Η πυρά

Του Π. Ένιγουεϊ


Η μοναδική γυναίκα στην θερινή κατασκήνωσή μας στο Αγιοφάραγγο, στη νότια Κρήτη, δεν υπήρχε πρόσβαση με δρόμο, μόνο από το κακοτράχαλο μονοπάτι, μέσα από το φαράγγι, πέντε παλιοί πρόσκοποι, τέσσερις και η Πετρούλα, βρήκαμε την ησυχία μας αυτό το καλοκαίρι στο εξωτικό αυτό μέρος, σα ροβινσόνες, ξεχαστήκαμε, κάναμε μπάνιο γυμνοί, δύο ολόκληρες βδομάδες, ώσπου ήρθε ο Ρένος, στο μεγάλο αλμυρίκι «των συγκεντρώσεων», μ’ ένα σάκο, άφησε το σάκο, έβγαλε μια κονσέρβα, δεν είχαμε λεφτά να νοικιάσουμε δωμάτια, η κρίση βλέπεις, φανερώθηκε άξαφνα ένα πρωί, μας κοίταζε εξεταστικά κι όλο έτρωγε, ούτε μας καλημέρισε, έτρωγε του καλού καιρού, σαν να μην μας είδε, λοιπόν, καθάρισε το σουγιά του και έστησε τη σκηνή χωρίς ν’ αντιληφθεί ότι ενοχλεί, χωρίς να μας ρωτήσει, δικαίωμά του βέβαια, δεν κάνουν όμως έτσι, κι αυτός όλο να σφυρίζει, έτρωγε του καλού καιρού, θα φεύγαμε, το ’χαμε πάρει απόφαση, μας είδε που ετοιμαστήκαμε λίγο αργότερα, που ξεστήσαμε τις σκηνές μας, βρέθηκε σε αμηχανία, κατάλαβε φαίνεται, και με ένα χαμόγελο, μισό πικρό, μισό αδιάφορο, ξεκρέμασε το σάκο, εγώ ήμουν έτοιμος από ώρα, και άρχισε να βγάζει τις μπανέλες απ’ τη σκηνή του, η Πετρούλα καθυστερούσε, τη βοήθαγε ο «πούλακας», «φεύγει, τα μαζεύει», είπε ο «καρβουνιάρης», «περιμέντε, για μας φεύγει», ο «μικρός», τρέξαμε ξοπίσω του και του ’παμε να μείνει, έτσι βρέθηκε ανάμεσά μας ο Ρένος, από την επόμενη κιόλας μέρα κέρδισε ολονών την καρδιά, εμείς οι άλλοι, κάναμε «πηγαδάκια», μέναμε δυο δυο, τρεις τρεις στ’ αντίσκηνα, φίλοι από παλιά, μανιακοί στα ταξίδια, ποτέ όμως δεν είχαμε βρεθεί από τότε, από πιτσιρίκια, είχαμε φάει τις κατασκηνώσεις με το κουτάλι, ευκαιρία φέτος να ξαναβρεθούμε, λοιπόν, αλλά βρέθηκε ανάμεσά μας και ο Ρένος, σα να ήταν χρόνια ο πιο στενός μας φίλος, κέρδισε ολονών την καρδιά, σου λέω.

