Δευτέρα, 01 Οκτωβρίου 2018 17:24

Η Ελένη Παπακώστα συζητά με τον συγγραφέα του βιβλίου «Στον καθρέφτη ενός τρελλού», Κωνσταντίνο Αλσινό

Η Ελένη Παπακώστα συζητά με τον συγγραφέα του βιβλίου «Στον καθρέφτη ενός τρελλού», Κωνσταντίνο Αλσινό

Όταν ήσασταν παιδί, σας άρεσε να διαβάζετε λογοτεχνία; Αν ναι, ποιο είδος και ποιους συγγραφείς προτιμούσατε;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν διάβαζα ως παιδί. Περισσότερο ζωγράφιζα τότε. Από έφηβος ξεκίνησα να διαβάζω, αλλά και πάλι όχι πολύ σε σχέση με άλλους. Επιμελής κι απαιτητικός αναγνώστης έγινα πριν λίγα χρόνια. Μεγάλη μου αγάπη η ποίηση, αλλά και η ουσιαστική μυθιστοριογραφία ‒εννοώ αυτή που έχει κάτι να πει. Από ποιητές, με έχουν σημαδέψει ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Λειβαδίτης, αλλά επίσης ο Ρεμπώ και ο Μπόρχες. Συγγραφείς που μου αρέσουν σταθερά είναι ο Σαραμάγκου, ο Καζαντζάκης και διάφοροι άλλοι. 

Πότε νιώσατε για πρώτη φορά την ανάγκη να εξωτερικεύσετε τα συναισθήματά σας, γράφοντας ένα κείμενο;

Ίσως, δειλά, πριν από μια δεκαετία περίπου. Δεν ξέρω γιατί, απλώς τότε έπιασα το στυλό κι άρχισα να σκαρώνω στιχάκια. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι πιο ενεργά, οπότε έχει αλλάξει κι ο τρόπος γραφής μου. Για παράδειγμα, πριν δυο χρόνια ένοιωσα έτοιμος να γράψω πρώτη φορά ένα μυθιστόρημα, γιατί μέχρι τότε πίστευα πως ο λόγος μου είναι πολύ πυκνός για κάτι τέτοιο. Θα δείξει η ιστορία αν έκανα καλά!

Τι αντιπροσωπεύει για εσάς η γραφή; Τρόπο έκφρασης, λύτρωση, συναισθηματική αποσυμφόρηση, χαλάρωση, κάτι άλλο;

Η συγγραφή είναι το καταφύγιό μου. Ξέρετε, ο κόσμος μας σήμερα είναι τόσο περίεργος, που αν έχει κανείς έστω και μια στάλα ανθρωπιάς με την ουσιαστική έννοια της λέξης, το λιγότερο που μπορεί να νοιώσει είναι άβολα. Συμβαίνουν τόσα άσχημα πράγματα γύρω μας, κι οι άνθρωποι αδιαφορούν όσο ποτέ άλλοτε. Εκείνες τις φορτισμένες ώρες, λοιπόν, που πραγματικά τίποτα γύρω δεν σε ηρεμεί ή δεν σε εκστασιάζει τόσο, όσο το να καταγράψεις μια σκέψη σου, η συγγραφή μοιάζει κάτι σαν λυτρωτικό πεπρωμένο. Όπως και να έχει, το αν θα καταλήξει κάποιος τελικά συγγραφέας ή ποιητής, είναι συνήθως αποτέλεσμα των εμπειριών του, που σιγά σιγά διαμορφώνουν τον ευαίσθητο χαρακτήρα του, οδηγώντας τον σε συγκεκριμένες επιλογές, οι οποίες με τη σειρά τους θα τον υποβάλουν σε νέες «περιπέτειες». Όλα αυτά βέβαια, θα τροφοδοτήσουν την τέχνη του. Μιλάμε, όπως καταλαβαίνετε, για ένα φαύλο κύκλο, όπου όλα είναι σχετικά και σχετικά αόριστα. Υπάρχει κι ένα «κόστος», τώρα, αν μπορώ να το ονομάσω έτσι∙ είναι μια απομόνωση που ενίοτε χρειάζεται να επιβάλλω στον εαυτό μου, ώστε να μπορώ να αφοσιωθώ εξ ολοκλήρου σε κάποιο κείμενο. Στην αρχή μου κακοφαινόταν, τελευταία, όμως, ίσως και να το απολαμβάνω ∙ άλλωστε, πώς να περιγράψεις ή να δημιουργήσεις έναν κόσμο αν δεν σταθείς για λίγο στην άκρη του;

