Η Λιβερά της Ματσούκας του Πόντου ήταν μια ωραία κωμόπολη με κρύα νερά. Η θέση της είναι μαγευτική. Κτισμένη σε ύψωμα, του οποίου η κορυφή ελίσσεται σε μικρή πεδιάδα και σαν κλιμακωτή ταράτσα. Τα σπίτια πεντακάθαρα και απέριττα προβάλλουν ανάμεσα από πυκνά καρποφόρα δέντρα, προπάντων μηλεώνες.

Η Λιβερά εκτός από την ωραία τοποθεσία της έχει και διάφορες εξοχές και ονομαστά παρχάρια με κρύες βρύσες και κρυστάλλινες πηγές. Μια τέτοια πηγή υπάρχει στην τερπνή κι εξοχική θέση Άγιος Κων/νος (Άε-Κων/νον).

Η θέση αυτή βρίσκεται στις ψηλότερες πλαγιές ομώνυμου λόφου προς Ν. της κωμόπολης και σε ωραία απόσταση απ’ αυτή. Η άνοδος είναι κουραστική κι επίπονη – μάλιστα το καλοκαίρι – γιατί το έδαφος είναι ανηφορικό και ο δρόμος ανώμαλος και μόλις βατός με μουλάρια ή και με μικρόσωμα κάπως άλογα.

Η πηγή αυτή απέκτησε σπουδαία ιστορία. Όταν ο Σουλτάνος Μουράτ ο Δ’ κατά τον 17ο αι. εκστράτευσε εναντίον της Βαγδάτης, ξεκίνησε με τα στρατεύματα του από την Τραπεζούντα. Όταν έφτασε στο Τσεβιζλίκ, ο στρατός πήρε διάφορες κατευθύνσεις προχωρώντας εκτός από την κεντρική αρτηρία και από τις κορφές και διαβάσεις των βουνών.

Ο ίδιος με τη φρουρά του έφτασε στη Λιβερά και με τη συνοδεία του κατευθύνθηκε προς τα υψώματα. Έτσι, ανέβηκαν έφιπποι από τον ανηφορικό δρόμο που είπαμε και με κόπο έφτασαν στην πηγή του Αγίου Κων/νου. Είχαν κουραστεί άνω στ’ άλογα στον ανάντη δρόμο και μόλις είδαν την ωραία πηγή, κατέβηκαν και κάθισαν στη σκιά ενός έλατου, που ήταν λίγα μέτρα μακριά από την πηγή.

Τη στιγμή εκείνη ο Σουλτάνος βλέπει μια κοπέλα κάπου εκεί κοντά που βοσκούσε αγελάδες. Τη φωνάζει κοντά του, της δίνει το ποτήρι του και της λέγει να του γεμίσει νερό από την πηγή. Η κοπέλα πήρε το ποτήρι και χωρίς να το ξεπλύνει το γέμισε νερό που μέσα του μαζεύτηκε και κατακάθισε λίγη άμμος.

Έτσι πρόσφερε το νερό στον άγνωστο διαβάτη. Ο Σουλτάνος βλέποντας το θολό το έχυσε και της είπε να του γεμίσει άλλο. Εκείνη πήρε ξανά το ποτήρι, αυτή τη φορά το ξέπλυνε και το γέμισε με καθαρό νερό, πλην όμως, το πρόσφερε έχοντας το μεγάλο δάχτυλο του χεριού της βουτηγμένο ως το μισό νύχι μέσα στο νερό.

Ο Σουλτάνος το έχυσε κι αυτό και ζήτησε άλλο καθαρότερο. Η κοπέλα το ξαναπήρε και τη φορά αυτή το ξέπλυνε πάλι, το γέμισε με καθαρότερο νερό, επέστρεψε κρατώντας το ποτήρι μέσα στην παλάμη της και με τρόπο ευγενικό και πολιτισμένο και με ελαφριά υπόκλιση του το πρόσφερε.

Ο Σουλτάνος το πήρε και ήπιε. Του έκανε όμως εντύπωση το εξής: «Γιατί η κοπέλα αυτή, η οποία έδειξε με τον τελευταίο τρόπο της ότι είναι πολιτισμένη κι έχει τέτοια ωραία ανατροφή, δεν του πρόσφερε στην αρχή καθαρό νερό».

Την ρώτησε λοιπόν:

-Γιατί, κορίτσι μου, δεν μου έφερες στην αρχή καθαρό νερό;

Η κοπέλα απάντησε:

-Κύριε, το νερό αυτό είναι πολύ κρύο κι όταν το πίνει κανείς κουρασμένος, του φέρνει φοβερούς κοιλόπονους. Γι’ αυτό σου το έφερα πρώτα θολό με άμμο, για να μη το πιεις. Τη δεύτερη φορά έβαλα το δάκτυλό μου πάλι για να μη το πιεις, διότι ακόμα δεν ξεκουράστηκες καλά και τώρα σου έφερα καθαρό για να το πιεις, γιατί δεν υπάρχει φόβος να σου κάνει κακό.

Ο Σουλτάνος ενθουσιάστηκε από την απάντηση και τη συμπεριφορά της κοπέλας. Την ευχαρίστησε, τη ρώτησε το όνομα της και ποιος είναι ο πατέρας της. Πληροφορήθηκε ότι ονομάζεται Μαρία κι ότι ο πατέρας της είναι ο παπάς της Λιβεράς.

Ο Σουλτάνος υπολογίζοντας και την ομορφιά της, αλλά προπάντων εκτιμώντας τα πνευματικά και ψυχικά της χαρίσματα, την αποκάλεσε Γκιούλ-Μπαχάρ (Ρόδο της Άνοιξης). Κάλεσε τον πατέρα της και τη ζήτησε σε γάμο για να την κάνει Σουλτάνα και βασίλισσα. Ο πατέρας της, παρά τη θλίψη και την απογοήτευση του για την τέτοια αποκατάσταση του κοριτσιού του, - γιατί, βέβαια, θα αναγκαζόταν να απαρνηθεί τη θρησκεία και τον εθνισμό του, είδε ότι δεν ήταν δυνατό να αντισταθεί στη Σουλτανική επιθυμία κι αναγκάστηκε να συγκατατεθεί. Πράγματι, ο Σουλτάνος τη νυμφεύτηκε αργότερα κι έτσι η Μαρία η Λιβερίτισα έγινε Σουλτάνα με το νέο της τούρκικο όνομα Γκιούλ-Μπαχάρ.

Λέγεται ότι η Γκιούλ-Μπαχάρ, ως Σουλτάνα, φρόντισε πολύ αποτελεσματικά για τους χριστιανούς και προπάντων για τους πατριώτες της Λιβερίτες, οι οποίοι ήταν ασύδοτοι, δεν πλήρωναν φόρους βοσκής. Προς τιμή της Σουλτάνας αυτής, στην Τραπεζούντα υπάρχει ωραίο τζαμί με το όνομα «Ιμαρέτ-Τσαμεσή», στην αυλή του οποίου είναι κτισμένος ο μεγαλοπρεπής τάφος της, σκεπασμένος με πελώρια μαρμάρινη πλάκα με επιτύμβια επιγραφή, χαραγμένη στα Αραβικά, η οποία φαίνεται να αναφέρεται στο περιστατικό της γνωριμίας της με τον Σουλτάνο, ο οποίος ευαρεστήθηκε να την κάνει Σουλτάνα του.

Τσοκτουρίδου Παρθένα

 

πηγή: http://progoniki.blogspot.com