Πέρασαν κάμποσες μέρες, ξύλα μαζεύαμε για τη βραδινή πυρά το απόγευμα, λίγο πριν πέσει ο ήλιος, μου άρεσε το χιούμορ του, το φεγγάρι άδειαζε, είχαμε έρθει με πανσέληνο, στη βδομάδα πάνω δε βλέπαμε τη μύτη μας χωρίς φακό, γι’ αυτό ανάβαμε την πυρά, τριγύρω κάθε βράδυ λέγαμε ανέκδοτα, ιστορίες από παλιά, ο Ρένος παρακολουθούσε, συμμετείχε, μου άρεσε το χιούμορ του, όλοι βοηθούσαμε για το μάζεμα των ξύλων, ακόμη κι η Πετρούλα, όχι, αυτή τα τοποθετούσε σε σειρά, πρώτα τα λεπτά για προσάναμμα, απέναντι οι κορμοί, αργότερα αυτοί, μετά τα «μεσαία», μερικά ξερά φύλλα ανάμεσα, την πυρά του «κυνηγού», αυτή ανάβαμε κάθε βράδυ γιατί συνήθως φύσαγε, κανείς δεν έλειπε, αν έλειπε ένας θα διαλυόμασταν (το ξέραμε όλοι) την άλλη κιόλας μέρα, ούτε μία βραδιά, δεν είχε: «είμαι αδιάθετος», «είμαι κουρασμένος», «λέω να αράξω στη σκηνή», απαγορευότανε, την ανάβαμε κι όλοι γύρω τριγύρω, η Πετρούλα, ο «μικρός», ο «καρβουνιάρης», ο «πούλακας», ο Ρένος και εγώ, τι κάναμε λοιπόν; τίποτα, η Πετρούλα την άναβε με τα κόκκινα σπίρτα του «πούλακα», εκεί τρώγαμε όλοι μαζί το βράδυ, σηκωνόταν ορθή μπροστά μας και την φώτιζε το φως, εκεί φλυαρούσαμε ως αργά, πολλές φορές και μετά τα μεσάνυχτα, σκίαζε το σώμα της, τις πλάτες της, το πίσω μέρος της αδιάφορα προς εμάς, ενώ τα κούτσουρα σουσούριζαν με το βουητό τους, κρατς, τσικ, τσικ, τσακ, σκρατς, το ήξερε πως την κοιτούσαμε όλοι κείνη την ώρα, κοίταζε την φωτιά να φουντώνει, έσκυβε, διόρθωνε τα ξύλα, τα σήκωνε, τα παραμέριζε, ήταν η ευχαρίστησή της, η ευχαρίστησή μας να την παρατηρούμε, την άναβε κι όλοι γύρω τριγύρω κάθε βράδυ, μας έλεγε ανέκδοτα, ιστορίες από παλιά, φανταστικές ή πραγματικές, όπως αυτή με ένα συμφοιτητή της, το Δημοσθένη…

*


Καμιά φορά ο Δημοσθένης αναπολούσε τα παιδικά χρόνια στο χωριό με την μητέρα του και την αδερφή του. Πατέρα δε γνώρισε. Είχε σκοτωθεί σε τροχαίο στις στροφές του Δομοκού δύο μήνες πριν έρθει στον κόσμο. Η μάνα του όλη μέρα στο καφενείο μόνη να τα φέρει βόλτα. Ήθελε να τον κάνει δικηγόρο ή γιατρό. Έγινε δημοσιογράφος. Τη θυμάται να γυρίζει αργά το βράδυ κουρασμένη, να τρώει μια σαλάτα και να κοιμάται.

Με την αδερφή του αταίριαστοι. Παιδικούς φίλους δεν είχε. Όλα τα παιδιά του χωριού τον περιέπαιζαν. Αυτός δεν τους έδινε σημασία. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει απ’ το χωριό. Και γι’ αυτό διάβαζε. Όχι για να σπουδάσει, «να μορφωθεί», όπως του έλεγε η μάνα του, αλλά για να φύγει και να μην τους ξαναδεί.

Και τα κατάφερε. Έφυγε. Πέρασε σε μια σχολή δημοσιογραφίας και έπιασε αμέσως δουλειά, αρχικά σε μια μικρή δημοτική εφημερίδα, και έπειτα στο Βήμα. Όχι όμως σε κάποιο «δυνατό» πόστο, αλλά στο δικαστικό – εγκληματολογικό. Το είχε επιλέξει επειδή γενικά δεν είχε «τρέξιμο». Μοναδική εξαίρεση, όλα αυτά τα χρόνια, η υπόθεση «Κοσκωτά».

