληθινές λέξεις, με την αληθινή ουσία των πραγμάτων.
Η Πόλις των Ιδεών στις μέρες μας έχει τόσο λίγους κατοίκους!!!
Ζητά απεγνωσμένα να κατοικηθεί κι εμείς διψάμε απεγνωσμένα να πιούμε νερό από την πηγή των υδάτων, την ποίηση, τον λόγο τον αληθινό τον περιούσιο.
Πριν σας πω τα ποιήματά μου, θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους τους φίλους της ποίησης που είναι απόψε κοντά μας.
Αυτούς που ήρθαν όχι για να πουν κάποιους στίχους, αλλά για να ακούσουν.
Τι είναι η ποίηση στις μέρες μας άλλο από λόγος εξοστρακισμένος;
Αφού ούτε στα βιβλιοπωλεία τα περισσότερα δεν έχει ένα ράφι.
Δεν χρειάζεται ποιητές άλλους η ποίηση. Φίλους, φίλους να τη διαβάσουν χρειάζεται.
Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω και καρδιακούς μου φίλους και συγκάτοικούς μου στην Πόλη των Ιδεών που ήρθαν σήμερα από μακριά γι’ αυτή τη βραδιά, απαντώντας θετικά στο κάλεσμά μου.
Από την Κομοτηνή, τον πολυγραφότατο ιατρό κ. Χασάν Αχμέτ με τη ζωγράφο ποιήτρια γυναίκα του κ. Φισούν.
Από τη Θεσσαλονίκη, τον πολυγραφότατο συγγραφέα κ. Αλέξανδρο Ακριτίδη, ο οποίος είναι δημιουργός της ιστολογίου «Αποστακτήριο».
Από τη Θράκη, τον ιδρυτή του Θρακικού θεάτρου σκιών, Πρόεδρο του Μικρού Διάκοσμου κ. Γιάννη Βουλτσίδη.
Από την Ελευθερούπολη το Διευθυντή Δημοτικού Σχολείου, ποιητή, κ. Βασίλη Βεργόπουλο.
Από την Καβάλα τον συγγραφέα κ. Γεώργιο Αυγουστίδη.
Από τη Χρυσούπολη το νέο Θάσιο δημιουργό κ. Γεώργιο Καρυδάκη.
Και, τέλος, από τη Θεσσαλονίκη, τις συγγραφείς κ. Αικατερίνη Ποπόρτση και κ. Όλγα Αθανασιάδου, που απάντησαν θετικά στο κάλεσμά μου και είναι κοντά μας.
Σας ευχαριστούμε που ήρθατε και ενωθήκατε μαζί μας, μαζί με την ποιήτρια-ζωγράφο κ. Σεβαστή Καλοπούλου που είναι εδώ, την κ. Αφροδίτη Βάικου, τον κ. Δημήτρη Σταυρόπουλο, το δικηγόρο και συγγραφέα κ. Κωνσταντίνο Θεοφανέλη, τη Μαρία-Φιλομήλα Φιλιππίδου. Έτσι δημιουργούμε όλοι μαζί ένα πνευματικό γαϊτανάκι.
Αυτό άλλωστε είναι και το νόημα τέτοιων εκδηλώσεων, όχι ο καθένας να πει τα δικά του, να απαγγείλει σαν να ‘ταν παιδί τους στίχους του, αλλά να γνωριστούμε, να επικοινωνήσουμε και να κοινωνήσουμε τον Υπέρτατο Θείο Λόγο, την Ποίηση.
Στη Στέγη εύχομαι να έχει συνέχεια, και αυτές οι βραδιές να γίνονται πιο συχνά στη Θάσο μας.
Άλλωστε, εδώ και χρόνια, και επιθυμώ αλλά και παλεύω να γίνει:
Η ΘΑΣΟΣ ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Γιατί όχι;
Το όραμα ας πάρει σάρκα.
Το πρώτο ποίημα που θα σας διαβάσω έχει αποσπάσει Α’ Βραβείο από την Ένωση Λογοτεχνών Ευρώπης και είναι το «Αν δεν μου έδινες την ποίηση Κύριε» και το αμέσως επόμενο, «Οι Βεδουίνοι», που είναι η απόδοση της μοναξιάς μέσα από μία εικόνα, έχει αποσπάσει Α’ Βραβείο από την ΠΕΛ στους αγώνες των Δελφών.
ΑΝ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΔΙΝΕΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, ΚΥΡΙΕ
Τι θα γινόμουνα Κύριε,
αν δεν μου έδινες την ποίηση;;!...
Πώς θα’ταν δικά μου, όλα αυτά τα βουνά,
οι πεδιάδες με τα πράσινα χορτάρια, οι χέρσες γαίες!...
Πώς θα κυλούσαν μέσα μου κυλαριστά τα ποτάμια
κι όλοι αυτοί οι κάμποι με τα σταχολούλουδά τους
πως θα’χαν γίνει δικοί μου;!!!
