Το νεκροταφείο (διήγημα)


Παρασκευή βράδυ κι ο γέρο Δάκρυς, ο ψάλτης του χωριού δίχως παπά, μπαίνει ανοργάνωτος στο καφενείο. Καμιά δεκαριά άλλοι υπερήλικοι, όπως κάθε βράδυ, το έχουν ρίξει στη ρακή, γύρω απ την ξυλόσομπα, πυρακτωμένη  απ τη θέρμη, ψένοντας κάστανα, λουκάνικα και ψωμί.

-Τι θα κάνομε βρε παλικάρια, την Κυριακή έχομε πέντε μνημόσυνα, θα το δώκει το γημάρι ο νησιώτης ή θα τους βάλομε όλους αντάμα;

-δε λες καλά που είναι μονός!

-Αυτό σε μάρανε. Αντί να πάψεις να ρουφάς και να κατεβείς στην εκκλησιά, να προσευχηθείς για το κακό που βρήκε το χωριό. –παρατηρεί ο ψάλτης τον γέροντα που εννοεί «μονό» τον αριθμό θανάτων, κάθεται κι ο ίδιος σπρώχνοντάς τον, σέρνοντας την καρέκλα στη γραμμή του κύκλου και γυρίζει μονορούφι το ποτήρι που του πρόσφεραν οι άλλοι. Αχ, φαρμάκι! Κι η ψύχρα το ίδιο! Και το σκοτάδι καραδοκεί πίσω απ τα πέντε κομμάτια τζαμιού του παραθυριού ενώ το έκτο το αντικαθιστά ο καπνοδόχος της σόμπας.

Ο καφετζής, ένας σαραντάρης, ο μοναδικός κάτοικος σ’ αυτή την ηλικία, αξύριστος, με τις τρίχες πεταγμένες στο κεφάλι σαν της ζουρλής, που όλη την ημέρα αρεντέυει πίσω απ’ τους χοίρους για να τους έχει παχιούς για τις γιορτές όταν έρχονται οι ξενιτεμένοι, έχει χώσει τη μούρη στις βρόμικες παλάμες και χασμουριέται, μάλλον κοιμάται. Ή η κούραση φταίει, ή,  η μπόχα της ρακής. Πότε-πότε άγραπνα σηκώνει το κεφάλι σα να τον τσιμπάνε με την πρόκα, ρίχνει μια αποκομισμένη ματιά στην παρέα, να μη του φύγει κανείς χωρίς να πληρώσει. «α,  αστόχησα,είναι Παρασκευή σήμερα! Μιλάνε για τους νεκρούς…».

Τις άλλες μέρες τρώγονται όλη νύχτα για τα κόμματα και δεν τον αφήνουν ραχάτι. «φύγετε μορέ, σας καρτερούνε οι μαλέκες. Άντε, σκωθείτε!». «Που να πάμε μορέ! Στρώσε μας μια κουρελού και θα κοιμηθούμε σαν πουλάκια». – ακούει τις μεθυσμένες φωνές.

-Έλα καφετζή, πίσω απ το μαγαζί σου να μας θάψεις! Κι εμείς θα ησυχάσουμε κι εσύ… -του τρίβει τα δάχτυλα.

-Δεν πρέπει να πεθάνετε διάολου σομπόκια… και ποιος θα φυλάξει το χωριό;! Ποιος θα ανοίγει τους τάφους; Μόνος μου, σομπόκια του διαόλου! Δεν πρέπει να πέσει το φρούριο!

Ο λόχος, έτσι αποκαλούν τον εαυτό τους, καλή τη πίστει. Ο λόχος, πιωμένος εν τω μεταξύ, καμαρωτός μπροστά στην πύλη του κάστρου.

-Εσύ καλά τα λες αλλά πόσο να αντέξει αυτή εδώ όμως! –του ρίχνεται μια φωνή απ’ τον κύκλο, τραυματισμένη απ’ τη ρακή, του δείχνει τη γερασμένη καρδιά χωρίς όμως να ορθώσει το κεφάλι -οχτώ τάφους ανοίξαμε φέτος. Άιντε, φέρε μας τη μπουκάλα, κακομοίρη.