Γιατί επιλέξατε να γράψετε ένα τέτοιου είδους μυθιστόρημα, γεμάτο φιλοσοφικές αναζητήσεις, παρόλο το νεαρό της ηλικίας σας, και όχι κάτι με πιο νεανική θεματολογία (περιπέτεια, θρίλερ, αστυνομικό κ.ά.);

Γιατί, κατ’ αρχάς, δεν θα μπορούσα να γράψω κάτι που δεν με αντιπροσωπεύει. Στο βιβλίο αποτυπώνονται ανησυχίες που με βασάνιζαν καιρό (μερικές εκ των οποίων κρύβονταν πολύ καλά και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή) και θα μπορούσα να πω ότι με οδήγησε περισσότερο το ίδιο το κείμενο να πάω όλο και πιο βαθιά, παρά η όποια πρόθεσή μου ή κάποιο σχέδιο που είχα κατά νου. Είναι αυτό που λέμε, ότι αν κάποιος ξεκινήσει να «τσαλαβουτά» θα πρέπει σίγουρα να κολυμπήσει. Ως αναγνώστης, θέλω το βιβλίο που διαβάζω να με κάνει να σκεφτώ, να με πάει παρακάτω, να με βελτιώσει ως άνθρωπο. Το ίδιο προσπαθώ να κάνω και ως συγγραφέας. Παρότι προσπάθησα, δεν νομίζω ότι μπορώ να γράψω ένα βιβλίο, που θα φαίνεται διασκεδαστικό, χωρίς να περιέχει κάποιο ποσό στοχασμού ή μελαγχολίας. Αναγκαστικά λοιπόν, διαλέγω αυτά τα «λημέρια».

Πώς προέκυψε η ιδέα να δώσετε ανθρώπινη υπόσταση στον Χρόνο, στον Διάβολο και στον Θεό;

Γενικά, ο τρόπος γραφής μου λειτουργεί καλύτερα γράφοντας στο πρώτο πρόσωπο. Πολλές από τις σκέψεις και τις θέσεις που ομολογούνται από τους ήρωες είναι καθαρά δικές μου (δεν θα τις κατονομάσω, για να μην εκτεθώ). Οπότε, είναι κάτι που εξυπηρετούσε την πλοκή. Όλο το βιβλίο είναι μια φανταστική βόλτα, όπου ο νέος ‒ο οποιοσδήποτε νέος‒ συναντά κατά σειρά τον Χρόνο, τον Διάβολο και τον Θεό για να αντιπαρατεθεί μαζί τους∙ στην ουσία όμως, αντιπαρατίθεται με τον ίδιον του τον εαυτό και με όσα πίστευε έως τώρα. Επίσης, πρέπει να πω ότι δεν είναι απόλυτα σαφής η ανθρώπινη υπόστασή τους, κάτι που παραδέχονται και οι ίδιοι κατά τόπους; «…κι αν όντως υπήρξαμε ποτέ», λένε. Ωστόσο, είναι μια καλή ευκαιρία να ακούσουμε τι θα έλεγε ο καθένας τους, πως θα χαρακτήριζε το σύγχρονο κόσμο, τον σύγχρονο άνθρωπο και τις επιλογές του. 

Για ποιο λόγο δημιουργήσατε τη συγκεκριμένη υπόθεση στο μυθιστόρημά σας “Στον καθρέπτη του τρελλού”; Ποια μηνύματα θέλατε να περάσετε στους αναγνώστες σας;