Το χωριό σπάνια επισκέπτονταν ως φοιτητής. Χριστούγεννα και Πάσχα. Και αυτό για χάρη της μάνας του. Μέχρι που η κακομοίρα πέθανε. Μετά δεν ξαναπήγε. Δεν τον ξανάδαν. Ούτε ακόμη και ο ξάδερφός του, ο Κώστας, που τα λέγανε καμιά φορά στα πεταχτά στο Φλοράλ, στην πλατεία Εξαρχείων. Εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Με τους συναδέλφους στην εφημερίδα το να πεις ότι είχε τυπικές σχέσεις ακούγεται, και ήταν όντως, υπερβολικό. Για τη ακρίβεια ήταν κάτι μεταξύ ψυχρότητας και τυπικότητας.

Με το γυναικείο φύλο δεν είχε καμιά επαφή. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μια φορά που προσπάθησε να τον προσεγγίσει μια συνάδελφος, πιο πολύ από περιέργεια μάλλον παρά από ενδιαφέρον, και τον ρώτησε αν ήθελε να δούνε μια ταινία μαζί σε κάποιο θερινό κινηματογράφο, αυτός απάντησε μονολεκτικά και αποστομωτικά: «όχι».

Δε γελούσε ποτέ. Κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω να χαμογελά. Ούτε καν με τα ανέκδοτα και τα αστεία που ακούγονταν κατά καιρούς σε στιγμές χαλάρωσης στην εφημερίδα.

Το μόνο που του άρεσε να κάνει, όταν σχόλαγε αργά το βράδυ, ήταν να πηγαίνει σ’ ένα γειτονικό μικρό μπαράκι, στην πλατεία Καρύτση, και να πίνει ουίσκι. Αμίλητος, έπινε το ποτό του καθισμένος σε μια γωνία της μπάρας, χαλάρωνε από την ένταση της ημέρας ακούγοντας τη μουσική, με μοναδική παρέα τα μπουκάλια απέναντι του. Του άρεσε μόνο να πίνει, να ακούει ανέκφραστος και να αναπολεί το παρελθόν του στο χωριό…

*

Ένας αέρας φυσούσε κείνο το βράδυ. Ο δρόμος έρημος στον κάμπο, ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε. Οι καλαμιές βούιζαν, έκανε κρύο.

Κι ένας προχωρούσε. Πήγαινε, όλο πήγαινε.

Τον είχε αφήσει το τρένο στο σταθμό, αργά, περασμένα μεσάνυχτα. Ούτε ένας χωριανός δεν κατέβηκε. Ούτε ένα ταξί δεν υπήρχε.

Παλιά, φοιτητής, μόλις έφτανα, περίμεναν πέντε τουλάχιστον. Μπορεί και παραπάνω.

«Αυτό θα κάνω», σκέφτηκα. «Θα οδηγώ. Θα γίνω ταξιτζής. Θα πω στη μάνα να βοηθήσει. Ό,τι μπορεί».

Ο σταθμός απείχε γύρω στα έξι χιλιόμετρα από το χωριό. Καιρό είχε να περπατήσει τόσο πολύ. Ο δρόμος ήταν ελαφρά ανηφορικός. Ελαφρά, αλλά ανηφορικός.

Κουράστηκα γρήγορα. Ήταν και το σακίδιο στην πλάτη γεμάτο, μου έκοβε τα πόδια.

Η αδερφή του έμεινε με το «μπα!». Σαν τον είδε, δεν τον γνώρισε.

«Σαν σε είδα, δε σε γνώρισα. Τα σγουρά σου λαδωμένα μαλλιά, το ρυτιδωμένο σου πρόσωπο, τα βρόμικα ρούχα… Σαν σε είδα, «Ποιος αλήτης να ’ναι τέτοια ώρα στην πόρτα;», σκέφτηκα.

