Συγγραφέας: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ

Έτος έκδοσης: 2015

ISBN: 978-960-438-171-5

Σελίδες: 196, Τιμή:  € 14

 

Η οικογένεια Ωλέν, είναι μία από αυτές τις οικογένειες που μέσα από τη δική τους ιστορική διαδρομή, φωτίζεται κατά περίεργο τρόπο όλη η πολιτική ιστορική διαδρομή των πολιτικών εξελίξεων της παγκόσμιας κοινωνίας. Το δικό της ξεκίνημα αρχίζει στις 14 Ιουλίου του 1789, όταν έπεσε η Βαστίλη κατά τη γαλλική επανάσταση.

Ο Ζαν Ωλέν που είναι ο πρώτος που αναφέρεται σε αυτό το βιβλίο, όπως και όλοι οι απόγονοί του, μπλέκουν ο ένας μετά τον άλλο σε μία σειρά από γεγονότα που έχουν άμεση σχέση με τις ιδεολογίες. Οι περισσότερες από αυτές έρχονται από πολύ παλιά, όπως είναι ο μοναρχισμός (Κάδμος), η δημοκρατία (Σόλωνας) και ο αναρχισμός (Διογένης) που δεν δίσταζε όλες τις φυσικές του λειτουργίες να τις ικανοποιεί οπουδήποτε κι αν βρισκόταν, όπως θα έκανε ένας σκύλος.

Οι ιδεολογίες, που η κάθε μία από αυτές υποστήριζε την ελπίδα για μια πιο δίκαιη ανθρώπινη κοινωνία, διαβαίνουν τις περισσότερες φορές ανάμεσα σε αιματηρά γεγονότα όπως η γαλλική και η ρωσική επανάσταση, γίνονται πολλές φορές αιτία σκληρών μαχών που σιγά-σιγά βοηθώντας και η σύγχρονη τεχνολογία που και αυτή υποσχόταν ένα καλύτερο αύριο, αποδεικνύουν πως αν είχαν κάτι να δώσουν στην παγκόσμια κοινότητα το έδωσαν και τώρα η ανθρώπινη κοινωνία κουρασμένη, προτιμάει να πάει αν είναι καλοκαίρι στη θάλασσα για μπάνιο παρά να ψηφίσει για την ανάδειξη μιας καινούργιας κυβέρνησης. Αυτό που με βεβαιότητα μπορούμε να ισχυριστούμε, είναι ότι μία λέξη που έβαζε φωτιά ανάμεσά τους, έπαψε να υπάρχει και η λέξη αυτή είναι «φανατισμός».

Στην ουσία η ανθρώπινη μάζα αδιαφορεί για τις ιδεολογικές ταυτότητες των κυβερνήσεων και αποφασίζοντας πως είναι εντελώς περιττές, κοιτάζει πώς θα αντιμετωπίσει την καθημερινότητά της. Έτσι φτάσαμε στην ώρα του κέρδους και της διακίνησης του χρήματος.

Θα μπορούσαμε εύκολα να εντάξουμε τις θρησκείες στις ιδεολογίες, όμως οι θρησκείες, αν και κατ’ αρχήν φαντάζουν να είναι όμοιες με τις κοινωνικές ιδεολογίες, έχουν περισσότερες διαφορές μεταξύ τους παρά ομοιότητες.

Η οικογένεια Ωλέν μας δίνει πολλές λεπτομέρειες με τη ζωή της τόσο της πάλης για την επικράτηση κάποιας ιδεολογίας όσο και για την κάμψη του ανθρώπινου ενδιαφέροντος γι’ αυτές. Οι τράπεζες και οι διευθύνοντες των μεγάλων επιχειρήσεων είναι αυτοί που δίνουν πλέον τη μάχη, μια μάχη που είναι εύκολο να δει κανείς πως αφού καμιά καινούργια ιδεολογία δεν παρουσιάζεται και κανείς δεν έχει μία σοβαρή αντίρρηση σε αυτό, οδηγεί την ανθρωπότητα σε ένα διευθυνόμενο χάος.

