Δεύτε
Ένα καντήλι λάδι η ποίηση.
Δεύτε οι ρημαγμένοι
οι πενθούντες
λάβετε φως ανθισμένου φωτός.
Μαθητεία
Μαθητεύω
σαν τον τυφλό που διαβάζει με τα δάχτυλα
ερευνώντας το ρητό
το χώρο
τα ίχνη.
Ο χρόνος
Κι απόψε
διαρκώς παριστάμενος φαντομάς
με λέξεις
με ίσκιους
την αχίλλειό μου πτέρνα σημαδεύει.
Ιστοί
Τα καλύτερά μας χρόνια
γίναν ιστοί
μας τυλίγουν ίδιες μέρες μικρές
απαράλλαχτες νύχτες μικρούτσικες
σε ρυθμό καταιγίδας.
Τόσος ύπνος
Από σώμα σε σώμα
κυλάει ο ίδιος πολτός
τόσος ύπνος
τόσος ύπνος
Κρυπτεία
Κι ο νικητής;
Κρύβεται.
Σε σφραγίδες απόρρητες
στις θάλασσες των αριθμών
σ’ ομοσπονδίες
συνομοσπονδίες
σε θαλάμους και προθαλάμους
γνωρίζοντας πως η κρυπτεία του φονιά
είναι η νίκη του.
Ξεχνώντας τη μορφή του
ξεχνώντας ακόμη και τον εαυτό του.
Πιστοί
Πήραμε μέρος.
Δεν κοιτάξαμε αλλού.
Ενθουσιώδεις θητεύσαμε στην ίδια νεότητα
ερευνώντες και δύσπιστοι
ρισκάροντας
ξαναρισκάροντας
μην παίρνοντας για φως
την αντανάκλαση των τσίγκων
και των κενών λέξεων
μην υπολογίζοντας πόσο αντέχουν οι πλάτες μας
αδύναμοι να ενταχθούμε στο παιχνίδι.
Πιστοί.
Τσε
Αστραπομάτης έρχεται στ’ όνειρο
ο κομαντάντε Ερνέστο Γκεβάρα
διαπερνώντας χαράδρες
ατραπούς
αντάρες και χιόνια
άσκιαχτος
με τον μπερέ
και τη χαίτη ν’ ανεμίζει
αρκετά
«αρκετά με τις λέξεις» μου φωνάζει
«μιλήσαμε πολύ
δεν αρκούν οι ερμηνείες και οι αναλύσεις
δεν περισσεύει πια καιρός
ύψωσε τη γροθιά
τη σημαία
άδραξε το περίστροφο
τώρα».
Το φεγγάρι και το τραγούδι
Κάθε βράδυ αναχωρούμε
προς άγνωστες κατευθύνσεις.
Το φεγγάρι ανεμίζει το τραγούδι μας.
Εκεί
Βαθιά
κάτω απ’ τη θάλασσα
τις ρίζες και το βαθύ πηγάδι
κάτω απ’ τα σκοτεινά τούνελ και το θάνατο
στα κοιτάσματα της νύχτας
τα πιο βαθιά
σε περιμένω.
Κάτι να μείνει
I
Κάτι
κάτι να μείνει
απ’ τα πάρκα
τους θερινούς σινεμάδες
τις γειτονιές
τα λαϊκά πανηγύρια
και τους αλλοτινούς δρόμους
με τα παλιά διώροφα
και τριώροφα.
II
Κάτι
κάτι να μείνει
απ’ τη μυστική μας κρύπτη
τα μεθυσμένα φεγγάρια
και τους αχνούς μας λυγμούς
κάτι να μείνει απ’ τους κυματισμούς
την καύτρα
και το τελευταίο φιλί μας.
Φυσάει
Φυσάει
φυσάει απόψε
φυσάει στα μοναχικά δωμάτια όπου μια λάμπα φεγγίζει
για κάποιους που μόνιμα λείπουν
φυσάει σε σήραγγες
σε νταμάρια
σε βαθιά πηγάδια σηκώνεται κονιορτός
φυσάει στον πάτο του φωταγωγού
σε πατημασιές συνομοτών
και σωρούς αιμάτων
φυσάει σε τριγμούς και ποδοβολητά
σε τραντάγματα φοβερά
χωρίς φωνή
χωρίς αντίλαλο
φυσάει στην Αμοργό
ξεσηκώνοντας τους βρεγμένους καημούς της αποβάθρας
φυσάει στο Σύνταγμα
κι ο Μιχάλης Κατσαρός αγωνίζεται να κρατηθεί
με το παλτό του πλησίστιο
και τη χαίτη να λευκαίνει στον άνεμο
φυσάει
και σηκώνει ψηλά τους μάρτυρες και τους εκτελεσμένους
φυσάει στις χαμένες κορυφογραμμές
στους κυρτούς ώμους
τους φορτωμένους μια στάχτη που δεν είναι δική τους
φυσάει παρασέρνοντας ανεπίδοτα γράμματα
στο Βάι
στα Τέμπη
στο μακρινό Δουβλίνο
φυσάει στα ίχνη της παλιάς θρησκείας
σ’ εκείνα τα ίχνη που σε κάνουν να λυγίζεις τα γόνατα
έστω κι αν η πίστη έχει ξεραθεί στο οστά
φυσάει σε αντένες αγχόνες και σημαίες ξυράφια
στα ερημόσκυλα
καθώς προσπαθούν να κρυφτούν γλείφοντας τις πληγές τους
φυσάει στους εραστές του σεληνόφωτος
τους πάντα ανερχόμενους
τους έτοιμους να καταποντιστούν
στους κροτάφους φυσάει ένα παράξενο σφύριγμα
φυσάει στους ενθουσιαστικούς παιάνες
μ’ όλες τις αιματοχυσίες που δε βγάζουν πουθενά
φυσάει σε στήθια κομμάτια
σε χέρια κομμάτια
φυσάει στο ομοίωμα του άλλου
και του άλλου
και του άλλου εαυτού σου
φυσάει ανάμεσα στο σχεδόν τίποτα και στο τίποτα
φυσάει στο σύνορο
δαιμονισμένα φυσάει
φυσάει
φυσάει
φυσάει