Ενώ ο ψάλτης που ασκεί και καθήκοντα Δημογέροντα(με άλλα λόγια ο λοχαγός) τους διηγείται με όλες τις λεπτομέρειες πως πέρασε με τον υπάλληλο ηλεκτροδότησης αποσταλμένος απ την πόλη  για να ερευνήσει την αναγκαιότητα τοποθέτησης στηλών με φωτισμό στα σοκάκια των γειτονιών: «περάσαμε και στις πέντε γειτονιές. Εκείνος κρατούσε ένα κιτάπι στο χέρι μα ποτέ δεν το άνοιξε. Έβαζε πυκνά το μαντήλι στη μύτη αφού παντού μυρίζει λάσπη και βλέννα. Μα δεν είναι τόσο ανήσυχος για την κακοσμία παρά με όσα αποτέλεσε η έρευνά του αλλουνού σαν διαπίστωσε, κι αυτό σε κάθε γειτονιά ντε, πως ανά 15 σπίτια μόνο σε ένα κατοικούσε άνθρωπος και αυτός είναι η κάποιο ζευγάρι υπερήλικων ή κάποιος γέρος ή γριά, με αποτέλεσμα να μην είναι χρήσιμος ο φωτισμός. «αφού δεν κατοικεί κανείς, προς τι το φως!»- λέει κρύα ο κρατικός υπάλληλος.

-Μα θα μας ξεσκίσουν τα αγριογούρουνα! – του λέγω του ξύπνιου.

«εκτελώ εντολές, μου λέει, ποιος σας είπε να φύγετε!». Σα να με κάρφωσε στην πλάτη, ο κερατάς.

Τόσες λιγοστές οι κουβέντες όσο κι οι στύλοι που θα έβαζε στο χωριό. Κι άμα σε δέρνει η τύχη, σε δέρνει. Όπως επιστρέφομε μαζί με τον ηλεκτρολόγο από το Μαυροπούλι, μπροστά απ’ του Νικόλα, ακούγεται ένας θόρυβος κατολίσθησης. Γυρίζομε και μπροστά στα μάτια μας ολόκληρος τοίχος έσκασε και έπεσε και τι, τώρα το φθινόπωρο τον είχε χτίσει ο Λάζο Μήτσος! Κι αφού σκιάχτηκα  μήπως ο άλλος θα τρέξει απ’ το φόβο, ο υπάλληλος αράζει, καρφώνει εκεί το βλέμμα μέχρι που σταματάει κι η τελευταία πέτρα, κυλώντας στο χωράφι με το φουντωμένο χορτάρι…»

-δηλαδή, πάπαλα. Πάλε στο μούζγκο. Κι όλα εκείνα που μας τάξανε, όλοι τους;

-τι να πρωτοκάμουν: να ανοίξουν το δρόμο, να φέρουν το νερό, να βάλουνε φώτα στις νεκρογειτονιές; Οι ξένοι μορέ, αφού ένα δικό μας παιδί δεν καταστάλαξε να κάτσει εδώ!

-Άρχεψες πάλε τα ίδια, γέρο; Δε πας να βάλεις την αλισίβα στο κακάβι! Σε έχω κι υπολοχγό!

Και σιωπή. Και ταραχή. Και μίσος. Και ντροπή. Και αμφίρροπη αναμέτρηση δυνάμεων. Εντείνονται τα διαστήματα παύσης στην γεροντίσια κουβέντα. Τα μέτωπα κατεβασμένα, κρεμασμένα είτε στεριωμένα στις αδύναμες παλάμες με την συνοδεία ενός ροχαλητού, βεβηλωμένο τοπίο, ντουφεκίζουν την ψυχή του σκοταδιού, δείχνουν φανερά πόσο δε θέλουν να ξημερώσει το πρωί. Μόνο οι ατμοί της ρακής ανηφορούν.

Χρειάζεται να τελειώσουν τα ξύλα ως που να τουρτουρίσουν για να ξυπνήσουν ο ένας τον άλλον σκουντώντας με τον αγκώνα και κάποιος, όποιος έχει τη σειρά, να βγει έξω και να κουβαλήσει ξύλα κι έτσι αρχίζουν να βρίζονται αναμεταξύ τους σαν μικρά παιδιά.

Αυτές τις μέρες περιμένουν και το Νησιώτη για να υπογράψει την παραχώρηση του χωραφιού στο νεκροταφείο. Ναι μεν τους είπε απ’ το κινητό να χαλάσουν τον φράχτη, να τον αμπώξουν ίσα με 8 βήματα του ψάλτη που αντιστοιχούν σε 5 μέτρα και να ξανατοποθετήσουν το φράχτη όπως τον είχε ο ίδιος, αλλά όλα πρέπει να γίνουν νόμιμα. Άσε που με το ζόρι να τον ψήσουν να κάμει την παραχώρηση αφού επέμενε σαν το μουλάρι λέγοντας πως «δε θα γίνω εγώ η αιτία… δεν θα ανοίξω εγώ το χωράφι μου να θάβονται νέοι χωριανοί! Να πάτε αλλού να βρείτε μέρος!»