Μπορεί ο Ζαν Ωλέν ο ήρωας της γαλλικής επανάστασης να μη ζει πλέον, όμως ο τελευταίος της οικογένειας έχει το όνομά του, εντελώς αντίθετα από εκείνον τον επαναστάτη που πήρε μέρος στην πτώση της Βαστίλης, είναι ένας μεγαλοτραπεζίτης που η μοναδική του ιδεολογία βρίσκεται στη διακίνηση και συγκέντρωση χρήματος, όσο το δυνατόν περισσότερου χρήματος, αδιαφορώντας για το διευθυνόμενο χάος που φέρνουν οι ενέργειές του. Μέσα σε αυτό το χάος, η παγκόσμια κοινότητα έχει εγκαταλείψει τις ελπίδες της για μια καινούργια ιδεολογία, που βγάζοντάς την από αυτό το χάος θα την οδηγήσει σε μία καινούργια περπατησιά προσφέροντάς της καινούργιες ελπίδες.

Για το συγγραφέα:

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο καθώς και Οικονομικά σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.

Υπήρξε για περισσότερα από 35 χρόνια επιχειρηματίας ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε με τα κοινά.

Αυτό είναι το τέταρτο βιβλίο του.

Έχει τιμηθεί με το βραβείο EYROPE 500 για τον Εικοστό Πρώτο αιώνα.

Κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του:

Αντικατοπτρισμοί (Περίπλους, 2009)

Αν δεν κοιμάσαι μη φοβάσαι (Περίπλους, 2012)

Ο ήλιος ανέτειλε τα μεσάνυχτα (Δωδώνη, 2007)

 

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Άνοιξε το συρτάρι το δεξί όπως ήταν η συμφωνία. Στη μέση ακριβώς υπήρχε ένας φάκελος και δίπλα του ένα περίστροφο. Πήρε στα χέρια του το περίστροφο, το κοίταξε για μια στιγμή μηχανικά και το έβαλε εκεί που το βρήκε. Ύστερα πήρε στα χέρια του που τρέμανε το φάκελο και τον άνοιξε. Αυτό που είχε ήταν μια κόλλα λευκή, διπλωμένη στα τέσσερα. Την άνοιξε να δει μήπως κάπου μέσα ήταν κάτι γραμμένο, μα δεν ήταν. Έπεσε στην καρέκλα του γραφείου του απογοητευμένος. Ένα λεπτό αργότερα όλα άλλαξαν. Πάνω στο χαρτί, άρχισαν να ζωντανεύουν γράμματα. Ο Ζαν πήρε το χαρτί στα χέρια του. Ένας αναστεναγμός τάραξε για μια στιγμή το στήθος του και βγήκε από τα χείλη του.

Διάβασε την επιστολή που ήταν γραμμένη με συμπαθητική μελάνι κι έγειρε την πλάτη στην πολυθρόνα του. Το κείμενο άρχιζε με τις λέξεις «Εκδικήσου-Μπορείς». Από κάτω ήταν γραμμένες δέκα εντολές. «Ακολούθησέ τες» του έλεγε αυτός που έγραψε την επιστολή και άρχισαν τα γράμματα να χάνονται. Χαράκωσαν το μυαλό του οι εντολές, αναρωτήθηκε αν οδηγούσαν πουθενά όπως του είχε πει ο άνθρωπος που τηλεφωνιόταν μαζί του. Μια δεύτερη σκέψη τον βεβαίωσε πως ήταν η μόνη λύση που θα μπορούσε να έχει.

Το κινητό του χτύπησε πάνω στην ώρα. Το άνοιξε και το πλάκωσε πάνω στο αυτί του λες και φοβότανε μη και ακούσει κανείς τι θα του έλεγε. Η φωνή ήταν πιο καθαρή από κάθε άλλη φορά.

‒ Διάβασες το γράμμα;

‒ Ναι.

‒ Συμφωνείς;

Δίστασε για μια στιγμή ο Ζαν, μα μόνο για μια στιγμή.

‒ Ναι, είπε μετά χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις.

‒ Το χαρτί το καις.

‒ Σύμφωνοι.

‒ Άλλωστε τώρα τα γράμματα δεν θα ξαναφανούν.

