Φιλοπράγμων Έρως


Πονάνε οι καλημέρες που δεν μου’ πες.

Τις μαζεύω μία προς μία στο λεύκωμα που λέγεται « Απουσία»

-μικρά χαρτόσημα στην κόγχη ενός ονείρου

που ξεμάκρυνε τόσο πολύ, όσο να μη μπορώ πια να το αγγίξω-.


Τέμνω τις άκρες των δαχτύλων μου στα ξέφτια της μέρας.

Πόσο επί τέλους να τραβήξω το ρούχο του κόσμου στο στήθος μου;

Η γύμνια θερίζει. Τα πέλματα τρέμουν. Κατάσαρκο λάθος.


Σήμερα έμαθα πώς χάνεις κάποιον λέγοντάς του σ’ αγαπώ.


Σήμερα έμαθα να ελπίζω πριν το τέλος.

Μακάρι να μπορούσα να χαθώ σε αυτό το βλέμμα,

το χωρίς μάτια και χρώμα - το χωρίς θεό ή διάβολο.


Ίσως έτσι να ήταν πιο ωφέλιμη η βόλτα μας∙

με το δικό σου χέρι πλεγμένο στη ροή των κυμάτων

και τις φωνές των γλάρων να φωνάζουν πως δεν ήρθες.


Ποτέ δεν ήρθες. Στιγμές κι’ αν σ’ έφερνα κοντά μου,

μου μιλούσες για εκείνα που χάσαμε με τα χέρια ανοιγμένα στον ήλιο,

για το κόστος μιας ακραιφνούς παράδοσης, όταν ο ένας γίνεται δύο.


Δυο πόδια ταξίδι και δυο χέρια ουρανός είναι ο άνθρωπος.


Κλείνω τα μάτια να αποφύγω την αλήθεια

που κόβει βόλτες στο απέναντι στενό του εγωισμού μου.

Περίεργα πράγματα. Λες και ποτέ δεν υπήρξε το Εμείς

δίπλα στο Εγώ και το Εσύ του αθώου Ανθρώπου.


Πράγματα. Γίναμε όλοι μας πράγματα.

Η κτητικότητα μας έκανε έτσι.

Η ψυχή μας σαν πράγμα. Η καρδιά μας, Το Πράγμα.

Η λογική των πραγμάτων. Η λογική των θαυμάτων.

Η λογική της αγάπης – Ανύπαρκτη.


Αύριο έλα να μου πεις για τις σιωπές που σκοτώσαμε

πάνω στη μύτη ενός αιμοδιψούς στυλό.

Αύριο έλα.



*Γ' Βραβείο ΚΣΤ΄ Ποιητικών Αγώνων Δελφών

Της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών