Εικασίας αβεβαιότητα
Στον Κ. Γ. Καρυωτάκη
Φεύγαν οι μέρες και μας άφηναν χιλιόμετρα
φεύγαν κι οι νύχτες για ένα όνειρο γυμνό.
Σκόρπιζαν οι ώρες σαν προφήτευαν τα επόμενα
κι ήταν η ζωή μας ειρωνείας σχόλιο πικρό.
Έφερνε ο χρόνος της σιωπής του το απόσταγμα
σε ένα ποτήρι που δεν είχε καν ποτό.
Σε ένα δωμάτιο ήμασταν δίχως έπιπλα
και στο παράθυρο ένα τοπίο του Van Gogh.
Κι ήτανε, λέει, η φωτιά που μας συνέπαιρνε
ήτανε, λέει, ένα μύθευμα φτηνό
σαν εικασία έστεκε γιατί μας συνέφερε
μα ήταν νόμισμα που έπεφτε στο κενό.
Εναρμονίζει ο καιρός τα κυκλώματα
για μια σπουδή απάνω στο όνειρο.
Στο ίδιο δωμάτιο μένουμε δίχως χρώματα
και το παράθυρο να στέκει ολόγυμνο.
Τώρα εδώ, στη μοναξιά του τίποτα
εσύ εκεί κι εγώ απέναντι
να πολεμάμε με ματιές τα ασύμφορα
και μια ειρωνεία να μένει αόρατη.