Το βιβλίο δεν προτείνει κάποια συγκεκριμένη θέση για τα πράγματα. Ο Θεός (όχι απαραίτητα ο χριστιανικός, ο όποιος θεός, ο θεός ως έννοια), που συναντά ο νέος στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, λέει πως υπάρχει συγκεκριμένη «πεπατημένη» στον δρόμο της αυτογνωσίας. Έτσι, ο νέος αντιπαρατίθεται πρώτα με τον Χρόνο, ύστερα με τον Διάβολο για να καταλήξει τελικά σ’ Εκείνον. Αναγκάζεται λοιπόν για αρχή ν’ αντιμετωπίσει και να εξοικειωθεί με το γεγονός του ότι μεγαλώνει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ∙ ύστερα βλέπει την κακή πλευρά των ανθρώπων, όλα αυτά που κάνουμε λάθος και το πόσο παρεξηγημένες και συγκεχυμένες μπορεί καμιά φορά να είναι οι έννοιες, και καταλήγει στην ειρήνη, έχοντας αναθεωρήσει μεγάλο ποσό των πεποιθήσεών του, ανακαλύπτοντας πως υπάρχει μια ισορροπία στα πράγματα, πως ο κόσμος αυτός είναι ένας κόσμος μηδενικού αθροίσματος. Αν τελικά φαίνεται να ξεχωρίζει κάποια πρόταση μέσα από όλην αυτήν την αφήγηση, είναι η πρόταση να συμφιλιωθεί κανείς με τον εαυτόν του, αφού βέβαια βρει το κουράγιο για αυστηρή αυτοκριτική. 

Θεωρείτε ότι καμιά φορά οι “τρελοί” διαθέτουν περισσότερη διαύγεια από ότι οι “λογικοί”;

Οι τρελλοί κατέχουν μεγάλο ρόλο και πολύ χώρο στα κείμενά μου. Πιστεύω πως ολόκληρος ο κόσμος μας πια είναι τόσο τρελλός, που αν προσφωνήσουμε κάποιον έτσι, βάζοντάς τον στο περιθώριο, μπορεί να είναι και καλό σημάδι για την πνευματική του υγεία. Δεν θα έλεγα ότι διαθέτουν περισσότερη διαύγεια∙ μπορώ όμως να πω ότι καμιά φορά έχουν περισσότερο θάρρος να ομολογήσουν κάποιες αλήθειες που οι περισσότεροι από εμάς θα αρνιούνταν (ασχέτως του κατά πόσον άκαιρα το κάνουν), ή να σημειώσουν κάποια κακώς κείμενα που οι πιο πολλοί από εμάς θεωρούμε πλέον φυσιολογικά. Για τους τρελλούς που βλέπουμε συνήθως να μιλάνε μόνοι τους στον δρόμο, φερεπείν, κανείς μας δεν σκέφτεται το ότι αν ένας άνθρωπος μιλά μόνος του, έχει να κάνει τελικά με το αν κάποιος άλλος τον ακούει. 

Διαβάζοντας το μυθιστόρημά σας “Στον καθρέπτη του τρελλού”, παρατήρησα ότι κάποιες από τις σκηνές, που περιγράφονται, είναι δοσμένες με κινηματογραφικό τρόπο; Σκέφτεστε να ασχοληθείτε με διαφορετικό στυλ γραφής στα επόμενα έργα σας;

Δεν ξέρω…Η αλήθεια είναι πως το σκηνικό, ειδικά του Διαβόλου, είναι πολύ κινηματογραφικό. Είναι ένα βιβλίο που θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ταινία. Ωστόσο, το κινηματογραφικό σενάριο, όπως κι ένα θεατρικό έργο, έχει τεχνικές τις οποίες δεν έχω ακόμα μελετήσει. Κάθε λογοτεχνικό είδος έχει τη δική του μέθοδο. Ίσως κάποια στιγμή, βρω τον χρόνο και τη διάθεση να ασχοληθώ και μ’ αυτό, προς το παρόν όμως δεν νοιώθω έτοιμος. 

Ποια είναι τα ερεθίσματα που σας ωθούν να γράψετε;

Η έμπνευση είναι ένας κεραυνός! Συνήθως εμένα με βρίσκει από κάποιο οπτικό ερέθισμα∙ τις περισσότερες φορές θα δω κάτι και θα αρχίσω να πιθανολογώ γύρω απ’ την ιστορία του, ή πάλι, θα σταθώ σε κάτι ‒για τους πολλούς‒ μηδαμινής σημασίας: σ’ ένα ηλιοβασίλεμα, σε μια ηλικιωμένη που ποτίζει μιαν όμορφη γλάστρα στο μπαλκόνι, σ’ έναν άστεγο ή έναν τρελλό του δρόμου (κυρίως σ’ αυτούς) που μονολογεί δυνατά, σε μια κόκκινη ομπρέλα που θα διακρίνεται στο γκρίζο της πόλης μέσα στη βροχή. Και βέβαια, δεσπόζει η απύθμενη δεξαμενή των αναμνήσεων, που πάντα θα στοιχειώνει κάθε μου τόλμημα. Το πού θα με βρει, είναι κάτι που δεν μπορώ να περιμένω, αλλά ούτε και να αγνοήσω, πρέπει όμως να αξιοποιήσω άμεσα. 