Πώς θα’ταν δικές μου, οι πέντε θάλασσες
οι ήπειροι, όλες οι κραταιές πατρίδες…
Πώς θα χωρούσαν μες την καρδιά μου,
όλοι οι άνεμοι, ο σιρόκος, ο πουμέντες, ο γαρμπής, ο μαΐστρος;
Πώς θα κρατούσα μες τις παλάμες μου,
τόσες πολύχρωμες πεταλούδες;
Τι θα γινόμουνα Κύριε,
αν δεν μου είχες χαρίσει την ποίηση;!!!
Πώς θα είχα συγχωρήσει τα ασυγχώρητα;
Πώς θα είχα χωρέσει τα αχώρητα;
Πώς θα άντεχα τέτοια Ζωή;
Πού θα έκρυβα τόση Μοναξιά;
Αν δεν μου έδινες, την ευλογία των στροφών;
Αν δεν μου έδινες, τα σκαλιά των στίχων;
Αν δεν μου είχες δωρίσει την ποίηση, Κύριε,
Πώς θα’χα τέτοια παρέα;
Τόσες φωνές μέσα μου να μου μιλούν, τέτοια συντροφιά;
Πώς απ’το ξερό κλαδί μου, θ’άνθιζα;
Τόσα παιδιά δικά μου γεννήματα, πώς θα τα γένναγα;
Αν δεν μου είχες δώσει την ποίηση Κύριε,
-το κοίτασμα, την φλέβα του Χρυσού στην ποδιά μου-
Πώς θα’ταν φίλες μου, η Τερψιχόρη, η Κλειώ, η Σαπφώ;
Πώς θα’χα δει την Αφροδίτη να γεννιέται πάνω στον αφρό;
Πώς θα’χα πάρει απ’τις Αμαζόνες, την ρώμη, την άλκη, την ορμή;
Πώς θα’χα στα χέρια μου, την χαμένη ρόζ κορδέλα της Περσεφόνης.
Αν δεν μου είχες δώσει την ποίηση Κύριε,
την περισσή ματιά σου, πάνω στο φτασμένο μου,
τον φωτισμό του νου μου, δια της χειροθεσίας Σου
το φύσημα της ανάσας Σου, επί της κεφαλής μου
την πλεονάζουσα Αγάπη Σου;;;
Πώς θα είχα αξιωθεί, να γίνω μέτοχος,
της κοσμογονίας Σου, της Καλλιτεχνίας και της Πλαστουργίας Σου;
Πώς θα’χα αντέξει, τέτοια Ζωή;
ΒΕΔΟΥΙΝΟΙ!
Βεδουίνοι. Καμήλες Ράθυμες .Βουβά Καραβάνια!
Η Έρημος απέραντη απλώνεται…
Βεδουίνοι της Ερήμου! Νομάδες της Σιωπής!
Σκυθρωποί Καμηλάτες.
Δίχως χνάρια και σημάδια περπατάμε
στους καυτούς αμμολόφους
Kατακτητές της ερήμου
κι οι Oάσεις μακριά….πόσο ακόμα απέχουν;
Ασκητές κι ερημίτες, νομάδες μα και μονάδες!
Μαζί και Μόνοι!
Μοναστές, μακρινοί και μονήρεις
με ασκιά και σακιά στα χέρια
και παγούρια που’χουν νερό μια δαχτυλήθρα μονάχα
με καμήλες κυρτές όλο υβώσεις
σκεπασμένοι με μαντήλες, στόματα ξεραμένα
περιμένουμε την βροχή, την βροχή που δεν λέει να’ρθει….
Ήλιος καυτός, λάβα, χτυπάει τα κεφάλια
κι όμως τα κορμιά είναι κρύα!
Ξεραΐλα…Ανομβρία!
Τα βράδια …ανάβουμε φωτιές
τρώμε σιωπηλά ότι έχει μέσα το ταγάρι
αμίλητοι ο καθένας στην σκηνή του!
Βεδουίνοι της ερήμου
μηρυκάζουμε την σιωπή εξαντλημένοι·
παρακολουθούμε τα παιχνίδια των φιδιών.
Γητευτές μοναξιάς,
βλέπουμε τον χορό των Σκορπιών,
και η κινούμενη άμμος πάντα κοντά περιμένει…
Ερημίτες κι ερημωμένοι
χρυσοθήρες της απέραντης άμμου…
Το πρωί ξεκινάμε και πάλι την κοπιώδη πορεία
αναζητάμε τις Οάσεις,
που είναι πάντα μακριά
σαν εικόνες μαγικές, σαν illusion!
Αναζητάμε το νερό, το νερό που είναι πάντα ακριβό
και μεις με στόμα στεγνό…ΝΑ ΔΙΨΑΜΕ!!
Η Σιωπή της ερήμου στις ψυχές μας σταλάζει.
Αμμοθύελα σταθερά πλησιάζει. Χάνονται όλα τα χνάρια…
Βεδουίνοι, Βουβά καραβάνια! Κι οι οάσεις μακριά…πόσο ακόμα ν’ απέχουν;...
