Εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία
«Το κόκκινο πασούμι» του Θανάση Παμπόρη δεν είναι ένα κοινότυπο μυθιστόρημα. Δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, δεν έχει συγκεκριμένη υπόθεση αλλά ούτε και θεαματικό φινάλε. Τότε τι είναι;
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Το θεματικό μοτίβο που χρησιμοποιεί είναι μια ψυχιατρική κλινική με την ονομασία «Παντοκράτωρ», όπου βρίσκονται εγκλεισμένοι ψυχικά ασθενείς ή εξαρτημένοι από ναρκωτικές ουσίες. Ο συγγραφέας μέσα σ’ αυτό το θλιβερό χώρο δημιουργεί για το βιβλίο του τους δικούς του πρωταγωνιστές, που αντιθέτως δεν είναι πρωταγωνιστές της ζωής τους. Άλλοι γιατί δεν γνώρισαν την οικογενειακή θαλπωρή, άλλοι γιατί απλά θεωρήθηκαν μίασμα για τις οικογένειές τους, άλλοι γιατί το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα τους τραυμάτισε βαθύτατα και άλλοι γιατί έτσι απλά βιώνουν τις αρνητικές συνέπειες μιας, καταδικασμένης στη μιζέρια και την αδικία, ζωής. Η Γωγώ, ο Βρασίδας, ο Βαγγέλης, ο Παυσανίας, η Ελένη. Μέσα από το κείμενο θίγονται πότε σε βάθος και πότε επιδερμικά, πολλά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά του τόπου μας. Η διαφθορά, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι ανεκπαίδευτοι και ακατάλληλοι υπάλληλοι πολλών τέτοιων ιδρυμάτων, οι προκαταλήψεις των μικρών κοινωνιών, οι παράνομες σεξουαλικές σχέσεις, τα εγκλήματα του εμφυλίου, η "μαύρη" περίοδος της δικτατορίας και η στυγνή εκμετάλλευση της έννοιας «Δημοκρατία». Μέσα απ’ το κείμενο επίσης ο συγγραφέας δράττει της ευκαιρίας για να αναπολήσει αρκετά βιωματικά στοιχεία. Κάποια που τον πονούν και κάποια που θ’ αφήνουν πάντα μια γλυκιά ανάμνηση στο νου…
Η περιγραφή των χώρων και των "αθέατων" πρωταγωνιστών της κλινικής μου θύμισε τον πίνακα «Το προαύλιο ενός φρενοκομείου» του Goya, πάνω στον οποίο είχα εργαστεί πριν από μερικά χρόνια. Ευθύς αντιλήφθηκα ότι, αν και αλλάζουν οι εποχές, οι καταστάσεις μένουν συχνά οι ίδιες. Και ο Goya το 1794 καυτηρίαζε την περιθωριοποίηση, το κίβδηλο πρόσωπο της κοινωνίας καθώς και τη σκληρή αντιμετώπιση των απλών ανθρώπων από την απρόσωπη εξουσία. Δεν ήταν λίγοι άλλωστε εκείνοι που, ενώ είχαν "σώας τας φρένας", βρεθήκαν έγκλειστοι σε φρενοκομεία και φυλακές έπειτα από ανυπόστατες διώξεις της Ιεράς Εξέτασης. Οι πρωταγωνιστές του πίνακα παλεύουνε γυμνοί, σέρνονται, μιλούνε μόνοι τους, αναπαριστούνε πρόσωπα που δεν είναι. Κάποιοι πιο πίσω παραμένουν στο σκοτάδι, όπως άλλωστε είναι προορισμένοι να μείνουν για όλη τους τη ζωή…
Υπάρχει όμως μια διαφορά με τον Goya. Αν εκείνος επέλεξε να αφήσει τους ήρωές του στην αφάνεια, ο Θανάσης Παμπόρης τους δίνει μια τίμια ευκαιρία έκφρασης. Μια έκφραση ωστόσο που δεν συνεπάγεται σωτηρία ή επανένταξη στο κοινωνικό σύνολο παρά μια ελευθερία στο δικαίωμα του ονείρου, των αναμνήσεων, των παιχνιδιών της μνήμης. Εκεί ο κόσμος είναι δικός τους και κανείς δεν μπορεί να τους τον στερήσει. Ιδιαίτερη εντύπωση επίσης προκαλεί ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει το άγνωστο υποσυνείδητο αυτών των ανθρώπων. Ακατάστατες σκέψεις, περίπλοκη αλληλουχία εικόνων, συγκεχυμένες μνήμες. Συχνά και ο αναγνώστης παγιδεύεται μην ξέροντας τι τελικά από αυτά που διαβάζει ισχύει και τι όχι.
Σε δεύτερο ρόλο οι συγγενείς των ασθενών. Άλλοι βιώνουν με πόνο το μαρτύριο της οικογένειάς τους βρισκόμενοι δίπλα στο πρόβλημα και άλλοι χρησιμοποιούν την κλινική για να θάψουν ότι "μιαρό" ταυτίζεται μαζί τους. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι ασθενείς έχουν μέσα τους οργή και απωθημένα. Γιατί κανείς δεν μοιάζει ν’ αντιλαμβάνεται ότι αυτά που ζητούν δεν είναι τελικά τόσο δύσκολα… Συντροφικότητα, κατανόηση και ελπίδα.
Αλέξανδρος Ακριτίδης