Όμως λίγο ο ψάλτης με τις μαργιολές του, του τηλεφώνησαν κι άλλα παιδιά από διάφορα μέρη της Ελλάδας οι οποίοι ενδιαφέρονται κι αυτοί για το νεκροταφείο και, σαν τέλος, παραδέχτηκε. Δίκιο έχει το χωριό, με τόσους απανωτούς θανάτους στην ξενιτιά.

Δίκιο έχει κι ο Νησιώτης που δεν παραχωρεί το χωράφι του στο νεκροταφείο, νιώθει ένα βάρος στο στήθος, σαν αφορισμένος, φταίχτης, σα να ανοίγει εκείνος τον δρόμο σ’ αυτή την κατάρα και θα τον θάψει και τον ίδιο η ιστορία.

Ψες, ο Νησιώτης πέρασε το Μαυρομάτι, ζυγίζοντας όλες αυτές τις σκέψεις που του ραγίζουν την καρδιά και μέχρι που έφτασε στο χωριό, μετάνιωσε κιόλας για την εν λόγο παραχώρηση. Ολόκληρη τη μέρα σήμερα αγνάντευε το νεκροταφείο από τον φεγγίτη του σπιτιού. Αγναντεύει και συλλογίζεται. Ξανασκέπτεται όλα εκείνα σαν άλεθε με’ στο κεφάλι του κατά τη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού, σίγουρα τον επηρέασαν αρνητικά και αποφασίζει έτσι με το χειρότερο τρόπο να ξαναβάλει τον φράχτη στη θέση του. Απόψε κιόλας! Απόψε. «δε θα γίνω εγώ ο ακατανόμαστος. Πιο καλά να με κατακρίνουν τώρα παρά να βλέπω εφιάλτες και πειρασμούς τις νύχτες». Φωνάζει και το γείτονά του ίσα να του κάμει παρέα αφού ο ίδιος, παρότι όλη του τη ζωή, μέχρι που ξενιτεύτηκε, μια θύρα ήταν με το νεκροταφείο το είχε συνηθίσει, φοβάται τις νεκρές ψυχές. Τα μεσάνυχτα πιάνει δουλειά.

Ο ψάλτης κράζει την ομάδα να το διαλύσουν. Οι γερομπεκρήδες, οι στρατιώτες – φύλακες του χωριού. Η νιότη του σκότος. Ενώ ο καφετζής τρίβει τα σπιρουνιασμένα μάτια σα να τον άγγιξαν τσουκνίδες, απ’ τη μια μοιάζει σα να  είναι ευχαριστημένος που ξεκουμπίζονται αγάλια-αγάλια, απ’ την άλλη σα μη θέλει να το κλείσει το καφενείο, σα να θέλει να μείνουν εκεί μέχρι το πρωί, να τους ακούει κι ας λένε σαχλαμάρες. Ας είναι.

Έξω στο προαύλιο. Όχι από προσταγή, αλλά με ομαδική κατανόηση. Οι νεότεροι κι οι παλαιότεροι του χωριού. Μέσα έτρεμαν τα χέρια, τώρα τρέμουν και τα τσιαγούλια τους.  Εδώ είναι το σημείο αντάμωσης, καταμέτρησης αφού έχουν κλείσει τα κοτέτσια, τα κατώγια και τις καλύβες, βεβαίως και τις γριές στο τζάκι, εδώ είναι και το σημείο αποχώρησης για όση νύχτα έχει απομείνει.

Τι τον έπιασε κι αυτόν τον ψάλτη! Πιο ρομαντικός από τι ήτανε. Μπορεί να είναι και το παράπονο για την κακοτυχία στο χωριό τώρα τελευταία.

-κοιτάξτε, βρε σιομπόκια, κοιτάξτε! Γλέπετε τίποτε;

-Τι να δούμε, αρχηγέ, μήπως έχουμε και μάτια! Ούτε αυτιά! Ούτε λαλιά!

