Άννα Ιωαννίδου
Νέες «ελαστικές» μορφές εργασίας και εργασιακή ανασφάλεια
Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, η πλήρης και διαρκής απασχόληση , η υγειονομική, συνταξιοδοτική κάλυψη και η παροχή κρατικών επιδομάτων αναγορεύονται σε εύθραυστα και συνεχώς επαπειλούμενα προνόμια. Η ισορροπία προσφοράς και ζήτησης εργασίας που είχε επιτευχθεί από το θεσμικό πλαίσιο του κοινωνικού κράτους μπαίνει στο στόχαστρο των εκφραστών του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίοι αξιώνουν την πλήρη απελευθέρωση της εργασίας από νομικές δεσμεύσεις και κοινωνικές εξασφαλίσεις.
Στην ευρωπαϊκή αγορά δημιουργείται σταδιακά ένα επαγγελματικό καθεστώς , όπου η διατήρηση των θέσεων εργασίας γίνεται αποδεκτή με οποιοδήποτε τίμημα , καθώς ο εργαζόμενος βρίσκεται σε άμεση , άνευ όρων εξάρτηση από τον εργοδότη. Πράγματι , οι τεχνολογικές καινοτομίες και ο αυξημένος ανταγωνισμός μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποκλείσουν από το δίκτυο εργασίας οποιοδήποτε εργαζόμενο ανεξάρτητα από την θέση που κατέχει.
Τα τελευταία χρόνια στον ιδιωτικό τομέα και σε μικρότερο βαθμό στο δημόσιο - με τον πολλαπλασιασμό των προσωρινών, χαμηλόμισθων, έκτακτων θέσεων απασχόλησης - επικρατεί κλίμα εργασιακής αβεβαιότητας και ανασφάλειας , το οποίο πλήττει σημαντικό μέρος του πληθυσμού , όπως εργάτες , εμποροϋπαλλήλους , βιομηχανικούς υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς. Στην Ελλάδα το φάσμα της ανεργίας αγγίζει πλέον υψηλά ποσοστά, με αποτέλεσμα να εντείνεται ο ανταγωνισμός για την εύρεση εργασίας και να τροφοδοτείται η απειλή της απόλυσης.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί στην χειραγώγηση του εργαζομένου , στην παραίτηση του από την διεκδίκηση των εργασιακών του δικαιωμάτων και στην απόσπασή του από την λογική των συνδικαλιστικών αγώνων και των κινητοποιήσεων. Επιπρόσθετα, στην συγκυρία της παγκόσμιας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης , οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη επιτυγχάνεται με τις περικοπές των παροχών πρόνοιας και τον περιορισμό των χορηγούμενων κοινωνικών επιδομάτων.
Με την αλλαγή του τοπίου εργασίας στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και την εν μέρει υιοθέτηση του αμερικανικού μοντέλου απασχόλησης, η εργασία εντατικοποιείται , αποκτά εύπλαστο χαρακτήρα και ο μισθός αυξομειώνεται βάσει της παραγωγικότητας. Οι εργαζόμενοι εκ των πραγμάτων εισέρχονται σε μία εποχή διακλαδικής και διεπαγγελματικής κινητικότητας και εναλλαγής στις θέσεις εργασίας. «Κερδισμένος» στο σύστημα αμοιβής είναι πια ο εργαζόμενος που αποδεικνύει καθημερινά τις γνώσεις , τις δεξιότητες , την ευρηματικότητα και την αποτελεσματικότητα του.
Στην εποχή της άυλης οικονομίας και του μεταβιομηχανικού προτύπου παραγωγής , η αγορά εργασίας τείνει να αναζητήσει έναν τύπο εργαζομένου , οι ικανότητες του οποίου σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνούν τα όρια του μέσου ανθρώπου. Πρόκειται για δεξιότητες γενικής αντίληψης των πραγμάτων, αλλά και εξειδικευμένες γνώσεις σε επιμέρους αντικείμενα σε συνδυασμό με επικοινωνιακό ταλέντο. Απαιτείται , ακόμη , από τον εργαζόμενο ικανότητα υλοποίησης προτάσεων , προγραμμάτων και ιδεών , χειρισμού της γλώσσας της πληροφορικής και προσαρμογής στα νέα δεδομένα και στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις που προκύπτουν από τις συνεχείς τεχνολογικές καινοτομίες.