Σαν με είδε, δε με γνώρισε.

«Μπα, ο Δημοσθένης!…»

«Ναι, ο Δημοσθένης…», και μπήκε.

Κοίταξε γύρω του ζητώντας μια καρέκλα. Κάθισε. Η αδερφή του τον κοιτούσε πατόκορφα, φανερά έκπληκτη κι απορημένη. Είχε μείνει κόκαλο.

«Δημοσθένη, τι χάλια είναι αυτά;», σε ρώτησα, σβήνοντας την τηλεόραση.

«Τι νέα;», ένας απάντησα, πετώντας πίσω το μπαλάκι.

Πήγε κοντά του, δάκρυσε, έκανε να τον χαϊδέψει συγκινημένη, αλλά τραβήχτηκε.

«Πεινάς;», σε ρώτησα, και κατευθύνθηκα ένας το ψυγείο.

«Πεινώ».

«Μοσχαράκι κοκκινιστό έχει, με μακαρόνια. Να τα ζεστάνω;», κι ακούμπησε το τάπερ στον πάγκο.

«Δε χρειάζεται. Καλύτερα κρύα».

«Θες σαλάτα;»

«Όχι».

Του σέρβιρε και κάθισε απέναντί του, στην άλλη γωνία του τραπεζιού.

Άρχισα να τρώω με βουλιμία.

Μάσαγες και τα μηλίγγια σου τρεμόπαιζαν.

«Είχες καλό ταξίδι;»

Δεν απάντησες. Συνέχισα να τρώω. Γούρλωνε τα μάτια καθώς κατάπινε.

Η αδερφούλα του άρχισε να νοιώθει άβολα και γύρισε τα μάτια ένας ένας την τηλεόραση. Την άνοιξε, αλλά στο αθόρυβο.

«Αν θες κι άλλο, να σου συμπληρώσω», και συνέχισε να παρακολουθεί το τούρκικο σίριαλ.

Πώς άλλαξες έτσι, Δημοσθένη; Τι έγινε; Γιατί επέστρεψες απροειδοποίητα μες στη νύχτα; Συνέβη κάτι στην Αθήνα;

Είχε πάνω από τέσσερα χρόνια να φανεί στο χωριό. Απ’ το γάμο ένας ξαδέρφης.

«Γύρισες μόνιμα; Τι ένας στη βαλίτσα;»

Τελείωσα το φαγητό και μετά σηκώθηκες κι άφησες το πιάτο στο νεροχύτη. Γύρισα στο τραπέζι κι άρχισε να ψάχνει την τσέπη του. Έβγαλες ένα σακουλάκι με καπνό. Ανακίνησα το σακουλάκι, κάτι ψιθύρισα, κάποια βρισιά μάλλον, αφού δεν έφτανε για να στρίψει ένα τελευταίο. Το τσαλάκωσα, το έκανα μπαλίτσα και το πέταξες στην κρεμασμένη σακούλα απορριμμάτων. Αστόχησε.

Τον στραβοκοίταξε, σηκώθηκε, έβαλε την μπάλα στο δίχτυ και πήγε μέσα. Ήρθε μετά από λίγο κρατώντας ένα πακέτο τσιγάρα.

«Τα καπνίζεις αυτά; Είναι του Γιάννη», σου είπα.

Άνοιξα το ολοκαίνουριο πακέτο και άναψα ένα.

Φύσηξε τον καπνό κι έμεινε για λίγο με το στόμα ορθάνοιχτο, σαν κάποιος να πάτησε το «pause».

«Δε θα με ρωτήσεις ποιος είναι ο Γιάννης;»

«Η μάνα;»

«Πριν έξι μήνες… Από καρκίνο…»

«Α…», είπες ξερά κι έσβησες το τσιγάρο.

Ήσουν λοιπόν ένα κτήνος. Ένας σε ήξερα. Ένας κι απαράλλαχτος.