ΨΑΞΕ ΚΑΙ ΒΡΕΣ, ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΒΡΕΙΣ…
29 Γενάρη του 1988…
Πέρασαν ακριβώς 24 χρόνια.
Ενώ παράτησα τα πάντα,
Διαπίστωσα,
Πως χρειαζόμαστε άνθρωπο-άνθρωπο,
Καθαυτό άνθρωπο,
Πάντα ξύπνιο,
Δίκαιο
Και ακούραστο.
Χρειαζόμαστε άνθρωπο-άνθρωπο,
Καθαυτό άνθρωπο,
Αλύγιστο
Και μη υπόχρεο.
Χρειαζόμαστε άνθρωπο-άνθρωπο,
Καθαυτό άνθρωπο,
Ψιλά το μέτωπο,
Προοδευτικό,
Εργατικό.
Χρειαζόμαστε άνθρωπο-άνθρωπο,
Καθαυτό άνθρωπο,
Παραγωγικό,
Με τις τέχνες και με την επιστήμη καλλιεργημένο
Και τουλάχιστο τρίγλωσσο.
Χρειαζόμαστε άνθρωπο-άνθρωπο,
Καθαυτό άνθρωπο,
Ειρηνιστή,
Ελπιδοφόρο,
Σε όλο τον κόσμο σεβάσμιο.
Χρειαζόμαστε άνθρωπο-άνθρωπο,
Καθαυτό άνθρωπο,
Εγώ μάλλον γυρεύω,
Ιδεώδη άνθρωπο.
Στις μέρες μας πού να τον βρω;
Ό, τι και αν προκύψει,
Δεν θα αγανακτήσω,
Θα τον γυρεύω,
Μέχρι να τον βρω.
Χασάν Αχμέτ
ΠΑΛΙΕΣ ΜΕΡΕΣ
Τι ωραίες ήταν εκείνες οι παλιές μέρες.
Ήταν αγνές οι αγάπες.
Μόνο αγνά και καθαρά συναισθήματα,
Χωρίς ανταπόκριση οι προσμονές.
Σεβόταν ο μικρός τον μεγάλο.
Έτρεφε αγάπη και ο μεγάλος στο μικρό.
Απέφευγαν την προσβολή,
Ήταν όλα τέλεια, με σεβασμό και αγάπη.
Τώρα που είναι αυτές οι παλιές μέρες;
Ούτε σεβασμός στον μεγάλο, ούτε αγάπη στο μικρό.
Βρήκε το δρόμο η ασέβεια,
Δώρισέ μας Θεέ μου τέλος καλό.
Φισούν Σούκα
Ζωγράφος-Ποιήτρια
Το ποίημα του Πρωτοπρεσβύτερου Γεώργιου Ι. Διαμαντόπουλου
Χαιρετισμοί της Θασογής
Θασογή μου συ, θασοθάλασσα και θασοδάσος
Του Θεαγένη, του Παράσιου και Διός του Αγοραίου.
Ω πόλις-άστυ-κράτος κραταιή μου Θάσος
Μαργαριτάρι ακριβό του Βόρειου Αιγαίου.
Μακεδονίτικο πουλί
Και πέρδικα πλουμόστηθη του Μάη
Η Θάσος σε υδάτινο κλουβί
Ελληνιστί από αιώνος τραγουδάει
Κι ένας σοφός χορός των αγαλμάτων
Ψάλλει μυστικά το Άσμα των Ασμάτων...
Χαίρε Γη της Απολλώνιας ευλογίας
Της Θεαγένειας ανδρείας.
Χαίρε Θάσος της Επαγγελίας
Πράσινο διαμάντι της Μακεδονίας.
Χαίρε του καλού και του ωραίου
Άρουρα Θεών και Ημιθέων
Αγορά του Διός του Αγοραίου
Νήσος των γλυπτών και των ανθέων.
Γη της Ξένιας φιλοξενίας
Της Αβραμιαίας αφθονίας.
Λίκνο του Μακεδονικού πολιτισμού
Αθήνα του Βορρά και του Ελληνισμού.
Σαν μικρό παιδί που βγαίνει στα μπαλκόνια
Για να γράψει με την πλάκα του και το κοντύλι
Έτσι κι εγώ τα σκόρπια πέταλα αυτά και κλώνια
Σου αφιερώνω τώρα, στης εμής ζωής το δείλι.
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Ι. Διαμαντόπουλος
Το ποίημα της Μαρίας-Φιλομήλας Φιλιππίδου
Το μονοπάτι με τα δέντρα
Νύχτα.
Σκοτάδι στο δάσος
με τα κωνοφόρα.
Φοβάμαι να διασχίσω
το κρυφό μονοπάτι
Τα σύννεφα περνάνε.
Τα δέντρα θροϊζουν
με τον αέα που τα σπρώχνει.
Και τότε εμφανίζεσαι Εσύ.
με πιάνεις απ' το χέρι.
Και διασχίζουμε μαζί
το μονοπάτι με τα δέντρα.