Η νέα οικονομία , έχοντας ως λέξεις – κλειδιά την ελαστικότητα , την ευελιξία , την απορρύθμιση και την επιλεκτική στόχευση επιβάλλει στον τομέα των εργασιακών σχέσεων τους νόμους της αγοράς και την ανάγκη της μείωσης του κόστους παραγωγής ως προϋπόθεση της βιωσιμότητας , της αποδοτικότητας και της κερδοφορίας της επιχείρησης. Η ελαστικότητα , επενδυμένη με το εκσυγχρονιστικό μήνυμα της απελευθέρωσης της μισθωτής εργασίας στην ανταγωνιστική επιχείρηση , εκδηλώνεται ως νυχτερινή εργασία , τηλεργασία , μερική , προσωρινή απασχόληση , μέσω γραφείων μεσολάβησης , εργασία στο σπίτι , αυτοαπασχόληση , απασχόληση με ακανόνιστα ωράρια , με δυνατότητα εθελοντικής αποχώρησης και επανεισόδου.
Παραπέμπει , συνεπώς , σε ένα πλήθος άτυπων μορφών οργάνωσης της εργασίας , οι οποίες κυνηγώντας την ανταγωνιστικότητα , προσβάλλουν το κλασικό μοντέλο της μόνιμης και πλήρους απασχόλησης. Βέβαια δεν θα έπρεπε να παραβλέψουμε ότι το εργασιακό μοντέλο της μερικής απασχόλησης είναι σε ορισμένες περιπτώσεις λειτουργικό και χρήσιμο , καθώς εξυπηρετεί τις ιδιαίτερες ανάγκες ατόμων συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών , όπως φοιτητές, εργαζόμενους υψηλής ηλικίας και εργαζόμενες μητέρες.
Στην παγκοσμιοποιημένη τάξη κυριαρχεί ένα ατομικιστικό μικροοικονομικό μοντέλο , το οποίο εξατομικεύει την σχέση εργαζομένου – εργοδότη και εδραιώνει στο πλαίσιο της επιχείρησης τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων. Καθορίζει ακόμη ατομικούς εργασιακούς στόχους , συνδέοντας τον μισθό και την επαγγελματική σταδιοδρομία με την αξία και τις ικανότητες του ατόμου. Η μισθωτή εργασία χάνει την κοινωνική της διάσταση , καθώς οι εργασιακές σχέσεις με την μορφή των νέων τύπων συμβάσεων εργασίας διαφοροποιούνται και εξειδικεύονται , προκειμένου να προσαρμοστούν στις ιδιαίτερες απαιτήσεις κάθε εταιρείας , όπως στα ωράρια της εργασίας , στις προοπτικές προώθησης , στις μορφές αξιολόγησης και αμοιβής.
Η ελαστικότητα και η αβεβαιότητα στην εργασία μεγάλης μερίδας μισθωτών σε συνδυασμό με τον μετασχηματισμό των εργασιακών διατάξεων έχουν ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται οποιαδήποτε ενωτική πρωτοβουλία εκ μέρους των εκπροσώπων των συλλογικών οργάνων των εργαζομένων. Ως άμεσες συνέπειες της λογικής της εξατομικευμένης εργασίας εμφανίζονται η διάσπαση των εργαζομένων, η αμφισβήτηση των συλλογικών φορέων υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους , όπως συνδικάτα και σωματεία , η έλλειψη συναδελφικής αλληλεγγύης και η εξάρτηση της μισθολογικής αύξησης από την αξιολόγηση της ατομικής εργασίας και αποδοτικότητας και όχι από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Τα συνδικάτα καλούνται να αφήσουν την αυστηρά συντεχνιακή τους αντίληψη, να εκσυγχρονιστούν, να στηρίξουν την αξιοκρατική μεταχείριση των εργαζομένων και να αγκαλιάσουν τόσο τους νέους ανέργους όσο και όσους έχουν εκτοπιστεί από την αγορά εργασίας.
Τελικά με την συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους , τις στρατηγικές περιορισμού του στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες και την αδυναμία εμφάνισής του στις αναπτυσσόμενες χώρες διαμορφώνεται ή διατηρείται ως «πλεονέκτημα» για τους επιχειρηματίες η φθηνή εργατική δύναμη και το χαμηλό κόστος της εργασίας. Η πρόκληση στην οποία καλείται να ανταποκριθεί η πολιτεία είναι η παραγωγή μίας οικονομικής πολιτικής με κοινωνικά κριτήρια που θα περιόριζαν την παντοδυναμία των αγορών , την ανεξέλεγκτη δράση των πολυεθνικών εταιρειών και την σύλληψη των ανθρωπίνων αναγκών ως εμπορευμάτων.
Η Άννα Ιωαννίδου γεννήθηκε και κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Ασκεί το επάγγελμα του Δικηγόρου, ενώ ταυτόχρονα πορεύεται στα μονοπάτια της Λογοτεχνίας. Εκτός από Δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης είναι επίσης Πολιτικός Επιστήμων και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην Ιστορία, Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία του Δικαίου τμήματος Νομικής ΑΠΘ.