Η αδερφούλα αμήχανα έριξε ένα βλέμμα τριγύρω ένας. Κοίταξε ένας την πόρτα. Όπου να ’ναι, θα ερχόταν ο Γιάννης απ’ το μπαράκι.

«Ω, Γιάννη, γιατί αργείς; Πάλι πιωμένος θα ’ρθεις;»

Εγώ παρακολουθούσα το τούρκικο.

«Βάλε λίγη φωνή…», ένας είπα, κι άναψα ένα δεύτερο.

«Άκου να σου πω…», σου απάντησα αγριεμένα.

Ήθελα να σου πω πολλά. Να σου τα «ψάλλω κανονικά», αλλά κάτι την εμπόδισε, κάτι την έπνιγε. Ξέσπασε σε λυγμούς.

«Δημοσθένη, πώς κατάντησες έτσι; Όλο το χωριό ρωτούσε για σένα στην κηδεία. “Πού είναι ο Δημοσθένης” και “Πού είναι;”. Ένα χρόνο ταλαιπωρήθηκε. Πόναγε. Σου μιλάω για φριχτούς πόνους. Πώς κατάντησες έτσι; Πού χάθηκες; Μονάχη μου έκλαιγα. Έκλαιγα για τη μάνα, για σένα, που έλειπες…»

«Όχι και μόνη. Αγκαζέ με το Γιάννη, υποθέτω…», τη διέκοψα.

«Γιατί ήρθες, ηλίθιο κατασκεύασμα; Μπορείς να μου πεις γιατί ήρθες; Τι θέλεις επιτέλους; Αλήτη! Ε, αλήτη! Λεφτά θέλεις; Πόσα θέλες; Λέγε! Πόσε θέλες, λήγε! Λήγε, κτήνας! Πα θε γη! Λγη ην ένας!», έκλαιγε, τσίριζε. Ήταν πλέον εκτός εαυτού.

Τότε άνοιξε την πόρτα ο Γιάννης.

Ένας αέρας φυσούσε κείνο το βράδυ. Ο δρόμος έρημος στον κάμπο, ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε. Οι καλαμιές βούιζαν, έκανε κρύο.

Κι ένας προχωρούσε. Πήγαινε, όλο πήγαινε.

Τον είχε αφήσει το τρένο στο σταθμό, αργά, κόντευε να ξημερώσει. Ούτε ένας χωριανός δεν κατέβηκε. Ούτε ένα ταξί δεν υπήρχε.

*

Αφού ζαλιζόταν με κάνα δυο ποτηράκια, πλήρωνε, καληνύχτιζε τον μπάρμαν, και πήγαινε σπίτι με τα πόδια. Έμενε στο κέντρο, σε μια γκαρσονιέρα στα Εξάρχεια, για το μόνο λόγο ότι ήθελε να είναι πάντα κοντά στη δουλειά του. Αν ποτέ άλλαζε έδρα το Βήμα, ή αν αυτός άλλαζε εφημερίδα, θα μετακόμιζε κοντά στα γραφεία. Όσο ακριβό κι αν ήταν το ενοίκιο.

Στο μπαρ ποτέ δεν έδινε σημασία στις συζητήσεις των γύρω θαμώνων. Λες και είχε φτιάξει ένα προσωπικό είδος παρωπίδας για τα αυτιά, που να εστιάζει μόνο σε αυτό που ήθελε να ακούει, τη μουσική.

Μια βραδιά όμως άκουσε κάποιον φιλότεχνο μιας παρέας να αφηγείται ένα διήγημα του Βουτυρά. Έλεγε για τον ήρωα του διηγήματος, Φάρμας λεγότανε, που είχε γράψει σε τοίχο, στο μαγαζί που δούλευε, μια φανταστική λέξη, παραρλάμα, και ότι η λέξη είχε φέρει τον πανικό στον μαγαζάτορα και σε όλους τους υπαλλήλους. Κανείς δεν ήξερε ποιος το έκανε και για ποιο λόγο, και κανείς δε μπορούσε να εξηγήσει τι σήμαινε. Πρώτη φορά άκουγε με τόση προσοχή συζήτηση από διπλανή παρέα. Του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον το αφήγημα αυτό.