Τι σας προβληματίζει, τι σας χαροποιεί και τι σας φοβίζει; Πόσο η ψυχική σας διάθεση επηρεάζει τη γραφή σας;

Με προβληματίζει πολύ, τελευταία, η απομάκρυνση του ανθρώπου από κάποιες αξίες και ιδανικά, που μετά από τόσα χρόνια «εξέλιξης» και «πολιτισμού» θα έπρεπε να είναι τόσο κατοχυρωμένα που δεν θα χρειαζόταν καν να συζητιούνται.

Με χαροποιούν πολύ μικρά πράγματα: μια ευγενική πράξη ή μια βοήθεια απ’ εκεί που δεν το περιμένεις, μια εκδήλωση συναισθήματος (όπως μια αγκαλιά) που να είναι ειλικρινής, το γέλιο ενός παιδιού ή ένα «σε σκέφτομαι». Δυστυχώς οι άνθρωποι πια αρνούνται συνειδητά να εκδηλώσουν οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα, θεωρώντας το σημάδι αδυναμίας. Επίσης, μια ηλιόλουστη ημέρα με έναν καθαρό ουρανό! Μου δίνει πολλή χαρά!

Με φοβίζει πολύ απ’ την άλλη, ο χρόνος που περνά, ο χρόνος που μπορεί να πάρει ανθρώπους που αγαπώ μακριά μου (κάτι που φαίνεται και στα γραπτά μου). Με φοβίζουν επίσης οι κακοί άνθρωποι, ο εγωισμός τους, η δίψα τους για το ίδιον όφελος. Γενικά ο κόσμος μας με τρομάζει, ειδικά όταν πρέπει να διαμένω σε μεγάλη πόλη που δεν υπάρχει η απαραίτητη απόσταση ασφαλείας, δεν υπάρχει χώρος να ξεφύγεις από όλο αυτό. Με τρομάζει που όλον αυτόν το χαμό το θεωρούμε πολιτισμένο κόσμο, κι έχουμε απομακρυνθεί τόσο από τα μικρά και ουσιαστικά. 

Τι αποτελεί “ιδανικό” για εσάς;

Ιδανικό για μένα είναι η ευγένεια. Η ειλικρινής ευγένεια, που αποτείνεται στον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου κι όχι στην εικόνα που θέλεις να δείξεις για σένα. Ιδανικό είναι να κάνεις το σωστό∙ που δεν διαφέρει και πολύ από τόπο σε τόπο ή από οικογένεια σε οικογένεια, λίγο πολύ, όλοι ξέρουμε ποιο είναι. Το «φιλότιμον», η πιο παρεξηγημένη μας λέξη. Ιδανικό επίσης είναι να μπορούμε να θυσιάσουμε ή να αρνηθούμε πράγματα προκειμένου να διαφυλάξουμε τις αρχές μας. Να δούμε τον εαυτό μας ίσο με οποιονδήποτε άλλον. Δυστυχώς, ως έθνος, αν πάψουμε να εθελοτυφλούμε, θα δούμε ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχουμε σχεδόν αποκτηνωθεί, πρέπει ν’ αλλάξουμε πολύ τη συμπεριφορά μας. 

Σας εύχομαι καλή συνέχεια και ελπίζω σύντομα να δημοσιεύσετε κάτι καινούριο, που επίσης να δημιουργήσει θετική αίσθηση και σε εμάς αλλά καις τους αναγνώστες σας. 

Για το apostaktirio.gr,

Παπακώστα Ελένη - Πτυχιούχος Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.

 

 

Read 2190 times

Latest from Παπακώστα Ελένη - Πτυχιούχος Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.