‒ Δεν χρειάζονται.

‒ Δεν νομίζω πως συμφωνούν όλοι μαζί σου σε αυτό.

‒ Τι πρέπει να κάνω;

‒ Κάθε φορά που θα συναντάς κάποια δυσκολία, θα τη λες σε μένα.

‒ Πού θα σε βρίσκω;

‒ Δικό μου θέμα. Εσύ ξεκίνα.

‒ Εύχομαι να πετύχουμε.

‒ Είμαι το «χάος» για τους άλλους, όχι για σένα.

Ακούστηκε για άλλη μια φορά το γνωστό κλικ, και η συνομιλία τέλειωσε.

Άναψε τον αναπτήρα του και έβαλε φωτιά στο γράμμα που είχε αρχίσει να χάνονται τα γράμματα. Έτσι και γίνηκε στάχτη την έτριψε στα χέρια του και ύστερα άνοιξε το παράθυρο και την σκόρπισε στον αέρα. Αυτή ήταν η πρώτη εντολή» σκέφτηκε και πήρε το περίστροφο στα χέρια του. Το κοίταξε αν ήταν γεμάτο, σιγουρεύτηκε πως ήξερε να το μεταχειρίζεται και το έκλεισε στο χρηματοκιβώτιο που ήταν εντοιχισμένο στον απέναντι από εκεί που καθότανε τοίχο. «Πάει και η δεύτερη», μουρμούρισε. Σκέφτηκε τις άλλες. Καμιά δεν ήταν για εκείνη την ημέρα. Πάντως η τελευταία φούσκωσε τη σκέψη του Ζαν. Θα μπορούσε να τους δώσει για τίτλο, αν έγραφε τα απομνημονεύματά του, «Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ». Κοίταξε το χρηματοκιβώτιο, κι αναλογίστηκε το νέο περιεχόμενό του, αυτό που εκείνος του είχε βάλει. «Εντάξει», σκέφτηκε και ακούμπησε το γραφείο του. «Θα εκτελέσω τι εντολές του, όπως μου το ζητάει, χωρίς να εναντιωθώ.. Στο κάτω-κάτω αυτό είναι που θέλω και εγώ».

Ο χτύπος στο τηλέφωνό του, δεν τον άφησε να συνεχίσει. Μόνο που τώρα ήξερε ποιος τον έπαιρνε. Σήκωσε το ακουστικό, δεν ρώτησε ποιος ήταν. Μια λέξη είπε μόνο και δεύτερη δεν χρειάστηκε.

‒ Ακούω.

‒ Φυλάξου.

‒ Από τι πρέπει να φυλαχτώ;

‒ Δεν υπάρχει απάντηση.

‒ Πες μου πώς μπορώ να το κάνω.

‒ Δεν μιλάς σε κανέναν, φέρεσαι φυσιολογικά, όπως θα ’κανες χωρίς να υψώσεις υποψίες πως κάτι κάνεις που μπορεί να είναι λάθος.

‒ Θα το κάνω.

‒ Και να μην ξεχνάς την Τρίτη εντολή.

‒ Δεν την πολυκατάλαβα, μα δεν πειράζει.

‒ Θα φύγεις από το γραφείο σου, θα κλειδώσεις την πόρτα του και θα ξαναμπείς στις έξι το πρωί.

‒ Μπορώ να μάθω το γιατί;

‒ Θα γίνουν κάποιες εργασίες.

‒ Θα τις μάθω;

‒ Αφού τελειώσουν.

‒ Πότε θέλεις να φύγω;

‒ Στις έξι.

Ακούστηκε το γνωστό κλικ του κλεισίματος της επαφής και ο Ζαν ακούμπησε το κινητό στο γραφείο του.

«Καλά πάμε» σκέφτηκε. Λίγο ακόμα θα σηκώνομαι όρθιος από σεβασμό λες και αυτοί είναι στρατηγοί και εγώ απλός φαντάρος». «Άντε να δούμε που θα τερματίσουν όλα αυτά», ψιθύρισε και άνοιξε τις εφημερίδες πού ήταν πάνω στο γραφείο του.