Τελείωσε το ποτό του και έφυγε για το σπίτι σκεφτικός.

Την άλλη βραδιά, μόλις σχόλασε απ’ τη γραφείο, δεν πέρασε απ’ το μπαράκι. Πήγε κατευθείαν σπίτι του. Άνοιξε ένα μπουκάλι μπύρα. Στο νεροχύτη υπήρχαν άπλυτα πιάτα το ένα πάνω στο άλλο, και στο τραπέζι ένα ξερό κομμάτι πίτσα και τρία καλαμάκια χοιρινό σαπισμένα.

Ο Δημοσθένης έμεινε στην κουζίνα σκεφτικός.

Τέλειωσε την μπύρα και μετά πήρε το χαρτοφύλακά του και έφυγε γρήγορα για τα γραφεία της εφημερίδας.

Όμως δεν πήγε προς την κύρια είσοδο. Εκεί ήταν ο φύλακας και δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να τον δει. Μπήκε στη γειτονική στοά, στην άλλη πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου, και κατευθύνθηκε στο βάθος της, στον κοινόχρηστο χώρο. Πάτησε πάνω σ’ ένα κασόνι και σκαρφάλωσε στον τοίχο που γειτόνευε με το πίσω μέρος της εφημερίδας. Πήδησε μέσα προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο και ανέβηκε από τις εξωτερικές σκάλες έκτατης ανάγκης στον τέταρτο όροφο. Ήταν περασμένες τρεις και στον όροφο δουλεύανε ακόμη μερικοί υπάλληλοι. Πρόσεξε να μην τον δούνε και γλίστρησε στο γραφείο του διευθυντή. Κλείδωσε την πόρτα και κοίταξε προσεκτικά ψηλά την οροφή, σα να ζητούσε κάτι. Μετακίνησε ένα τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου και τοποθέτησε μια καρέκλα πάνω του, προσεχτικά, χωρίς θόρυβο. Έπειτα άνοιξε το χαρτοφύλακα και έβγαλε ένα μαύρο σπρέι που το είχε αγοράσει το πρωί πριν έρθει στο γραφείο. Ανακίνησε το σπρέι και έγραψε:

«Ανακουάτρος».

Ήταν μια φανταστική λέξη, την είχε βγάλει απ’ το μυαλό του λίγη ώρα πριν. Κατέβηκε και έβαλε το τραπεζάκι και την καρέκλα στη θέση τους. Έφυγε όπως είχε πάει προσέχοντας μην τον δει κανένας.

Το πρωί έφτασε στην εφημερίδα καθυστερημένος κατά μια ώρα. Είχε αργήσει να ξυπνήσει αφού ο ύπνος τον είχε πάρει ξημερώματα. Ήταν φανερό πως βρισκόταν σε υπερένταση κάτι που προσπάθησε να κρύψει όταν έφτασε στα γραφεία της εφημερίδας.

Έφτασε λίγο μετά που ο διευθυντής είχε δει το γκράφιτι. Η φωνή του ακουγόταν σε όλο τον όροφο.

«Τι είναι αυτό εκεί; Ποιος το ’γραψε αυτό;»

Ήταν έξω φρενών.

Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.

«Ανακουάτρος»!

Η λέξη που έβγαλε το μυαλό του βρισκότανε στα χείλη όλων.

«Ποιος διάολος το έγραψε;», τσίριζε ο διευθυντής.

Κατευθύνθηκε κι αυτός προς το γραφείο του διευθυντή, πρόβαλε το πρόσωπό του μέσα από την πόρτα και κοίταξε πάνω. Κανείς δεν τον υποπτευόταν.