-Λαρύγγι όμως;! Ας μας συγχωρέσει ο κύριος… - αραιά-πυκνά αναφέρει τον όνομα του Κύριου για να τον απαλύνει όταν καμιά φορά βρίζει και οργίζεται. – γλέπετε που ζιάμε; Να το χωριό μας: Νέκρααα… 200 σπίτια σα να είναι τάφοι. Κανένα παραθύρι δε φεγγερίζει. Δεν ακούς μια φωνή. Ούτε ένα κλάψιμο μωρού. Ούτε ένα γαύγισμα, έστω ένα μεσονύχτιο κακάρισμα πετεινού… τίποτε, λες και τα κατάπιε η γη ή μάλλον το σκοτάδι. Να! –μουντζώνει με τις δυο παλάμες τον εαυτό του και τους συντρόφους του, -Εμείς φταίμε, θυμάστε όταν λέγαμε στα παιδιά μας πριν 20 χρόνια «φύγετε, τι κάνετε μωρέ εδώ, θα φάτε στουρνάρι εδώ, φύγετε και μη ξαναγυρίσετε!». Να! – ένα δάκρυ περιχύνει την εσωτερική άκρια του ματιού. Όλη η ομάδα το ίδιο. –κλαίτε μωρέ; Εμ, κλαίτε; Δε σας κρατάνε οι μαγκούρες; Δε βρίσκετε το δρόμο, στα γκαβά να πάτε στις μαλέκες σας!

Τα μέλη της ομάδας, με τις λυγισμένες καμπούρες, στέκονται στο προαύλιο και καλά εξοπλισμένοι με βήχα, φτερνίσματα και βραχνή φωνή, φουμάρουν την υγρασία του μεταμεσονυχτίου, ανήμποροι να τολμήσουν να τραβήξουν το σοκάκι προς τα σπίτια τους.

-Κοιτάξτε τώρα, εκεί! –όλα τα παλικάρια, λίγο απ’ το κρύο, λίγο απ’ το φόβο του ευτελούς καλέσματος, συγκεντρώνονται πλάι-πλάι σαν τ’ άλογα όταν τα απειλεί ο λύκος και ρίχνουν τα μάτια εκεί που τους καλεί ο Δάκρυς. «κοιτάξτε!» -τους διατάζει, έτσι φαίνεται.

Το νεκροταφείο λαμποκοπάει εκεί στο λοφάκι στην άκρη του χωριού. Ένας απλός παράδεισος. Δεκάδες λάμπες τύπου ΛΕΝΤ αναδείχνουν τα χρώματα των μαρμάρων, τους σταυρούς που υψώνονται σε κάθε μνήμα. Η λάμψη αιωρείται πάνω απ’ το οικόπεδο. Η μοναδική εύχαρη στιγμή. Το μοναδικό λαμπερό σημείο σε όλη την εμβαδό του χωριού. Τα τελευταία δέκα χρόνια (από τα 20) της «λευτεριάς» όλο παραδόξως χάλασε η παράδοση ως προς τη σειρά κατοίκησης στο νεκροταφείο. Νέα παιδιά κλέβουν τη σειρά. Πλήθυναν. Ο κάθε καινούργιος τάφος (ούτε που μπορείς να ξεστομίσεις τον θάνατο νέων παιδιών) έχει την δικιά του αφήγηση, αφού συνήθως σε κάνει να σιωπήσεις, να χάνεις το θάρρος, να μη μπορείς να δώσεις μια εξήγηση, να λιμοκτονείς επειδή δεν πιάνουν οι προσευχές των μεγαλυτέρων. Όλοι τους έχουν να πουν πολλά και μιλιά δε βγάζουν.

Χαζεύουν σαν λάτρες της φύσης,   σαν τουρίστες τα άγνωστα θέρετρα, σαν τα μικρά παιδιά την αλλαγή των εποχών, χαζεύουν το λαμπερό τοπίο που μοιάζει σα να έχει αποκοπεί ένα μέρος του φεγγαριού και σφήνωσε απάνω στο λόφο. Όπου υπάρχει φως, υπάρχει ζωή. Τότε γιατί φοβούνται;

Κοιτάνε και μιλιά δε βγάζουν, προτιμούν να επιστρέψουν στα κρύα, άψυχα, σκοτάδινα σπίτια τους παρά στο φωτισμένο λοφάκι παρότι γνωρίζουν πως είναι ο μελλοντικός, μοναχικός δρόμος προς τα κει. Και τα βάζουν με το θεό που τώρα τελευταία χτυπάει λάθος πόρτα.

