Εκδόσεις Μανδραγόρας

Είναι γεγονός ότι, όταν λαμβάνω ένα νέο έργο από έναν ποιητή, που έχω ξαναπαρουσιάσει άλλες τόσες δουλειές του στο παρελθόν, μια απορία σκανδαλίζει τη σκέψη μου. Μπορεί άραγε αυτός ο δημιουργός να μας προσφέρει κάτι εντελώς καινούργιο; Μπορεί άραγε ν’ ανακαλύψει νέους αισθητικούς δρόμους και νέες ποιητικές ιδέες;

Δια του αποτελέσματος, θεωρώ ότι ο Χάρης Μελιτάς, με το νέο του πόνημα, που έχει τον τίτλο «Παράσταση ήττας», φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα. Και θα εξηγήσω ευθύς το γιατί. Χωρίς ίχνος ψευδαισθήσεων, αυτή τη φορά συνάντησα έναν Χάρη Μελιτά άκρως επίκαιρο, σύγχρονο και καθημερινό. Αφουγκράζεται με προσοχή όσα συμβαίνουν γύρω του ή όσα μαθαίνει από την ειδησεογραφία και, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, τα "μεταποιεί" σε γραπτό λόγο. Ένα περιστατικό σε μια εκκλησία, μια ματωμένη διαδήλωση, μια αιματηρή ληστεία τραπέζης, μια επίσκεψη στο γιατρό, ένας τοξικομανής στο διάβα του, ένας πατέρας που περιμένει το παιδί του έξω από το φροντιστήριο. «Εικόνες ζωής» θα μπορούσαμε επίσης να ονομάσουμε αυτή τη συλλογή αλλά και η «παράσταση ήττας» έχει το νόημά της. Ήττα της εξουσίας, της κοινωνίας, της ανθρώπινης ύπαρξης, του ανεπτυγμένου κόσμου. Ήττα ακόμα και του ανυποψίαστου ανθρώπου μέσα στο ρου της ωμής καθημερινότητας. Εκεί όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος, βασιλεύει η πλήξη και η ανία, καραδοκεί ο θάνατος….


ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ


Κηδεύτηκε χτες, μεταξύ συγγενών και φίλων.

Λίγοι λεκέδες πορφυροί στο πεζοδρόμιο

θα τον θυμίζουν το πολύ ως το φθινόπωρο

μέχρι να βάψουν τη βροχή και να χαθούνε.

Εκεί, μπροστά στης τράπεζας τις σκάλες

στερνή φορά στο πλήρωμα του Μάρτη

το σώμα κι η ψυχή αγκαλιαστήκανε

σε μια φιγούρα σκοτεινή, απεγνωσμένη.

Προτού προφτάσει τον ληστή, τον πρόφτασε η νύχτα.

Αποκοτιά, συμπέραναν οι συντηρητικοί.

Δεν είναι εποχή για υπερβάσεις.

Άστοχη κίνηση, γνωμάτευσαν οι άλλοι.

Οι τράπεζες μας πίνουνε το αίμα.

Συνωστισμός από ιδέες ερμαφρόδιτες

σε εύθραυστες βιτρίνες ασφαλείας.

Λογιστική της παρακμής. Λευκή σημαία.


Κηδεύτηκε χτες, μεταξύ συγγενών και φίλων.
Το αύριο κηδεύτηκε μαζί του.
Δημοσία δαπάνη.


Αν και, όπως προελέχθη, οι εικόνες της καθημερινότητας υπερισχύουν, εντούτοις δεν είναι οι μόνες. Συχνά εμφανίζεται ένα δριμύ κατηγορώ στον αδιάφορο Δυτικό κόσμο. Άλλα παιδιά βιώνουν την πείνα στην Αφρική και άλλα ψάχνουν στους κάδους "μας" για ο,τιδήποτε θα τους γλιτώσει από την μαύρη εξαθλίωση. Βέβαια δεν αρνείται την κοινωνική ευθύνη των ποιητών, οι οποίοι οφείλουν διαρκώς να ορθώνουν την πέννα τους μπροστά σε κάθε πράξη αδικίας και απανθρωπιάς.


ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΓΥΑΛΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ

Σε είδα να σαλεύεις στα Εξάρχεια.
Πρόσωπο δίχως πρόσωπο.
Κορμί χωρίς πυξίδα.
Συγκεχυμένο πλάσμα, ετοιμόρροπο.

Χαμένος μονομάχος στην αρένα.

Σκέφτηκα να σε κρύψω σ' ένα ποίημα.
Να σε τυλίξω λέξεις μυστικές.
Να μην κρυώνεις.

Άλλη μια αυταπάτη δωρεάν.
Το ίδιο παγωμένο λεξιλόγιο.
Οι ένοχες κραυγές των φωνηέντων.

Τα υλικά της σιγουριάς. Τα πλαίσια.

Εκείνο το γυαλί ανάμεσα μας.

Να σε καταλαβαίνω μόνο δεν αρκεί.
Θα 'πρεπε να μπορώ να σ' αγκαλιάσω.
Να μην κρυώνω.


Τη συλλογή συμπληρώνουν επίσης ποιήματα που αναδεικνύουν τον ανθρώπινο φόβο απέναντι στο θάνατο και ποιήματα που σκωπτικά βλέπουν έναν έρωτα να καταλήγει σε συνήθεια. Συχνά σκεφτόμουν αυτές τις μέρες «μα κανείς ποιητής δεν θα γράψει για την κρίση;» Μα κι εδώ ο Χάρης Μελιτάς με κάλυψε πολλάκις με ποιήματα όπως το έξυπνο «ANDY WARHOL». Μου άρεσαν ιδιαίτερα «το καρνάγιο του τρόμου» σε μορφή Μαλαισιανού παντούμ, το «ωράριο εργασίας» που θυμίζει την τάση των ιμπρεσιονιστών να εντοπίζουν τις ιδέες τους έξω στη φύση και το «Δελτίο ειδήσεων» που είναι οικείο, ζωντανό, απλό, αντικατοπτρίζει το καθημερινό μας τρέξιμο από υποχρέωση σε υποχρέωση…. Ωστόσο διάλεξα για το τέλος το καλύτερο κατ’ εμέ ποίημα της συλλογής. Το «μνημόσυνο»…


ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ


Και να οι δίσκοι.

Να τα κόλλυβα. Να τα παντεσπάνια.

Τόσα οι παπάδες, τόσα ο ναός

τόσα ο δεσπότης, τόσα οι φωτισμοί

τόσα η Βυζαντινή κομπανία.

Βάλε γλαδιόλες, σερβίτσια, υπεργολάβους

γραφεία, τυπογραφεία, μεταφορικά.

Και το κονιάκ να ρέει άφθονο στο κυλικείο.


Μάλιστα κύριε, αναστέναξε ο σκώληξ.

Κι εμείς δουλεύουμε σαράντα μέρες

για ένα πιάτο φαΐ.

 

 

 

 

Αλέξανδρος Ακριτίδης