Ο διευθυντής αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε, ξύνοντάς την με μια σπάτουλα, και ψιθυρίζοντας την αργά αργά.

Μετά επέστρεψε στο γραφείο του και συνέχισε τη δουλειά του. Αργότερα πετάχτηκε στα Δικαστήρια Ευελπίδων για μια υπόθεση ξεπλύματος μαύρου χρήματος ενός τέως υπουργού.

Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη, αυτή τη φορά, την έγραψε με κόκκινο σπρέι.

«Ανακουάτρος».

Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο διευθυντής πάλι έξω φρενών να ουρλιάζει μανιασμένος.

«Ποιος είναι; Τι θέλει; Πρέπει να βρεθεί!»  .

Η ιδέα μην κάποιος ήθελε να παίξει μαζί του, να τον γελοιοποιήσει σε όλη την εφημερίδα, τον εκνεύριζε ακόμη πιο πολύ και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.

Οι δημοσιογράφοι ανήσυχοι συζητούσαν σε πηγαδάκια και αναρωτιόντουσαν ποιος να ήταν ο υπεύθυνος. Κάποιος που να ήθελε να μειώσει το διευθυντή, κάποιος αντίζηλος που ήθελε τη θέση του, ο υποδιευθυντής, ή μήπως ήταν προβοκάτσια και αφορμή για νέες απολύσεις και περικοπές; Σε κανενός όμως το μυαλό δεν πέρασε ούτε στο ελάχιστο η σκέψη ότι ίσως ήταν κάποιος συνάδελφος, πόσο μάλλον ο Δημοσθένης.

Τη νύχτα ο διευθυντής, αφού κλείδωσε την πόρτα του γραφείου του και πήρε μαζί του τα κλειδιά, έβαλε και τον εφεδρικό φύλακα, εκτός αυτόν της κύριας εισόδου, να το παρακολουθεί. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο διευθυντής έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι γραμμένη στον τοίχο, τώρα με γαλάζια γράμματα.

Ο Δημοσθένης είχε βρει ευκαιρία και την είχε γράψει.

Όλοι στο πόδι! Ο διευθυντής ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχισυντάκτης, οι  συντάκτες, όλοι στέκονταν μαρμαρωμένοι εμπρός στο γαλάζιο γκράφιτι.

«Ανακουάτρος»!

«Ποιος μου κάνει αυτή τη φάρσα!», ο διευθυντής έξαλλος κοιτούσε αγριεμένα τους υπόλοιπους τριγύρω του. Όλοι ορκίζονταν ότι δε γνωρίζουν τίποτα, ότι δεν είδαν κάποιον να μπαίνει στο γραφείο και γενικότερα επικρατούσε πανικός και φασαρία. Μάλιστα μία εγκυμονούσα λιποθύμησε.

Ο Δημοσθένης, τραβηγμένος λίγο πιο πέρα, φάνηκε να τους κοιτάζει. Έπειτα τραβήχτηκε στην κουζίνα, κι εκεί, ετοιμάζοντας καφέ φίλτρου, γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!...