Για το λόγο αυτό ο Νησιώτης αναίρεσε την απόφασή του και ξαναβάζει το φράχτη στο προηγούμενο σύνορο. Μέσα στα άγρια μεσάνυχτα βγαίνει απ’ το σπίτι με έναν κασμά και μια βαριοπούλα στα χέρια. Με τη φούρια και τη βιασύνη που τον κυριαρχούν δεν είδε το πρόσφατο μνήμα, άφτιαχτο αφού δεν είχε σαρανταρίσει ακόμα ο άτυχος χωριανός και, άθελά του ή σκόπιμα ποιος ξέρει, περνάει το φράχτη απάνω στο τάφο μοιράζοντάς τον στα δύο, αφήνοντας το κεφάλι προς τα μέσα και τα πόδια έξω απ’ το φράχτη. Τι γρουσουζιά κι αυτή! Σ’ ένα πάσσαλο, τον πρώτο στη γωνία, κρέμασε μια πέτρα στην οποία γράφει με κάρβουνο κι ανάμεικτα γράμματα: «ΌΧΙ, άΛΛοι ΤάΦοι ΝέΩν ΠαιδιΩν στο ΧΩράΦι μου! Είναι ΑΜΑΡΤΙΑ!»

Εκείνο το βράδυ, κλείνοντας το καφενείο, ο καφετζής αναμιγνύεται στην ομάδα κι σαν πράττει ότι κι εκείνοι (αγναντεύουν ακόμα το πεφωτισμένο νεκροταφείο), ξαφνικά τους ταρακουνάει με το ουρλιαχτό του:

-Κάποιος είναι στα σιάδια!

-Τι γκαρίζεις μωρέ καφετζή, τι γλέπουν τα αετίσια μάτια σου;

-Ο σομπόκια του διαόλου! Ένας άνθρωπος στο νεκροταφείο! –ο ψάλτης κι οι άλλοι συγκεντρώνουν την έγνοια προς τα κει αλλά δεν διακριβώνουν τίποτε. Το μάτι αρέσκεται με τη λάμψη και μόνο.

Είναι έτοιμοι να ορμήσουν προς το λόφο, αρκεί μια κουβέντα του αρχηγού, του ψάλτη. Ενώ τα κρεβάτια τους έχουν παγώσει και τα τζάκια τους έχουν σβήσει στις μαύρες, αδειανές, άψυχες γειτονιές, εκείνοι είναι πανέτοιμοι να ροβολήσουν προς το «ορυχείο» των ζωντανών νεκρών- ψυχών.

-Καρτερείτε! Λέγε καφετζή, είναιτος ακόμα εκεί;

-Τώρα βρίσκεται στη γωνιά. Όλο σηκώνει το χέρι του, μάλλον κάτι μπήγει στο χώμα.

-Εγώ λέγω να πάμε, αρχηγέ Δάκρυ. –φαίνεται συμφωνούν κι οι άλλοι.

-Καρτερείτε..ε..ε… -μαλακώνει ο ψάλτης τον θυμό τους. Και μετά από λίγο: - είναι ο Νησιώτης. Μετάνιωσε ο κερατάς. Καφετζή φέρε την καραμπίνα, γεμάτη! –ο άλλος τρέχει μέσα όλο χαρά να ξεσκουριάσει την κάνη. Ρίχνει τρεις στον αέρα. Τρεις σκανταλιές, τρεις βροντές ήχησαν στο σκύτινο κενό, όχι πως τρόμαξαν το Νησιώτη, ούτε άλλη φωνή ακούστηκε απ’ το χωριό.

-Τι γίγκε λεβέντες! Ε καφετζή!

-Φέγγει.

-Τι λες μωρέ καυκάλα;!

-Φέγγει, λέγω… εμ γκαβοί, εμη κουφοί. Φέγγει ο ουρανός, λέγω…,

-Τσιοπίσω μου όλοι!

Με τις μαγκούρες να ρυθμίζουν τα βήματά τους, τα μέλη της ομάδας ορμάνε, με την έννοια της γεροντίσιας ορμής, προς το νεκροταφείο και μέχρι να φτάσουν ο νησιώτης είχε φύγει, είχε φύγει κι απ’ το σπίτι όπου τον έψαξαν, είχε φύγει κι απ’ το χωριό μάλλον.

Σάββατο χαράματα. Τα γεροντάκια έχουν περικυκλώσει το νεκροταφείο. Καθετί να είναι στη θέση του. Σήμερα θα μνημονεύσουν πέντε χωριανούς. Θα έρθουν πολλοί.

-Να λέμε καλά που είναι μονός.

-Τσώπα κι εσύ!