ΚΟΥΤΣΟΣ

 

 

Γέλασε η αύρα ανάμεσα

στην ανισότητα του βήματός του

της φύσης λάθος ανεπίδοτο

κουτσά τα βήματά του

έξω απ’ τη θάλασσα

 

 

μάτια γιομάτα καλοσύνη

αγίου ίριδες

λεβέντη κάλλος

όλης της Οικουμένης

η ισορροπία

στον ανισόρροπο βηματισμό του

έψαχνε για δικαίωση

κι όλος ο πόνος του αλλιώτικου

άδοξα χόρευε

στην έκφραση του άντρα

που κούτσαινε βγαίνοντας απ’ τη θάλασσα

 

 

στο βλέμμα του το νόημα του δυσανάλογου

γίνηκε θρίαμβος της νίκης του

ενάντια στο άδικο χάος

η ανισοσκελής συνέπεια του ανείπωτου

ποίημα ανομοιοκατάληκτο

ερωτικό τραγούδι έλλειψης

γεμάτης πόνο στέγη θνητού

που εκλιπαρούσε για αντιστοιχία

στη συλλαβή του χαμογέλιου του

σε λέξη δημιουργική του θάρρους του

 

 

ποίημα ο κουτσός αδημιούργητο

έτοιμο για να ξεπηδήσει απ’ το νου

της μέρας την ατέλεια

να τελειοποιήσει

 

 

Κύριε και Θεέ μου

μεθυσμένος ήσουν

όταν τον έσπερνες

 

 

Κύριε και Θεέ μου

ελέησόν μας και μην ξαναπιείς

 

 

LIMPING MAN

 

 

Breeze laughed amid

his limping footsteps

nature’s unforgiving mistake

struggled out of the sea

 

 

eyes full of kindness

irises of a saint

a brave man’s graceful stature

in his unbalanced steps

the balance of the Universe

searched for justice

pain of the unlike

in vain danced

in the expression of the man

who limped out of the light waves

 

 

in his glance the meaning of disproportional

victorious triumph

against the unjust chaos

his unequal side an unsung song

not rhyming poem

deficient erotic verse

a mortal’s hearth full of pain

that begged for analogy

in the syllable of his smile

in the word of his uplifting courage

 

 

the limping man unwritten poem

ready to spring out of my mind

to complete the day’s

incompleteness

 

 

Good Lord, were you drunk

when you fathered him?

 

 

Good Lord, have mercy on us,

don’t drink again!

 

 


 

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ

 

 

Φύσηξε ο αγέρας

τα πεσμένα φύλλα

γέμισε θάνατο το πεζοδρόμιο

καθώς ο νους μου έτρεξε

στο χαμογέλιο σου

και ξάφνου είδα ένα χορό

μπροστά στα μάτια μου

παράξενο των φύλλων

ν’ αρχινά που λες ζωντάνεψαν

μέσα στη νέκρα τους

και σιγοτραγουδούσαν

 

 

τίποτα δεν πεθαίνει

ρυθμό μόνο αλλάζει

η ζωή και φόρεμα

 

 

CAMOUFLAGE

 

 

Wind blew

the fallen leaves

death took over

the sidewalk

and my mind

ran to your smile and

suddenly I saw a strange

dance before my eyes

the leaves had commenced

in the slumber

of their death

as if alive they sang

 

 

nothing dies

life only changes

its rhythm and dress

 

 

~IMAGES of ABSENCE, Ekstasis Editions, Victoria, BC, Canada, 2015