*

Ήταν μυστήριο αυτό το άσπρο φως, πώς μας ένωνε, πώς μας έκανε ένα κομμάτι ξέχωρο απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, κι ήταν στιγμές που αυτό το συναίσθημα, τόσο δυνάμωνε αυτό όσο δυνάμωνε κι η φωτιά απέναντί μας, σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε πως τίποτα δε μας χώριζε πια, ο «πούλακας» ήταν εδώ, ο «μικρός» μαζί μας, η Πετρούλα, όλοι εδώ, κι ο «καρβουνιάρης, εδώ κι αυτός, και τώρα ο Ρένος, όλοι εδώ όσο φώτιζε η πυρά, μας έφερνε κοντά, και υπήρχαν στιγμές, ένα χάδι, ένα γέλιο, ένα αστείο, κάποιος γέλαγε κι έπιανε το χέρι του διπλανού, το κεφάλι του, χτυπούσε φιλικά την πλάτη, το ίδιο και η Πετρούλα, και ας ήταν γυναίκα, σαν ήταν δίπλα σου, δεν την ενοχλούσε, άπλωνες το χέρι σου και την χάιδευες, αυτή γύριζε, σου μιλούσε, μπροστά σου, κοντά σου, ίσα στα δόντια…, έτσι με κάποιο τρόπο την είχαμε ολοδικιά του ο καθένας, ειδικά όταν σκοτείνιαζε κι άναβε την πυρά, δε ξέραμε ακριβώς τι θέλαμε, να ψαρεύουμε, να μαγειρεύουμε, να περιπλανόμαστε στην παραλία, απαλλαγμένοι από μαγιό και κινητό, εμείς και το κύμα, να παίζουμε σα μικρά παιδιά, και τίποτα άλλο, και το βράδυ στο φως της πυράς, κάθε βράδυ, για πάντα, να μη γίνει κάτι άλλο, να μη γίνει τίποτα, να μείνει αυτό όπως είναι, και το βράδυ στο φως της πυράς, να λέμε ιστορίες, δε ξέραμε ακριβώς τι θέλαμε, να ψαρεύουμε, να μαγειρεύουμε, να περιπλανόμαστε στην παραλία, ώσπου το τελευταίο βράδυ ο Ρένος, έγινε αυτό που φοβόμασταν, το περιμέναμε, ιδέα του Ρένου ήταν, πως ’γιναν όλα ξαφνικά, δε θυμάμαι, μη μαζέψουμε ξύλα το τελευταίο βράδυ, όλα τόσο γρήγορα, να μείνουμε στο σκοτάδι, δεν κατάλαβα πότε έγιναν όλα, και τι να κάνουμε, ιδέα του Ρένου, θυμάμαι τον «μικρό», το τελευταίο εκείνο βράδυ δεν ανάψαμε, θυμάμαι είχε πει «όχι, δε συμφωνώ», όλα τόσο γρήγορα, για ποιο λόγο, έπεσε η νύχτα, τόσο γρήγορα, του Ρένου ιδέα, μείναμε στο σκοτάδι, το περιμέναμε, έγινε αυτό που φοβόμασταν, πνιχτές ανάσες, φωνές, βόγκοι, ηδονής, οδύνης, κάτι γυάλιζε, σώματα που πάλευαν, ένα κουβάρι, του Ρένου, βρέθηκα στο κουβάρι, κάτι μ’ έκοψε, μάτωσα, ανάμεσά μας και η Πετρούλα, κάτι μ’ έκαψε, ο «πούλακας» να φωνάζει, ο «μικρός» να τσιρίζει, η Πετρούλα ανάμεσά μας, δε θυμάμαι, ο καθένας μόνο του, δεν βλέπαμε τι κάναμε, σε ποιον, και γιατί, η Πετρούλα ανάμεσά μας να κλαψουρίζει, δεν αναρωτιόμασταν, ο καθένας μόνος του, απέναντι στους άλλους, αναρωτιέμαι τώρα ο Ρένος πού ήταν, δεν ακουγόταν, όλα τόσο γρήγορα, δεν μας έβλεπε κανείς, ο «πούλακας» να φωνάζει, και δεν βλέπαμε κανέναν…

Έφυγα πρώτος, κουτσαίνοντας, ξημερώματα, χωρίς τη σκηνή και το σακίδιό μου.

Δεν τους ξανά είδα από τότε, ούτε έχουν έρθει εδώ να με δουν, ούτε θέλω.

 


(Βασίζεται στα Η «νόμιμη» του Ρένου Αποστολίδη,

Παραρλάμα του Δημοσθένη Βουτυρά

και στο πρώτο κεφάλαιο από Το θείο τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα)